Του Νίκου Μελιτσιώτη,
1914. Ο Μεγάλος Πόλεμος ξεσπά και η Ευρώπη συνταράσσεται. Μια δολοφονία με πολλά ερωτηματικά και αλλεπάλληλες κηρύξεις πολέμου προμηνύουν την καταστροφή. Σύντομα η Αυστροουγγαρία, η Γερμανία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Βουλγαρία βρέθηκαν απέναντι στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Γρήγορα περισσότερες χώρες έλαβαν μέρος στον πόλεμο, δίνοντάς του παγκόσμιο χαρακτήρα.
Είναι φανερό πως η Ελλάδα, με τη θέση της στο χάρτη, ήταν πολύτιμος σύμμαχος, τόσο για την Entente όσο και για τις Κεντρικές Δυνάμεις. Όμως, η πολιτική κατάσταση που επικρατούσε ήταν εξαιρετικά ρευστή και επικίνδυνη για την εσωτερική της ενότητα. Στον ένα πόλο βρισκόταν ο Πρωθυπουργός της χώρας, Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος επιθυμούσε την έξοδο της Ελλάδος στον πόλεμο στο πλευρό της Entente. Ο έτερος πόλος, απαρτιζόμενος από το γερμανόφιλο βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄ και το Γενικό Επιτελείο, υποστήριζε την τήρηση της ουδετερότητας, μιας και η σύμπραξη με τις Κεντρικές Δυνάμεις ήταν αδύνατη. Η έντονη αυτή διάσταση απόψεων κορυφώθηκε με την παραίτηση Βενιζέλου και τη δημιουργία δεύτερης κυβέρνησης από τον ίδιο στη Θεσσαλονίκη, με τη διετία 1915–1917 να χαρακτηρίζεται από τον Εθνικό Διχασμό. Κατόπιν ασφυκτικής πίεσης από την Entente, ο βασιλιάς εγκαταλείπει τη χώρα και ο Βενιζέλος αναλαμβάνει ξανά τα ηνία της χώρας. Έτσι, το 1917 η Ελλάδα εισέρχεται επίσημα στο πλευρό των Συμμάχων.
Ήδη από το 1915 στρατιωτικά τμήματα της Entente είχαν αποβιβαστεί στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Σκοπός των τμημάτων της 156ης Γαλλικής και της 10ης Βρετανικής Μεραρχίας ήταν να επικοινωνήσουν και να στηρίξουν τους δοκιμαζόμενους από τις αδιάκοπες επιθέσεις στρατιώτες του Σερβικού Μετώπου. Επίσης, στα σχέδια ήταν η διάνοιξη ενός μετώπου στη Μακεδονία, προκειμένου να αποτρέψουν ενδεχόμενη κάθοδο των αντιπάλων, μετά την ολοένα και πιθανότερη κατάρρευση του Σερβικού Μετώπου.
Μετά τη λήξη των εχθροπραξιών στο Ανατολικό Μέτωπο επικράτησε έντονη κινητικότητα, καθώς έπρεπε να καθηλώσουν τις δυνάμεις των αντιπάλων που βρίσκονταν σε αυτό, προκειμένου να αποφευχθεί η μετακίνησή τους στο Δυτικό Μέτωπο, γεγονός το οποίο θα απειλούσε την ήδη δοκιμαζόμενη Γαλλία και το Δυτικό Μέτωπο. Το 1917, καθήκοντα αρχιστρατήγου ανέλαβε στη Συμμαχική Στρατιά Ανατολής ο Marie Louis Adolphe Guillaumat, ο οποίος πραγματοποίησε τη βελτίωση της άμυνας του Μετώπου.
Στις 4 Απριλίου 1918, ο Guillaumat, έδωσε εντολή στο Στρατηγό Gerome, Διοικητή της 1ης Ομάδας Μεραρχιών, να πραγματοποιήσει ευρείας κλίμακας επίθεση, με σκοπό την αγκίστρωση των εχθρικών δυνάμεων στην περιοχή νότια της Χούμας, στην περιοχή Σκρα Ντι Λέγκεν. Η ζώνη, την οποία κάλυπτε με τις δυνάμεις της η 1η Ομάδα Μεραρχιών εκτεινόταν από το χωριό ονόματι Νότια έως τον Αξιό ποταμό και διέθετε την 122η Γαλλική Μεραρχία και το Σώμα Στρατού Εθνικής Άμυνας. Το Σώμα αυτό, υπό τον Αντιστράτηγο Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη, αποτελείτο από τη Μεραρχία Αρχιπελάγους, τη Μεραρχία Κρήτης και τη Μεραρχία Σερρών. Έναντι των συμμαχικών δυνάμεων ήταν εγκατεστημένη η 5η Βουλγαρική Μεραρχία. Οι εχθρικές θέσεις ήταν οργανωμένες από το Δεκέμβριο του 1917 και ήταν ενισχυμένες με ανθεκτικά καταφύγια και συρματοπλέγματα.
Οι βουλγαρικές δυνάμεις αποτελούνταν από 6 Συντάγματα, εκ των οποία 3 είχαν ρόλο εφεδρικό, ενώ είχαν την κάλυψη 140 πυροβόλων, εκ των οποίων 128 ανήκαν στο Πεδινό Πυροβολικό και 12 στο Βαρύ. Όσο για τις δυνάμεις των Συμμάχων, το μεγαλύτερο ποσοστό κατελάμβαναν οι Ελληνικές Μεραρχίες, με τη Μεραρχία Αρχιπελάγους να εισέρχεται στη μάχη με 3 ελληνικά και ένα γαλλικό Σύνταγμα, τη Μεραρχία Κρήτης και Σερρών να μάχονται εκατέρωθεν της πρώτης με συνολικά 4 Συντάγματα, ενώ καλύπτονταν από 11 Μοίρες Ελαφρού και Βαρέως Πυροβολικού και από 3 Πυροβολαρχίες Οβιδοβόλων. Σε επικουρικό ρόλο βρισκόταν η 122η Γαλλική Μεραρχία, ενώ σε ρόλο υποστηρικτικό, διενεργώντας επιθέσεις αντιπερισπασμού, βρίσκονταν ο βρετανικός και ο σερβικός στρατός.
Η τοποθεσία του Σκρα Ντι Λέγκεν, σε υψόμετρο 1.096 μέτρων, αποτελούσε μια προεξοχή του βουλγαρικού Μετώπου, το οποίο είχε δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια, την ίδια περίοδο με την εισβολή της Βουλγαρίας στην Ανατολική Μακεδονία. Η υψηλή θέση του το καθιστούσε σημαντικό παρατηρητήριο και οι εχθρικές οχυρώσεις το είχαν καταστήσει εξαιρετικά δυσπόρθητο. Δαιδαλώδη χαρακώματα, τριπλές ζώνες συρματοπλεγμάτων, πολυάριθμα πολυβολεία και ολμοβόλα και 2 αμυντικές γραμμές συνέθεταν μια εξαιρετικά δύσκολη αποστολή για τους επιτιθέμενους. Αυτοί από την πλευρά τους, κατανοώντας τη σημασία της κατάληψης της θέσης αυτής, εφήρμοσαν την τακτική του «κυλινδούμενου φραγμού», με το οποίο προστάτευαν, μέσα από ένα μπαράζ βομβαρδισμών, από εχθρικές επιθέσεις πεζικού τις φίλιες δυνάμεις, διευκολύνοντας ως ένα βαθμό την προέλασή τους.
Στις 29 Μαΐου ξεκίνησαν βομβαρδισμοί των θέσεων του εχθρού και το πρωί της επομένης, 30 Μαΐου 1918, η Μεραρχία Αρχιπελάγους, με μέραρχο τον Υποστράτηγο Δημήτριο Ιωάννου, ξεκινά την επίθεση της στο κέντρο του μετώπου. Αποτελείτο από το 6ο Σύνταγμα, το οποίο έδρασε στα δυτικά, το 1ο Σύνταγμα Σερρών, με το οποίο είχε ενισχυθεί από την αντίστοιχη Μεραρχία, το οποίο έδρασε στην καρδιά της μάχης, και το 5ο Σύνταγμα, που έδρασε στο δυτικό μέρος του κέντρου. Προελαύνοντας με ακατάβλητο θάρρος, και τα 3 Συντάγματα κατέλαβαν διαδοχικά και ταχύτατα τους αντικειμενικούς σκοπούς–θέσεις του εχθρού. Μέσα σε 2 περίπου ώρες από την έναρξη της επίθεσης η ανατολική πτέρυγα είχε φτάσει στη γραμμή Σέρφ Βολάν – Τριάγκλ – Τετ ντε Σιέν – Κούντ 1, το κέντρο είχε φτάσει στον τελευταίο του στόχο, τη γραμμή Πιτόν Ντενυντέ – Πος, ενώ στα δυτικά είχε ολοκληρωθεί η κατάληψη των αμυντικών θέσεων του Σκρα Ντι Λέγκεν, καθώς και του Μπαστιόν ντι Σεγ και του Συγκροτήματος Τουμουλούς.
