Του Αλέξανδρου Βελάνα,
Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Miles Davis (Miles – 1989, Μετάφραση ΣΕΛΑΣ 1991):
«Ακούστε. Το πιο δυνατό συναίσθημα που ένιωσα στην ζωή μου (ντυμένος) ήταν όταν πρωτάκουσα τον Dizz (Dizzy Gillespie) και τον Bird (Charlie Parker) να παίζουν μαζί στο St. Louis του Missouri το 44′. Ήμουνα 18 χρονών και μόλις είχα αποφοιτήσει από το γυμνάσιο (…) Πω, ρε αδερφάκι μου, αυτή η μουσική έμπαινε μέσα μου, διαπερνούσε ολόκληρο το κορμί μου, ο τρόπος που έπαιζε μουσική η μπάντα εκείνη ήταν το κάτι άλλο. Κι εγώ, εκεί πάνω, να παίζω μαζί τους!»
Ιδιαίτερος, τσαμπουκάς, ευαίσθητος, γυναικάς, πρωτοπόρος, είναι λίγα από τα χαρακτηριστικά τα οποία περιγράφουν τον πολύπλοκο χαρακτήρα του Miles Davis. Γεννημένος στις 26 Μαΐου του 1926 στο Alton του Illinois από πατέρα οδοντίατρο και μητέρα καθηγήτρια μουσικής. Ο ίδιος θεωρεί ότι η πρώτη του επαφή με την τέχνη ήρθε από πολύ νεαρή ηλικία, καθώς χαρακτηρίζει την μητέρα του (αν και χωρίς να τα πηγαίνουν καλά) ως μια γυναίκα με εξαιρετική αισθητική, χάρισμα στο ντύσιμο, το στυλ και την εμφάνιση.
Ο θείος Τζόνυ θα του κάνει δώρο το 1935 την πρώτη τρομπέτα στα 9 του χρόνια και κάπου εκεί ξεκινάει ένα ταξίδι, που μέχρι το τέλος του θα είχε αλλάξει τον κόσμο της μουσικής για πάντα. Πρώτος του δάσκαλος στο δημοτικό ήταν ο Elwood Buchanan, φίλος και πελάτης του πατέρα του, ο οποίος μετά από πρόταση του ίδιου δέχτηκε να αναλάβει τον “junior”. Ο Buchanan θα ασκεί για πολλά χρόνια μεγάλη επιρροή στον ήχο και τον τρόπο παιξίματος του Miles μέχρι να πάρει την θέση του δασκάλου του ο Γερμανός τρομπετίστας Gustav Heim.
Την εποχή που ακόμα φοιτά στο σχολείο θα παίξει και θα πειραματιστεί με πολλές ορχήστρες, ενώ το 1944 σε ηλικία 18 ετών θα φτάσει στη Νέα Υόρκη και θα εγκατασταθεί μόνιμα μετά από μια επιτυχημένη ακρόαση στο πανεπιστήμιο Julliard. Την σχολή αυτή παράτησε λόγω του εκρηκτικού χαρακτήρα του, όταν αντέδρασε σε ένα σχόλιο καθηγήτριας ιστορίας πως οι μαύροι έπαιζαν μπλουζ γιατί ήταν φτωχοί και μάζευαν βαμβάκι. «Εγώ κατάγομαι από το ανατολικό Saint Louis, ο πατέρας μου είναι ένας ευκατάστατος οδοντίατρος και παίζω μπλούζ. Ούτε ο πατέρας μου μάζεψε ποτέ του βαμβάκι, ούτε εγώ άρχισα να παίζω Blues επειδή ξύπνησα στις μαύρες μου σήμερα το πρωί.».
Αφήνοντας το Julliard θα «μαθητεύσει» δίπλα στους πραγματικά μεγάλους Charlie Parker, Dizzy Gillespie, Thelonious Monk κ.α. ξεκινώντας, όμως, ουσιαστικά την καριέρα του άφραγκος και επιρρεπής προς τις ουσίες. Η κορυφαία και καθοριστική μέχρι τότε στιγμή του θα έρθει το 1955, όπου η εταιρεία Columbia με την οποία μόλις έχει υπογράψει συμβόλαιο, του ζητάει να φτιάξει μια ορχήστρα για live εμφανίσεις στο Cafe Bohemia (Jazz Club στο Greenwich Village της Νέας Υόρκης) η οποία αποτελούνταν από τους Miles Davis στην τρομπέτα, Sonny Rollins στο τενόρο σαξόφωνο, Red Garland στο πιάνο, Philly Joe Jones στα ντράμς και Paul Chambers στο κοντραμπάσο οι οποίοι θα μείνουν στην ιστορία ως The First Great Quintet – Sextet.
