Της Μαρίας Καλαμπόκα,
Η χρονιά του 1956 αποτέλεσε σημείο καμπής κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Με την άνοδο του Νικίτα Χρουστσόφ στην εξουσία, εξαγγέλθηκε η «αποσταλινοποίηση» του κράτους. Στην προκειμένη περίπτωση επέρχονταν δραματική αλλαγή, διότι η νέα ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης ήθελε να απομακρυνθεί από την κυνική προσωπικότητα του προηγούμενου ηγέτη, ο οποίος είχε κατορθώσει να αναπτύξει τη σοβιετική ισχύ και να μετατρέψει τη χώρα σε υπερδύναμη προχωρώντας συστηματικά σε εξάρσεις βίας. Ουσιαστικά, η αποσταλινοποίηση είχε ως κύριο στόχο τη διασφάλιση των μελών του κομμουνιστικού κόμματος, ότι δε θα έπεφταν ξανά ως θύματα εκκαθαρίσεων, όπως συνέβη την εποχή του Στάλιν. Η ιδέα δεν αφορούσε τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, τουναντίον για μια εναλλακτική οργάνωση του κομμουνιστικού συστήματος για την ασφάλεια των ηγετών.
Όπως συχνά είθισται, στη χαλάρωση ενός αυταρχικού καθεστώτος, είναι πιο πιθανή η εξέγερση εις βάρος του, απτό παράδειγμα δύναται να αναφερθεί η Ανατολική Ευρώπη. Το καλοκαίρι του 1956 σημειώθηκαν συγκρούσεις στην Πολωνία, οι οποίες τερματίστηκαν σύντομα, θέτοντας την κατάσταση υπό έλεγχο. Στην Ουγγαρία όμως, τα πράγματα πήραν διαφορετική τροπή, καθώς τον Οκτώβριο του 1956 τα αιτήματα για πολιτικές αλλαγές ήταν έντονα. Παρόλα αυτά, οι Σοβιετικοί σε μια προσπάθεια να ελέγξουν την κατάσταση απέστειλαν στρατιωτικές δυνάμεις διορίζοντας ως πρωθυπουργό τον Ίμρε Νάγκυ. Ο ίδιος συγκρότησε κυβέρνηση με τη συμμετοχή κομμουνιστών πολιτικών ή μη, ζητώντας επισήμως την αποχώρηση των Σοβιετικών που ήδη συγκρούονταν με τους διαδηλωτές. Οι Σοβιετικοί αποφάσισαν να αποχωρήσουν μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου. Ο Νάγκυ στη συνέχεια ανακοίνωσε τη συγκρότηση πολυκομματικού κόμματος και την αποχώρηση της Ουγγαρίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Μια τέτοια κίνηση δεν ήταν αποδεκτή από τη σοβιετική πλευρά, με αποτέλεσμα να εισβάλλει για ακόμη μια φορά στην Ουγγαρία, θεσπίζοντας φιλοσοβιετική κυβέρνηση. Φυσικά, μια τέτοια επιχείρηση είχε πολλά θύματα και το 1958, ο Νάγκυ συνελήφθη και εκτελέστηκε.
Από την άλλη πλευρά, η Αμερική παρατηρώντας τις συγκρούσεις στην Ανατολική Ευρώπη, δεν εκμεταλλεύθηκε την ταραχώδη κατάσταση. Υπήρχαν τρεις σημαντικοί λόγοι: πρώτον, το Νοέμβριο του 1956, διεξάγονταν προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ με τον πρόεδρο Αϊζενχάουερ να δηλώνει στην εκστρατεία του τη θέση του υπέρ της διεθνούς ειρήνης. Δεύτερον, η κυβέρνηση Αϊζενχάουερ δεν επιθυμούσε να παρέμβει στον «πυρήνα» των σοβιετικών στρατηγικών συμφερόντων, επειδή μια τέτοια τακτική θα οδηγούσε σε σύρραξη. Τρίτον, ενώ οι Σοβιετικοί αντιμετώπιζαν προβλήματα στο εσωτερικό τους, οι Αμερικανοί είχαν στραμμένο το βλέμμα τους στον πόλεμο του Σουέζ. Επρόκειτο για ζήτημα υψίστης σημασίας, από τη στιγμή που οι Βρετανοί και οι Γάλλοι αγνοούσαν τις αμερικανικές υποδείξεις σχετικά με το Μεσανατολικό ζήτημα. Επομένως, μια τέτοια «ανυπακοή» δεν γινόταν να αγνοηθεί.
Η Μέση Ανατολή υπήρξε το νέο πεδίο αντιπαράθεσης στο Ψυχρό Πόλεμο, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Αραβοϊσραηλινή διένεξη, αραβικός εθνικισμός και η δυσπιστία των Αράβων προς τη βρετανική πολιτική, ήταν τα βασικά στοιχεία που ενίσχυαν το συγκρουσιακό περιβάλλον. Όταν ο Νάσερ, ανήγγειλε την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ το 1956, η Βρετανία διαφώνησε, ως εκ τούτου η Γαλλία πίστευε ότι ο Νάσερ συνέβαλλε στην αντιγαλλική εξέγερση στην Αλγερία. Η Αμερική από τη δική της πλευρά, είχε καταστήσει σαφές ότι δεν επιδίωκαν έκρηξη πολέμου στην περιοχή, διακατεχόμενη από πνεύμα δυσπιστίας απέναντι από τις παλαιές αποικιοκρατικές δυνάμεις. Το τρίπτυχο συνεργασίας Αγγλία-Γαλλία-Ισραήλ εξαπέλυσαν επίθεση εις βάρος της Αιγύπτου, ύστερα από μυστική συνεννόηση μεταξύ τους, αγνοώντας τις αμερικανικές προειδοποιήσεις, το γεγονός αυτό συνέπεσε με τη σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία.
Ένεκα της διένεξης αυτής, η εκστρατεία του Αμερικανού προέδρου τέθηκε στο στόχαστρο, ταυτόχρονα η Μόσχα εκμεταλλευόμενη την έκρυθμη κατάσταση στο Σουέζ, τάχθηκε υπέρ των Αράβων απειλώντας τις αγγλογαλλικές δυνάμεις με πυρηνικά αντίποινα. Σε αυτό το σημείο, η αμερικανική παρέμβαση λειτούργησε καταλυτικά. Η Αμερική προχώρησε σε οικονομική πίεση πωλώντας μαζικά βρετανικά ομόλογα, παραλύοντας τη βρετανική οικονομία εν μία νυκτί. Οι Αγγλογαλλικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από την Αίγυπτο.
Οι κρίσεις της Ουγγαρίας και του Σουέζ επέφεραν ουσιώδεις επιπτώσεις. Εκτός του γεγονότος ότι διεξήχθησαν την ίδια περίοδο, αποτέλεσαν απειλή για την παγκόσμια ειρήνη, αποδεικνύοντας συνάμα ότι οι δύο υπερδυνάμεις δε σκόπευαν να υπερβούν τα όρια. Φυσικά και διατυπώθηκαν απειλές, αλλά δεν υπήρξε παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις του αντίπαλου συνασπισμού. Αξίζει να τονισθεί, ότι η σοβιετική παρέμβαση στην κρίση του Σουέζ δεν αφορούσε την Αμερική, αλλά τις δύο συγκεκριμένες δυνάμεις: Αγγλία και Γαλλία. Επιπροσθέτως, οι δύο αυτές κρίσεις είναι απόδειξη αμφισβήτησης της απόλυτης κυριαρχίας της ΕΣΣΔ από την πλευρά της Ουγγαρίας και των ΗΠΑ από την αγγλογαλλική συνεργασία στην Αίγυπτο. Το αποτέλεσμα είναι η επιβεβαίωση της κυριαρχίας του δίπολου ΗΠΑ-ΕΣΣΔ. Η ουγγρική καταστολή πραγματοποιήθηκε με τη χρήση όπλων και η Αγγλία με τη Γαλλία ταπεινώθηκαν οικονομικά. Βάσει της κρίσης του Σουέζ, επιβεβαιώθηκε διεθνώς η παρακμή των δύο Μεγάλων Δυνάμεων, επισπεύδοντας την ανεξαρτητοποίηση των παλαιών αποικιών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Χατζηβασιλείου, Ε. (2017). Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη
- Divine, R. (1981). Eisenhower and the Cold War. New York-Oxford
- McCauley, M. (1995). The Khrushchev Era, 1953-1964. London.
- McCauley, B, (1981). Hungary and Suez, 1956. Journal of Contemporary History.