15.9 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΕΔΔΑ, X κ.λπ. κατά Βουλγαρίας (απόφαση της 2.2.2021): Έρευνα γύρω από τις...

ΕΔΔΑ, X κ.λπ. κατά Βουλγαρίας (απόφαση της 2.2.2021): Έρευνα γύρω από τις διαδικαστικές προεκτάσεις του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ


Του Πέτρου – Ορέστη Κατσούλα,

To άρθρο 3 της Ευρωπαικής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου θέτει έναν βασικό αριθμό θετικών υποχρεώσεων στα κράτη-μέλη, με σκοπό την αποτελεσματική προστασία, την πρόληψη αλλά και την αποτροπή πράξεων οι οποίες αντίκεινται στο περιεχόμενο της Σύμβασης. H νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έχει επεκτείνει την υποχρέωση λήψης θετικών μέτρων σε ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων, όπως για παράδειγμα την εξασφάλισιση αξιοπρεπούς διαβίωσης σε άτομα και ομάδες που ζουν εντός της επικράτειας ενός κράτους-μέλους [1]. Πράγματι, ο υπερπληθυσμός σε κέντρα κράτησης, η μη αποτελεσματική προστασία ή η αμελής φροντίδα  ορφανών ή απροστάτευτων ανηλίκων που βρίσκονται σε κοινωνικές δομές [2] έχουν αποτελέσει ισχυρές αφορμές για την επέκταση της νομολογίας του ΕΔΔΑ.

Η σημασία της προστασίας από βασανιστήρια ή από εξευτελιστική μεταχείριση του ατόμου, επιταγή που αποτελεί τον πυρήνα του σεβασμού στην ανθρώπινη αξία, αλλά και θεμελιώδη πτυχή ενός γνήσιου δημοκρατικού πολιτεύματος, ανέδειξε την επιτακτική ανάγκη διασφάλισης ενός αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος, το οποίο αφενός θα επιτρέπει την ουσιαστική έρευνα συμπεριοφορών που θίγουν το περιεχόμενο του άρθρου 3 της Σύμβασης, και αφετέρου θα καθιστά ευχερή την δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη, προκειμένου να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη διαδικαστική και ουσιαστική προστασία. Υπό την έννοια αυτή, τα κράτη-μέλη υποχρεόυνται να λαμβάνουν τα αναγκαία μετρα για την ουσιαστική ποινικοποίηση του βιασμού ή της άσκησης βίας που ασκείται μεταξύ ιδιωτών [3].

Πράγματι, στην υπόθεση Assenov κ.λπ. κατά Βουλγαρίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι όταν ένα άτομο εγείρει ισχυρισμό περί σοβαρής κακομεταχείρισης του από την αστυνομία ή άλλους κρατικούς φορείς, η οποία αντιβαίνει το προστατευτικό πλαίσιο του άρθρου 3, οι διοικητικές και δικαστικές αρχές οφείλουν να διεξάγουν επίσημη αποτελεσματική έρευνα για τη διακρίβωση των περιστατικών αυτών. Η συγκεκριμένη υποχρέωση καθίσταται ουσιώδης, αφού η μη εγκαθίδρυση ενός αποτελεσματικού μηχανισμού διερεύνησης και καταστολής πρακτικών που συνιστούν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση θα καθιστούσε την προστασία της Σύμβασης αναποτελεσματική στην πράξη, μέσα από τη δημιουργία «νησίδων ατιμωρησίας», με αποτέλσμα κρατικά όργανα να προβαίνουν σε μία ουσιαστική ευθεία παράβαση της σύμβασης. κατάχρηση των δικαιωμάτων αυτών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους με εικονική ατιμωρησία.

Προοδευτικά, το Δικαστήριο διεύρυνε την υποχρέωση αυτή, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των ατόμων που δεν υπάγονται από οποιαδήποτε πηγή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, είτε πρόκειται για δημόσια όργανα, είτε για ιδιώτες.  Σε μία ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα υπόθεση που μαρτυρά αυτήν την εξελικτική επέκταση του συλλογισμού του Δικαστηρίου και η οποία αφορούσε περιστατικό άγριου ξυλοδαρμού ενός νεαρού αγοριού από τον πατριό του, κρίθηκε ότι η δυνατότητα νόμιμης επίκλησης από τον φερόμενο ως θύτη-φορέα της επιμέλειας του τέκνου του δικαιώματος του σωφρονισμού και η συνεπαγόμενη αθώωση του πρώτου, παραβίσαν την υποχρέωση λήψης μέτρων και ισοδυναμούσαν με αποτυχία διαμόρφωσης ενός νομικού συστήματος προάσπισης από απαγορευμένη μεταχείριση.

Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί από το Δικαστήριο στην προστασία ευάλωτων ομάδων, όπως παιδιών, ηλικιωμένων, ή γενικότερα προσώπων που τίθενται από τη θέση τους σε καθεστώς εξάρτησης, φροντίδας και προστασίας με κάποιον κρατικό ή μη φορέα. Η υποχρέωση επιμέλειας και προστασίας μπορεί είτε να δημιουργείται αφ’ης στιγμής γεννάται αυτή η σχέση, είτε μεταγενέστερα, όταν για παράδειγμα οι τοπικές αρχές αδιαφορούν να επέμβουν, προκειμένου να προασπίσουν την έκθεση των θυμάτων σε ένα καθεστώς έντονης βίας ή εξευτελιστικής συμπεριφοράς. Πράγματι, στην υπόθεση Z κ.α. κατά Ηνωμένου Βασιλείου [4], το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι τοπικές αρχές ήταν υποχρεωμένες να απομακρύνουν άμεσα από το σπίτι και να λάβουν υπό την προστασία τους τέσσερις κακοποιηθέντες από τον πατέρα τους ανήλικους, οι οποίοι είχαν υποστεί συστηματική βία και παραμέληση. Σε υπόθεση που αφορούσε πράξεις που προσβάλλουν τη γενετήσια αξιοπρέπεια ανηλίκων στο σχολικό χώρο, το ΕΔΔΑ αναγνώρισε την ευθύνη της Ιρλανδίας εξαιτίας την παροχής ενός είδους προστασίας στα άτομα που προέβησαν στις ασελγείς ενέργειες [5].

Πηγή εικόνας: tovima.gr

Πλαίσιο υπόθεσης

Η εξεταζόμενη υπόθεση αφορούσε καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση τριών παιδιών σε ορφανοτροφείο της Βουλγαρίας πριν από την υιοθεσία τους από ζευγάρι Ιταλών. Οι προσφεύγοντες, ένα αγόρι και οι δύο αδερφές του, λόγω της μικρής ηλικίας τους και της κατάστασής τους ως παιδιών χωρίς γονική μέριμνα, είχαν τοποθετηθεί από τις βουλγαρικές αρχές σε ίδρυμα. Η διαδικασία κινήθηκε από τους θετούς γονείς, οι οποίοι, αφού διαπίστωσαν σημάδια σεξουαλικής κακοποίησης στους ανήλικους, ενημέρωσαν τις ιταλικές αρχές, ενώ συγχρόνως μεσολάβησε η εξέταση των παιδιών από ειδικούς ψυχολόγους, οι οποίοι συνέταξαν σχετικό πόρισμα που επιβεβαίωνε τις υποψίες των γονέων.

Ταυτόχρονα, ο θετός πατέρας έθεσε το ζήτημα σε μία ειδική αρχή για την προστασία των παιδιών, η οποία ανέλαβε να διαβιβάσει το ζήτημα στις ιταλικές εισαγγελικές αρχές, αλλά και να προβεί σε ενημέρωση της Ιταλικής Επιτροπής Υιοθεσίας Διακρατικών Χωρών (CAI), του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Βουλγαρίας, αλλά και της βουλγαρικής κρατικής υπηρεσίας προστασίας του παιδιού (SACP). Παρά την κίνηση της έρευνας από τις βουλγαρικές εισαγγελικές αρχές, η υπόθεση αρχειοθετήθηκε με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχαν οι αναγκαίες αποδείξεις για την τέλεση των προβαλλόμενων πράξεων.

Οι προσφέυγοντες προχώρησαν στην πρόσφυγη ενώπιον του ΕΔΔΑ, επικαλούμενοι παραβίαση των άρθρων 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), 6 (δικαίωμα ακρόασης), 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής επανόρθωσης) της ΕΣΔΑ, ισχυρίζόμενοι ότι είχαν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση στο ορφανοτροφείο στη Βουλγαρία, ότι οι βουλγαρικές αρχές είχαν αποτύχει στις υποχρεώσεις τους να τους προστατεύουν από τέτοια μεταχείριση και να διεξάγουν έρευνα.

Το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει αυτές τις καταγγελίες υπό το πρίσμα του άρθρου 3 της Σύμβασης, παρατηρώντας ότι λόγω της νεαρής τους ηλικίας αλλά και της ιδιαίτερα ευάλωτης θέσης των προσφευγόντων, το ενδεχόμενο να έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση εμφανίζει ιδιαίτερα σοβαρό χαρακτήρα και εμπίπτει στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 3.

Το βασικό ερώτημα που τέθηκε ήταν αν πράγματι οι βουλγαρικές αρχές είχαν παραβιάσει τις  θετικές υποχρεώσεις που απορρέουν από το πεδίο προστασίας του άρθρου 3. Ως προς το ουσιαστικό σκέλος, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εγχώριες έρευνες δεν επιβεβαίωσαν ότι ο διευθυντής του ορφανοτροφείου, ή άλλο μέλος του προσωπικού ή οποιαδήποτε άλλη αρχή είχε γνώση της κακοποίησης που ισχυρίστηκαν οι προσφεύγοντες. Σύμφωνα με τις εκθέσεις, η ιατρική πραγματογνωμοσύνη, η οποία πραγματοποιούταν συστηματικά στο χώρο του ορφανοτροφείου δεν είχε καταδείξει σημάδια ή υπόνοιες κακοποίησης. Ελλείψει αποδείξεων που να επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό που ο πρώτος προσφεύγων είχε αναφέρει στον διευθυντή, ότι είχε υποστεί κακοποίηση, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι δεν συντρέχει παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους της ΕΣΔΑ, με το σκεπτικό ότι δεν συγκεντρώθηκαν επαρκείς πληροφορίες που να τεκμηριώνουν ότι  οι βουλγαρικές αρχές γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν ότι υπήρχε ένας πραγματικός και άμεσος κίνδυνος για τους προσφεύγοντες να υποστούν κακομεταχείριση, ώστε να έχουν υποχρέωση λήψης προληπτικών μέτρων για την προστασία τους από έναν τέτοιο κίνδυνο.

Ο ισχυρισμός αυτός του Δικαστηρίου ενισχύθηκε και από το ποινικό πλαίσιο στη Βουλγαρία, στην οποία προβλέπονται η ποινικοποίηση της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων ακόμη και χωρίς άσκηση βίας, ενώ ταυτόχρονα επιφυλάσσονται βαρύτερες ποινές για συγκεκριμένα αδικήματα, όπως η έκθεση των ανηλίκων σε σεξουαλικές πράξεις ή η διανομή παιδικής πορνογραφίας. Για τους δικαστές του Στρασβούργου, οι εν λόγω διατάξεις φάνηκαν ικανές να διασφαλίσουν ένα επαρκές δίχτυ προστασίας απέναντι σε πράξεις όπως αυτές που κατήγγειλαν οι προσφεύγοντες, σε συνδυασμό με την ύπαρξη ορισμένων στοιχειωδών μηχανισμών διερεύνησης, όπως το SACP, το οποίο είχε ως κύριο στόχο την πραγματοποίηση επιθεωρήσεων τέτοιων εγκαταστάσεων και τη δυνατότητα λήψης των κατάλληλων μέτρων.

Πηγή εικόνας: Karfitsa.gr

Παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3: Υποχρέωση για διενέργεια αποτελεσματικής έρευνας των ισχυρισμών των προσφευγόντων

Παρά την ύπαρξη ενός επαρκούς, εκ πρώτης όψεως, νομικού πλαισίου, το Δικαστήριο διαπίστωσε σημαντική αμέλεια από πλευράς των βουλγαρικών αρχών να οργανώσουν μία συνεκτική διερευνητική διαδικασία, ικανή να οδηγήσει στην πραγματική και συστηματική πρόληψη και καταστολή πρακτικών ασύμβατων με το περιεχόμενο του άρθρου 3.

Συγκεκριμένα, οι δικαστές του Στρασβούργου σημείωσαν ότι το αποδεικτικό υλικό, το οποίο συγκεντρώθηκε από τις ιταλικές εισαγγελικές αρχές ήταν όχι μόνο αξιόπιστο, αλλά περιείχε ακριβείς λεπτομέρειες και οδηγούσε σε ταυτοποίηση συγκεκριμένων άτομων ως δραστών της φερόμενης κακοποίησης. Το υλικό αυτό κατέστη σε σύντομο χρονικό διάστημα διαθέσιμο από τις βουλγαρικές αρχές στο πλαίσιο των διαφόρων αιτημάτων για την κίνηση ποινικής διαδικασίας, που υπέβαλλε ο εισαγγελέας του Μιλάνου μέσω διπλωματικών οδών και αργότερα από το ιταλικό Υπουργείο Δικαιοσύνης. Παρά τις όποιες επουσιώδεις αντιφάσεις που παρατηρούνται  στις μαρτυρικές καταθέσεις, ο φάκελος δικογραφίας ήταν σε θέση να παράσχει τουλάχιστον επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης και την περαιτέρω διακρίβωση της αλήθειας των ισχυρισμών. Συνεπώς, το επιχείρημα των βουλγαρικών αρχών περί αμφιβολίας των προβαλλόμενων ισχυρισμών σε συνδυασμό με την πολύ σύντομη αρχειοθέτηση της υπόθεσης δεν ήταν πειστικό για το ΕΔΔΑ, καθώς εναπόκειτο σε αυτές να διευκρινίσουν τα γεγονότα, ζητώντας ακρόαση των προσφευγόντων και των γονέων τους.

Παρά την ιδιαίτερα ευάλωτη θέση των θυμάτων και των επιπτώσεων που θα μπορούσε να έχει μία εμπλοκή τους σε ανακριτική διαδικασία, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι κατ’ ελάχιστον οι βουλγαρικές αρχές θα έπρεπε να είχαν εξετάσει έστω την πιθανότητα ανάγκης να ζητηθεί μία τέτοια εξέταση. Αντιθέτως, το εισαγγελικό πόρισμα δεν περιείχε καμία μνεία ως προς αυτό, η δε λήψη μαρτυρικής κατάθεσης από τα φερόμενα θύματα αποκρούστηκε κυρίως λόγω της μόνιμης εγκατάστασής τους εκτός Βουλγαρίας. Η ίδια απουσία ουσιαστικής διερεύνησης και προσπάθειας συλλογής αποδεικτικού υλικού κατεδείχθη και από την άρνηση αναζήτησης του ηχογραφημένου υλικού, το οποίο είχε συγκεκτρωθεί από τις ιταλικές αρχές. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει σε αυτό το σημείο στο σκεπτικό του Δικαστήριου, το οποίο τόνισε ότι σε διεθνικές υποθέσεις, η διαδικαστική υποχρέωση διερεύνησης μπορεί να συνεπάγεται υποχρέωση επιδίωξης συνεργασίας άλλων κρατών για τους σκοπούς της έρευνας και της δίωξης.

Το Δικαστήριο επεσήμανε ακόμη ότι υπήρχε ιδιαίτερη ανάγκη ενδελεχούς έρευνας [6], προκειμένου να διακριβωθεί αν διέτρεχαν κίνδυνο ή αν είχαν υποστεί κακοποίηση και άλλα παιδιά-τρόφιμοι του συγκεκριμένου ορφανοτροφείου. Μάλιστα, όπως τονίστηκε, οι υποχρεώσεις αυτές καθίσταντο ακόμη πιο επιτακτικές, λόγω της φύσης και της σοβαρότητας και της ευάλωτης θέσης των ανηλίκων, ώστε να προβλεφθούν ισχυρά  μέτρα έρευνας, όπως ορίζεται και σττην Σύμβαση Lanzarote [7].

Αυτό που καταλογίστηκε στη Βουλγαρία δεν ήταν η μη επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος, αλλα η απουσία ενός αποτελεσματικού και συνεκτικού μηχανισμού έρευνας, η οποία να προβαίνει σε όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των θυμάτων και τη διαλεύκανση περιπτώσεων εξευτελιστικής, βίαιης ή κακοποιητικής πρακτικής. Το ΕΔΔΑ θεώρησε, αντιθέτως, ότι ο συνολικός χειρισμός της υπόθεσης κατέδειξε δομικές ελλείψεις που ήταν πιθανό να επηρεάσουν την αποτελεσματικότητα της έρευνας και ολιγωρία στη συλλογή και αξιοποίηση του αποδεικτικού υλικού.


Πηγές – Παραπομπές
  • Burgorgue-Larsen, La Convention européenne des droits de l’homme, Paris, LGDJ, 2019
  • Cabrillac,Libertés et droits fondamentaux,Paris, Dalloz, 2020
  • Gonin κ.α., Convention européenne des droits de l’homme (CEDH) : commentaire des articles 1 à 18 CEDH, Berne Paris : Stämpfli Editions LexisNexis, 2018
  • Π. Νάσκου-Περράκη, Δικαιώματα του Ανθρώπου,Αθήνα, Σάκκουλας, 2η έκδ., 2019
  • Λ.-Α. Σισιλιάνος, Ευρωπαϊκη Συμβαση Δικαιωματων του Ανθρωπου.Ερμηνεία κατ’άρθρο, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2η έκδοση, 2017

[1] M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας.

[2] Ζ κ.α. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 10ης Μαϊου 2001.

[3] M.C. κατά Βουλγαρίας, απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2003.

[4] Υπόθεση της 10ης Μαίου 2001.

[5] OKeeffe κατά Ιρλανδίας, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2014.

[6]  Όπως κατεεπανάληψη έχει τονίσει το Δικαστήριο, η απουσία ή η πληεμμλής διενέργεια των απαραίτητων ιατρικών, ψυχιατρικών εξετάσεων ή η μη διάταξη της αναγκαίας πραγματογνωμοσύνης αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για την μη τήρηση των υποχρεώσεων της Σύμβασης, όπως πηγάζουν από το άρθρο 3. Βλ. Akkoç κατά Τουρκίας,  Labita κατά Ιταλίας, Donnelly κ.α. κατά Ηνωμένου Βασιλείου

[7] Μεταξύ άλλων η παρακολούθηση της περιμέτρου του ορφανοτροφείου, η τηλεφωνική παρακολούθηση ή άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών και ηλεκτρονικών μηνυμάτωνκαθώς και η χρήση μυστικών πρακτόρων.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Είναι υποψήφιος διδάκτωρ συγκριτικού, δημοσίου και ευρωπαϊκού δικαίου (Πανεπιστήμιο Paris II Panthéon-Assas). Πτυχιούχος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο Δημόσιο Δίκαιο του Πανεπιστημίου Paris II Panthéon-Assas, με ισχυρή βάση στο ευρωπαϊκό δίκαιο, το δημόσιο δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φέρει δικηγορική εμπειρία σε αντικείμενα δημοσίου δικαίου αλλά και πολιτικής και διοικητικής δικονομίας, από άσκηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Κατά το παρελθόν είχε ενεργή συμμετοχή στην ELSA ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, συμμετοχή σε προσομοιώσεις οργανισμών και πρακτική άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών.