Της Μαρίας Τσέα,
Στο ξεκίνημά του, ο 19ος αιώνας, αντικρίζει μια ευρωπαϊκή ήπειρο αρκετά θορυβημένη από τις προηγηθείσες δεκαετίες και έτοιμη να καθιερώσει ένα σταθερό πολιτικό κλίμα στο έδαφός της. Οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, που δεν απέκλιναν πολύ από τους σημερινούς ισχυρούς της γηραιάς ηπείρου, όχι μόνο δεν επιθυμούσαν να στηρίξουν κάποιο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, αλλά είχαν συμφωνήσει να καταστείλουν οποιαδήποτε εξέγερση με τέτοιου είδους σκοπούς.
Ανάμεσα στους τότε ισχυρούς ξεχώριζε και η Ρωσία του αυτοκράτορα Αλέξανδρου Α’, η μορφή του οποίου θεωρούνταν ότι ρύθμιζε την τύχη των εθνών και της Ευρώπης. Με τον Αλέξανδρο στον θρόνο μια ασταθής πολιτικής κατάστασης κυριαρχούσε στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Μέχρι το 1812 περίπου, με σύμβουλό του τον υπουργό Σπεράνσκι, ο αυτοκράτορας φαίνεται να κάνει το πρώτο βήμα σε ένα μονοπάτι που πιθανόν οδηγεί σε μια πιο φιλελεύθερη κεντρική οδό. Όμως, τελικά η διαδρομή θα τον βγάλει σε μια ακόμη σκληρότερη πολιτική, η οποία αντιτίθεται σε κάθε αρχή ελευθερίας των υποδούλων.
Παρόμοιες εναλλαγές παρατηρούνται και ως προς την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας και πιο συγκεκριμένα απέναντι στο ανατολικό ζήτημα. Από τη μεγάλη αυτή συζήτηση μεταξύ των Δυνάμεων για το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον τυχόν διαμελισμό της, δε μπορούσε να μην έχει κεντρικό λόγο η γειτονική υπερδύναμη. Μια ενδεχόμενη εξέγερση των υπόδουλων Ελλήνων θα έθετε σε αμφισβήτηση το κύρος και τη δύναμη των μοναρχών των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών. Γνωρίζοντας η Ρωσία τις συνέπειες μια τέτοιας εθνικής επανάστασης, η οποία χαρακτηριζόταν ως απόπειρα αυτοκτονίας, σύμφωνα με τη γενικότερη αντίληψη της εποχής, ήταν λογικό η στάση της απέναντι στο ζήτημα να παρουσιάζει συχνές διακυμάνσεις.
Στη Ρωσική Αυτοκρατορία σχεδόν δινόταν ένας ρόλος, είτε πρωταγωνιστικός είτε δευτερεύων, στο δράμα «Ελληνικός Αγώνας για Ανεξαρτησία». Για να οριστεί όμως, εδώ ένα τυπικό χρονολογικό πλαίσιο θα αναφερθούν κάποια γεγονότα τομές στη σχέση των δύο ομόθρησκων λαών. Ξεκινώντας, λοιπόν, από την πρώτη οργανωμένη προσπάθεια εφαρμογής μιας επιθυμίας που υπήρχε από τη στιγμή που έπεσε η Πόλη μέχρι την ιστορική ναυμαχία στο Ναυαρίνο, παρατηρείται αυτή ακριβώς η εναλλαγή ρόλων και στάσεων της βόρειας αυτοκρατορίας.