Μέχρι τον Απρίλιο του 59′ και μετά από πολλές πετυχημένες περιοδείες και ηχογραφήσεις, η ορχήστρα αυτή θα αντικατασταθεί ολοκληρωτικά -πλην του Miles και του Paul Chambers- και η τελική της σύνθεση θα είναι: Miles Davis στην τρομπέτα, Jullian “Cannonball” Adderley στο Άλτο σαξόφωνο, John Coltrane στο Τενόρο σαξόφωνο, Bill Evans στο πιάνο, Paul Chambers στο κοντραμπάσο, Jimmy Cobb στα ντράμς. Η ορχήστρα αυτή, είναι η ορχήστρα του album Kind Of Blue. Έξι κορυφαίοι μουσικοί μετά από απρόοπτα, τσακωμούς και υποτροπές στις καταχρήσεις, τελικά θα συναντηθούν και θα συνθέσουν τον δίσκο που θεωρείται ένας από τους καλύτερους (αν όχι ο καλύτερος) jazz δίσκος της ιστορίας, ειδικότερα:
Miles Davis – John Coltrane
Όταν ο Sonny Rollins θα εγκαταλείψει την ορχήστρα στην προσπάθεια του να κόψει την ηρωίνη, ο Philly Joe θα φέρει στην ορχήστρα τον John Coltrane, ο οποίος όμως θα αποχωρήσει λόγω της τεταμένης σχέσης του με τον Miles. «Ο Trane έκανε ένα σωρό σπαστικές ερωτήσεις, ήταν ένας επαγγελματίας μουσικός, κι έπρεπε να βρει μόνος του την θέση στην μουσική, όπως έπρεπε να κάνει όποιος έπαιζε μαζί μου. Υποθέτω λοιπόν ότι η σιωπή μου και τα άγρια βλέμματα που του έριχνα τον έκαναν να ξενερώσει.». Ο Joe θα τον παρακαλέσει ξανά να επιστρέψει, το οποίο θα συμβεί τον Σεπτέμβρη του 55′ όπου ο Coltrane πλέον εντάσσεται ως μόνιμο μέλος της ορχήστρας.
Miles Davis – Jullian “Cannonball” Adderley
Μετά τις εμφανίσεις της ορχήστρας στο Bohemia το 1955, την θέση της θα πάρει η ορχήστρα του Oscar Pettiford και το ενδιαφέρον του Miles θα τραβήξει ένας νέος άγνωστος σαξοφωνίστας εν ονόματι Jullian “Cannonball” Adderley με τον οποίο θα ξεκινήσουν να μιλάνε «γιατί εκτός από καταπληκτικός σαξοφωνίστας ήταν και πολύ καλό παιδί.». Ο ήχος του Adderley αρέσει πολύ στον Miles, αλλά την δεδομένη στιγμή δεν θα προκύψει κάποια συνεργασία διότι ο Adderley θα επιστρέψει στην Florida, στην παλιά του δουλεία ως καθηγητής μουσικής. Τελικά, το 1957 μετά από τηλεφώνημα του Miles θα είναι και επισήμως μέλος της ορχήστρας.
Miles Davis – Jimmy Cobb
Το 58′ η χημεία μεταξύ του Philly Joe και του Miles θα χαλάσει και αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα την αποχώρηση του πρώτου. Την θέση του θα πάρει o Jimmy Cobb, παλιός γνωστός και ανά περιόδους συνεργάτης του Miles σε συναυλίες.
Miles Davis – Bill Evans
Η επεισοδιακή αυτή γνωριμία (τουλάχιστον για τον Bill Evans) συνέβη το 58′ καθώς την πρώτη φορά που πάτησε το πόδι του στο studio, ο Miles είχε τα κέφια του «κόβοντας» τον ως ολίγον τι σφιγμένο και σοβαρό. Του είπε ότι προκειμένου να γίνει μέλος της ορχήστρας θα χρειαζόταν να κάνει sex μαζί τους. Ο Evans αφού το σκέφτηκε κανένα τέταρτο, επέστρεψε στον Miles: «Miles, το σκέφτηκα αυτό που μου είπες και κατέληξα ότι δεν μπορώ να κάνω τέτοιο πράγμα. Θα ‘θελα να σας ευχαριστήσω και να σας κάνω ευτυχισμένους όλους σας, αλλά δεν μπορώ να κάνω αυτό που μου ζητάς.»
Ο δίσκος Kind Of Blue ολοκληρώθηκε σε 2 ηχογραφήσεις τον Μάρτιο του 59 και κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Οι πωλήσεις του, ξεπέρασαν κάθε προσδοκία του ίδιου και τον κριτικών της εποχής. Δεν υπήρξαν παρτιτούρες. Ο Miles εμφανίστηκε στο στούντιο και έδωσε απλά στους μουσικούς μερικά προσχέδια για το τι να παίξουν.
«Αυτή την φορά πρόσθεσα και κάποια άλλα ακούσματα που είχα στην μνήμη μου από παλιά, όταν γυρνάγαμε στο σπίτι από την εκκλησία κι ακούγαμε εκείνα τα Gospel. Εκείνο το αίσθημα προσπαθούσα να πλησιάσω και εγώ, που είχε μπει μέσα στο αίμα, στην δημιουργικότητα και στην φαντασία μου κι εγώ το είχα ξεχάσει τελείως. Ήταν υπέροχο.»
Φυσικά ήρθαν και άλλοι δίσκοι. Η δημιουργική του πορεία θα συνεχιστεί για πολλά χρόνια μετά το Kind Of Blue, πειραματιζόμενος με πολλά και διάφορα είδη, «παντρεύοντας την jazz με ακούσματα από την Ισπανία, την Αφρικανική μουσική, Rock και πολλά άλλα…». Η ορχήστρα άλλαξε πολλά μέλη. Άλλοι έζησαν και μεγαλούργησαν και άλλοι έμειναν στην αφάνεια.
Η βραχνή φωνή και η τρομπέτα του Miles θα σιγάσουν τον Σεπτέμβρη του 1991 μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο.