Του Ανδρέα Πετρόπουλου,
Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που θέλουμε να ξεχάσουμε. Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που θα θυμόμαστε για πάντα. Στιγμές που μας σημάδεψαν και έμειναν ανεξίτηλες στη μνήμη μας για καιρό και δεν μπορούμε εύκολα να διαγράψουμε.
Στην κοινωνία, που όλοι θέλουν να είναι οι άριστοι, μεγάλωσε ένα τέρας. Μαζί το μεγαλώσαμε, έναν δράκο, όπως το τσιγάρο, όταν ξεκινάς το κάπνισμα σε νεανική ηλικία. Νομίζεις ότι σου χάρισαν έναν μικρό δράκο και είσαι ευτυχισμένος, αλλά η φωτιά αυτού του δράκου θα σε κάψει στη συνέχεια. Θα γίνει η αιτία του κακού και εσύ θα είσαι η αιτία του κακού για κάποιους. Όλα τα έχει η κοινωνία και μια μικρογραφία της είμαστε κι εμείς.
«Υπάρχουν τρεις ζωές στην καθημερινότητα ενός ανθρώπου. Η ιδιωτική, η μυστική και η δημόσια και είναι υπεύθυνος και για τις τρεις ζωές του.»
Γιατί, όμως, να επιλέξει κάποιος να κρύψει πράγματα απ’ τον ίδιο του τον εαυτό κι απ’ τους γύρω του; Γιατί φοβάται την κοινωνία ή γιατί φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό; Η απάντηση είναι πολλαπλής σημασίας και αξίας, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι εστιάζουν σ’ ένα μικρό κομμάτι του εαυτού τους, αφήνοντας ανεκμετάλλευτη την άλλη πλευρά τους. Αυτή της κοινωνίας, που μας θρέφει και μας μεγαλώνει όπως θέλει αυτή. Κι αν ένα βήμα κάνουμε και παραπατήσουμε, βρισκόμαστε εκτεθειμένοι, σαν μαριονέτες σε παιδικό θέατρο.
Γιατί τώρα; Είναι σίγουρα η ερώτηση των ημερών που διανύουμε. Γιατί να επιλέξουμε να βγούμε απ’ τον κυκεώνα της σιωπής και να μπούμε σ’ έναν κόσμο όπου μιλάει για όσα έχει βιώσει; Το εργασιακό bullying, την σεξουαλική παρενόχληση, τη λεκτική βία και τη διαφορετικότητα. Πράγματα που ορίζουν τον σύγχρονο κόσμο.
Και ορίζουν κι εμάς τους ίδιους. Γύρω στα δεκαοχτώ πρέπει να ήμουν, όταν απέκτησα την πρώτη μου δουλειά στην Αθήνα. Από μικρή ηλικία ασχολούμουν με το ραδιόφωνο. Ήταν ένα μέσο από το οποίο μπορούσα να μεταδώσω συναισθήματα, μουσικές κι όλου του κόσμου οι Κυριακές έλαμπαν στο δικό μου πρόσωπο. Σαν παιδί αγαπούσα πολύ αυτό το μέσο κι αποφάσισα να το κυνηγήσω όσο τίποτα στον κόσμο! Φτάνοντας στην Αθήνα, πήγα σ’ έναν γνωστό ραδιοφωνικό σταθμό που διεύθυνε ένας άνδρας περίπου στην ηλικία των 40 ετών και του ζήτησα δουλειά. Έτσι με θράσος. Μου είπε να κάνουμε ένα δοκιμαστικό κι εγώ φυσικά δέχθηκα.
Πράγματι, έπιασα δουλειά στον σταθμό και ξεκίνησα εκπομπές, όμως οι προθέσεις του αγνώστου εργοδότη κάτι παραπάνω από φιλικές φαίνεται να ήταν. Ξέρεις μερικά πράγματα τ’ αντιλαμβάνεσαι μετά το πρώτο σοκ. Έτσι κι έγινε. Μόλις αντιλήφθηκα ότι κάτι περίεργο συμβαίνει, προσπάθησα να φερθώ σαν επαγγελματίας. Θες ήταν ο χαρακτήρας μου, ήταν το ταπεραμέντο, που ίσως βοήθησε την κατάσταση, πάντως δεν το άφησα να περάσει έτσι. Κι ο λόγος που ποτέ δεν είπα τίποτα σε κανέναν ήταν γιατί ήθελα απλά να το ξεχάσω. Ήθελα να λήξω αυτή τη συνεργασία όσο πιο ανώδυνα γινόταν.
Αν είχα μιλήσει, ίσως όλα να ήταν διαφορετικά, ίσως όμως κι όχι. Σ’ αυτή την κοινωνία που ζούμε σημασία δεν έχει ποιος είσαι, τι κάνεις και από που είσαι, αλλά πόσο γερό στομάχι έχεις ν’ αντέξεις. Ν’ αντέξεις για να καταλάβεις ότι ο κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος, όσο κι αν η οικογένειά μας μας βοήθησε απ’ τα μικράτα μας να είμαστε πάντα ρεαλιστές.
Ακολούθησαν κι άλλες συμπεριφορές στη συνέχεια, καθώς και λεκτική βία, αλλά ήταν κάτι που δεν με άγγιξε. Με πείσμωσε ώστε να πάψω ν’ ασχολούμαι με δήθεν ανθρώπους εξουσίας. Γιατί, δήθεν, είναι κάποιος που θέλει να σε υποτάξει στη δική του θέληση, χωρίς εσύ να έχεις συναινέσει. Ακόμη και μια βρισιά που ακούς και δεν ανταποδίδεις είναι ίση και χειρότερη από όλες τις μορφές βίας.
Ευτυχώς που ήρθε το τώρα. Για να μάθουμε ν’ ακούμε. Να μάθουμε πως η ζωή είναι όλα όσα πρέπει να ζήσουμε χωρίς «πρέπει», «άμα» και «θα δούμε». Η ζωή είναι δική σου, είσαι ο ορισμός της καθημερινότητάς σου και της βολής σου. Και κανείς δεν έρχεται να ξεβολέψει τη θέλησή σου για ζωή.