Η Οδησσός μπορεί σήμερα να αποτελεί την τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Ουκρανίας, όμως δύο αιώνες νωρίτερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1789, οι Ρωσικές δυνάμεις με επικεφαλής τον Ιβάν Γκούντοβιτς, την καταλαμβάνουν και τρία χρόνια αργότερα με τη συνθήκη του Ιάσιου, η περιοχή θα περάσει επίσημα κάτω από την κυριαρχία της Ρωσίας. Το 1814, λοιπόν, θα συναντηθούν εκεί ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ο Νικόλαος Σκουφάς και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο θα έχουν συμφωνήσει στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας που θα οργανώσει την Ελληνική Επανάσταση. Το ερώτημα που προκύπτει είναι το γιατί στην Οδησσό της Ρωσίας και όχι σε κάποια άλλη μεγάλη πόλη της Ευρώπης. Η απορία θα λυθεί εάν σκεφτούμε ότι στην Οδησσό ζούσαν πολλοί οικονομικά ισχυροί Έλληνες, καθώς επίσης ότι σίγουρα ενέπνεε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη για τη συγκρότηση μιας μυστικής οργάνωσης Ελλήνων από ότι η Αυστρία ή η Γαλλία.
Την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας καλείται λίγο αργότερα, το 1820, να αναλάβει ο Ιωάννης Καποδίστριας, αλλά η απάντησή του είναι αρνητική. Γι’ αυτό, καθήκοντα αρχηγού θα αναλάβει ο Πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης. Η επιφυλακτική στάση του Καποδίστρια προοικονομεί την καταδίκη από την Ιερή Συμμαχία στο Συνέδριο του Λάιμπαχ, το 1821, κάθε μεταρρύθμισης που προέρχεται από επαναστατικά κινήματα. Οι καταπιεσμένοι Έλληνες όμως, δε φαίνεται να επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από τις αποφάσεις της Συμμαχίας, αφού το ίδιο έτος ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση, στη Μολδοβλαχία το Φεβρουάριο και στην Πελοπόννησο το Μάρτιο.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν του ξεσπάσματος ήταν όλα φοβερά. Ένα όμως, στάθηκε η αφορμή που έφερε σε αντιπαράθεση τον Τσάρο με τον Καποδίστρια. Ο απαγχονισμός του πατριάρχη Γρηγόριου Ε’ και η σφαγή των χριστιανών που ακολούθησε, τον Απρίλιο του 1821. Οι προσπάθειες του Ιωάννη Καποδίστρια να εξηγήσει πως η Ρωσία μπορεί και πρέπει να αντιπαρατεθεί δυναμικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δε βρίσκουν σύμφωνο τον Τσάρο. Φαίνεται, λοιπόν, ξεκάθαρα ότι το ελληνικό ζήτημα κατά τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης αποτελούσε ένα από τα κεντρικά θέματα μέσα στο ρωσικό παλάτι, χωρίς όμως οι συζητήσεις γύρω από αυτό να μετουσιωθούν τελικά σε πράξεις.
Το θέμα λαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις όταν αρχίζουν να σημειώνονται οι πρώτες νίκες των Ελλήνων εναντίον του κατακτητή και όταν σταγόνες ιδρώτα αρχίζουν να πέφτουν από όσους στοιχημάτιζαν με βεβαιότητα ότι κάθε ελληνική προσπάθεια για ξεσηκωμό θα πνιγόταν απευθείας στο αίμα.
Τον Ιανουάριο του 1824, η Ρωσία υποβάλει ένα σχέδιο τριχοτόμησης της Επαναστατημένης Ελλάδας. Ο Τσάρος προτείνει να δημιουργηθούν τρία ξεχωριστά κράτη, φόρου υποτελή στο Σουλτάνο. Μια τρισυπόστατη αυτόνομη ηγεμονία υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Αυτό ήταν και το πρώτο πρακτικό σχέδιο της παραχώρησης στους Έλληνες πολύ περιορισμένης αυτονομίας, με πρότυπο τα παραδουνάβια πριγκιπάτα, τα οποία ενώθηκαν αργότερα σε ενιαίο κράτος. Προβλεπόταν η δημιουργία τριών ημιανεξάρτητων πριγκιπάτων στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην Κρήτη. Το σημαντικότερο βέβαια, ήταν ότι οι Έλληνες θα αποκτούσαν πλήρη αυτονομία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Μέριμνα είχε ληφθεί επίσης και για τα εσωτερικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων της θρησκευτικής ελευθερίας, της ελευθερίας του εμπορίου και της σημαίας του κράτους, καθώς και την ανάληψη όλων των κρατικών αξιωμάτων από Έλληνες. Αυτά τα σημαντικά στοιχεία, παρ’ όλες τις αντιδράσεις των άλλων δυνάμεων που ήθελαν να περιορίσουν και την αυτονομία και την επικράτεια του ελληνικού κράτους μόνο στην Πελοπόννησο, εντάχθηκαν σε όλες τις μετέπειτα συμφωνίες για το ελληνικό ζήτημα. Στο Ρωσοαγγλικό Πρωτόκολλο της Πετρούπολης υπέρ της αυτονομίας της Ελλάδας το 1826, στη Συνθήκη του Λονδίνου το 1827 και στη Συνθήκη της Αδριανούπολης το 1829. Η τελευταία, μάλιστα, επισφράγισε τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, που υπήρξε το πρώτο στα Βαλκάνια. Το αρχικό σχέδιο της τριχοτόμησης όμως, δε βρήκε σύμφωνη την Αγγλία και δεν τέθηκε σε εφαρμογή.
Από τον Ιανουάριο του 1824, όμως, και μέσα σε μια τετραετία ανατρέπονται όλα. Η αρνητική στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι σε μια ανεξάρτητη Ελλάδα εξισώνεται με τα πολλά θετικά πρόσημα του ολοένα αναπτυσσόμενου φιλελληνισμού και καταλήγει να συμβάλλει τα μέγιστα σε μια από τις πιο καθοριστικές ναυμαχίες του Αγώνα. Αντίθετα, το «ψυχρό» κλίμα του βορά είχε παγώσει τις σχέσεις τη Ρωσίας απέναντι στη μικρή ομόδοξη Ελλάδα.
Οι κανονιοβολισμοί στο Ναυαρίνο άρχισαν να ηχούν στις 20 Οκτωβρίου 1827. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία έστειλαν αμέσως δυνάμεις να ενισχύσουν τους Έλληνες αγωνιστές. Η Ρωσία, σιγουρεύτηκε αρχικά ότι η Ελλάδα, όπως όλα έδειχναν, θα γίνει ανεξάρτητο κράτος, και έπειτα έστειλε δικό της, μικρότερο βέβαια από τις δύο άλλες Δυνάμεις, αριθμό πλοίων στην Πελοπόννησο. Η μεγάλη ναυμαχία έληξε με τη συμμαχική βρετανική, γαλλική και ρωσική ναυτική δύναμη να καταστρέφουν τον ενωμένο στόλο των Αιγυπτίων και των Οθωμανών.
Η νίκη στον κόλπο του Ναυαρίνο ήταν μια νίκη λαών, όπως ειπώθηκε και γράφτηκε από πολλούς. Ο λαός κέρδισε στο πείσμα των αποφάσεων των πολιτικών ηγεσιών. Η Ρωσία αποδείχθηκε μια δύναμη όπως όλες οι άλλες. Προσέφερε τη βοήθειά της όποτε τις το επέτρεπαν οι συνθήκες, θέτοντας σε προτεραιότητα, όπως κάθε αληθινό εθνικό κράτος, τα δικά της συμφέροντα. Τη σχέση μας με την ομόδοξη δύναμη του ψυχρού βορά, μόνο η κοινή μας πίστη την κρατούσε και θα την κρατάει ζεστή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Δ. Φωτιάδης (1977) Η Επανάσταση του 21 Τόμος Β΄. Αθήνα: Εκδ. Βότση
- Σ. Τρικούπη (1978) Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Τόμος 1ος Αθήνα: Εκδ. οίκος Χρ. Γιοβάνη
- Α. Ε. Βακαλόπουλος (1982) Ιστορία του νέου ελληνισμού Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση Τόμος 5ος. Θεσσαλονίκη: Τυπ. Σ. και Ι Σφακιανάκη
- Χ. Αγριαντώνη Το Ευρωπαϊκό πλαίσιο της Ελληνικής Επανάστασης. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 25 Μαρτίου 2013