Στα ανατολικά της κύριας μάχης διενεργήθηκε δευτερεύουσα επίθεση από τη Μεραρχία Κρήτης, με μέραρχο τον Υποστράτηγο Παναγιώτη Σπηλιάδη και 2 Συντάγματα, το 7ο και το 8ο. Παρά την προσωρινή σύγχυση που επικράτησε, μετά την καθυστέρηση προέλασης του 1ου Τάγματος του 7ου Συντάγματος, κατελήφθησαν επιτυχώς οι θέσεις Μπος, Μπρες και της γραμμής Λαντίγ – Μπρύνε.
Στα δυτικά έδρασε η Μεραρχία Σερρών, με μέραρχο τον Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη, η οποία, με το 2ο Σύνταγμα κατέλαβε εντός 50 λεπτών τη θέση Μποά ντε Μπυλγκάρ και το ύψωμα Μπλοκ Ροσέ. Επίσης, δυστυχώς, παρά την γρήγορη κατάληψη των στόχων του, το 2ο Τάγμα είχε χάσει επαφή με το 5ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους, λόγω σύμπτυξης του τελευταίου νοτιοανατολικά της θέσης Κρούπ ντε Τουμουλούς, κατόπιν σφοδρής εχθρικής αντεπίθεσης, η οποία προξένησε σημαντικές απώλειες. Προκειμένου να αποκατασταθεί η σύνδεση και να διασωθεί το Σύνταγμα, ο διοικητής Ζυμβρακάκης διατάσσει τις εφεδρικές του μονάδες να σπεύσουν προς κάλυψή τους. Παρά το δύσβατο της περιοχής, οι άνδρες διέσωσαν τις πληττόμενες μονάδες, συμβάλλοντας στην απόκρουση μιας εκ των πολλών εχθρικών αντεπιθέσεων.
Οι απώλειες των επιτιθέμενων, ιδιαίτερα στην καρδιά της επίθεσης, ήταν σοβαρές. Πιο συγκεκριμένα, η Μεραρχία Αρχιπελάγους είχε 338 νεκρούς και 1.777 τραυματίες, η Μεραρχία Κρήτης είχε 71 νεκρούς και 314 τραυματίες και η Μεραρχία Σερρών μετρούσε μόλις 32 νεκρούς και 113 τραυματίες. Οι αιχμάλωτοι ανέρχονταν συνολικά στους 2.063, ενώ σημαντική ήταν η κατάληψη όπλων, πυρομαχικών και εφοδίων του εχθρού. Η επιτυχία των ελληνικών όπλων στη μάχη αυτή, πέραν της κάμψης του εχθρικού ηθικού και της κατάληψης μιας στρατηγικής θέσης, εξέπεμψε εμπιστοσύνη προς τις Συμμαχικές Δυνάμεις, οι οποίες αναβάθμισαν το ρόλο του Ελληνικού Στρατού στο Μακεδονικό Μέτωπο, το οποίο φάνηκε ότι μπορούσε να καταφέρει καίριο πλήγμα στο αντίπαλο δέος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό Έργο (1930) Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικόν Τόμος ΣΤ΄. Αθήνα: Εκδ. Μεγάλης Στρατιωτ. Και Ναυτ. Εγκυκλοπαίδειας. Λήμμα: Σκρα Ντι Λέγκεν
- National Geographic (2010) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τόμος 24 1892 – 1922 (Συμπλ. 20ου αιώνα: Ε. Κυριακίδη) (Επιμ. Μ. Αλεξίου) Αθήνα: Εκδ. 4πι
- Α. Δεσποτόπουλος «Η μάχη του Σκρα» Σε Συλλογικό Έργο (2015) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τόμος 34 Νεότερος Ελληνισμός από το 1913 ως 1941. (3η Έκδ) Αθήνα: Εκδ. Παραπολιτικά Α.Ε.
- ΓΕΕΘΑ (s.d.) Έκθεσις της Πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων Τόμος Β΄. Αθήνα: Εκδοτική Ελλάδος Α.Ε.