12.6 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΠόσο ελεύθερη είναι η τέχνη;

Πόσο ελεύθερη είναι η τέχνη;


Της Παναγιώτας Προβατά,

Πρόσφατα μας απασχόλησε ιδιαίτερα και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων τόσο στον καλλιτεχνικό χώρο, όσο και στον ευρύτερο πληθυσμό, το νομοσχέδιο που εισήχθη στη Βουλή την Πέμπτη στις 11 Φεβρουαρίου προς ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας για την παροχή υπηρεσιών στον οπτικοακουστικό τομέα. Συγκεκριμένα, εκφράστηκε έντονη διαμαρτυρία και ζητήθηκε η απόσυρση του νομοσχεδίου, καθώς το άρθρο 8 αυτού εμπλουτίζει και εν δυνάμει διευρύνει τα άρθρα 187Α και 187Β του Ποινικού μας Κώδικα, που αναφέρονται αντίστοιχα στις τρομοκρατικές πράξεις και στην αξιόποινη υποστήριξη τους, θέτοντας στο πεδίο εφαρμογής τους και απαγορεύοντας οποιοδήποτε υλικό που ανεβαίνει στο διαδίκτυο από δημιουργό – καλλιτέχνη ή ακόμα και από οποιοδήποτε χρήστη «να εμπεριέχει υποκίνηση σε βία ή μίσος & δημόσια πρόσκληση σε τρομοκρατικό έγκλημα». Συγκεκριμένα το άρθρο 8 του νομοσχεδίου αναφέρει: «Οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν πρέπει:

α) να εμπεριέχουν υποκίνηση σε βία ή μίσος εναντίον ομάδας ανθρώπων ή μέλους ομάδας, ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής, ιθαγένειας ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού,

β) να εμπεριέχουν δημόσια πρόκληση σε τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος, σύμφωνα με τα άρθρα 187Α ΠΚ, 187Β ΠΚ και 32 έως 35 του ν. 4689/2020 (Α΄103).»

Πηγή εικόνες: Net.xekinima.org

Όπως ανέφερε μάλιστα ο Θεόδωρος Λιβάνιος, οι πάροχοι περιεχομένου επιβάλλεται να αποκλείουν περιεχόμενο που αφορά σε μη αποδεκτές για μία δημοκρατική κοινωνία συμπεριφορές, όπως είναι ο ρατσισμός, η μισαλλοδοξία, ο βίαιος λόγος και η προτροπή σε τρομοκρατικές ενέργειες, ενώ ταυτόχρονα οι πάροχοι είναι αυτοί που θα πρέπει να καταβάλλουν το διοικητικό πρόστιμο σε περίπτωση μη συμμόρφωσης και όχι οι καλλιτέχνες. Ωστόσο το μεγαλύτερο πρόβλημα δημιουργείται με την παράγραφο β του άρθρου 8, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε εν δυνάμει μπορεί να διευρύνει, τα άρθρα 187Α και 187Β  του Ποινικού Κώδικα και ιδιαίτερα, το εδάφιο 6(«Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου απειλεί με τέλεση τρομοκρατικής πράξης ή προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξή της και έτσι εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη τιμωρείται με φυλάκιση») του άρθρου 187Α, αφού τα συγκεκριμένα άρθρα θα εφαρμόζονται πλέον και για τα έργα πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Οι λόγοι πρόκλησης διαμαρτυριών είναι λοιπόν εύλογοι, αν αναλογιστεί κανείς την ασάφεια και το ευρύ πεδίο ερμηνείας που καταλείπει ο νόμος ως προς το ποιο τραγούδι, βιβλίο ή οποιαδήποτε άλλη καλλιτεχνική δημιουργία μπορεί να θεωρηθεί κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, να υποκινήσει σε εκδήλωση μίσους ή σε σύσταση τρομοκρατικής οργάνωση. Με το κενό και την ασάφεια που δημιουργείται εύκολα μπορεί να γίνει κατάχρηση εξουσίας, προς όφελος των κυβερνώντων, διώκοντας καλλιτέχνες και απαγορεύοντας τραγούδια και έργα «ανατρεπτικά», τα οποία απλώς ασκούν κριτική για την εκάστοτε κοινωνικοπολιτική κατάσταση και προφανώς ουδέποτε θα μπορούσαν να εννοηθούν ως κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Αν όλα αυτά συνδυαστούν με το γεγονός ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που έχει ήδη εφαρμοστεί αυτός ο νόμος, όπως στην Ισπανία και στη Γερμανία, έχουν διωχθεί και φυλακιστεί καλλιτέχνες που άσκησαν κριτική στην πολιτική με τα έργα τους, η έντονη αντίδραση και ο φόβος και οι υπόνοιες για φίμωση πολλών καλλιτεχνών είναι κάτι παραπάνω από δικαιολογημένες.

Αύτη η σύγκρουση τέχνης–δικαίου ωστόσο δεν είναι πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα, αλλά ούτε και για τα παγκόσμια καθώς η τέχνη και η ελευθερία του λόγου είναι από τα πρώτα δικαιώματα που προσπαθεί να καταστείλει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς προκειμένου να αποτρέψει την αφύπνιση και να «εξοντώσει» τυχόν αντιφρονούντες. Μάλιστα σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, η καλλιτεχνική δημιουργία τίθεται στην υπηρεσία της ιδεολογίας, στρατεύεται προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της εξουσίας. Ένα παράδειγμα για την Ελλάδα προέρχεται από τα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας και του Εμφυλίου, όταν όχι μόνο η παραγωγή, αλλά και το άκουσμα «ανατρεπτικών» τραγουδιών μπορούσε να επισύρει ποινικές κυρώσεις. Έτσι, παρουσιάστηκε το φαινόμενο του διωγμού των ρεμπέτικων τραγουδιών, με στόχο τη φίμωσή τους. Στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, συγκεκριμένα το 1950, απαγορεύτηκαν περίπου 24 τραγούδια!

Για να κατανοήσουμε πότε και χάριν ποιων δικαιωμάτων περιορίζεται η τέχνη είναι αναγκαίο πρώτα από όλα να εξετάσουμε το εύρος συνταγματικής προστασίας της και να ορίσουμε στη συνέχεια τι είναι τέχνη ώστε να καταλάβουμε αν ένα οποιαδήποτε έργο θα μπορούσε να ενταχθεί στη σφαίρα προστασίας του άρθρου 16 του Συντάγματος. Το άρθρο 16 παράγραφος 1 του Συντάγματος ορίζει: «Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες· η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα.» Έχουν υπάρξει άπειρες προσπάθειες για να οριστεί η τέχνη, αλλά το ζήτημα ορισμού δεν είναι καθόλου εύκολο ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι η τέχνη δεν είναι απαραιτήτως κάτι χειροπιαστό, αλλά κινείται στα όρια του πνευματικού κόσμου και δεν μπορεί να ελεγχθεί μόνο μέσω της λογικής. Αν ληφθεί υπόψη ότι η τέχνη είναι ελεύθερη, είναι δηλαδή ένα ανεπιφύλακτο συνταγματικό δικαίωμα που κατ’ αρχήν δεν μπορεί να περιοριστεί από κάποιο άλλο δικαίωμα, τότε φαντάζει πλέον κατάλληλος ένας ιδιαίτερα ευρύς και γενικός ορισμός, ώστε να προσαρμόζεται στις εκάστοτε κοινωνικοηθικές αντιλήψεις περί την έννοια της τέχνης και να καταλείπεται η ευχέρεια στον εφαρμοστή του δικαιού να αποφασίσει για το τι ακριβώς συνιστά τέχνη. Ένας τέτοιος ορισμός έχει δοθεί από τον Π. Δαγτόγλου που ορίζει την τέχνη ως κάθε δημιουργική έκφραση της ανθρώπινης φαντασίας, η οποία παρόλο που έχει επικριθεί για την ευρύτητα της, προσεγγίζει εύστοχα τον πολυδιάστατο καλλιτεχνικό φαινόμενο. Εξάλλου σε περίπτωση αμφιβολιών ως προς το αν κάτι πρέπει να θεωρηθεί τέχνη, εφαρμόζεται η αρχή in dubio pro libertate, που δικαιολογείται απόλυτα από την αυξημένη προστασία που δίνει ο συνταγματικός νομοθέτης στην τέχνη. Παράλληλα το άρθρο 16 ορίζει και την αμυντική διάσταση του δικαιώματος ,με την έννοια ότι το κράτος οφείλει να εξασφαλίζει την ανάπτυξη, την προαγωγή και την μετάδοση των έργων τέχνης, ανεξάρτητα από το αν είναι ποιοτικά ή όχι και να αποφεύγει πάσης φύσεως καταχρηστικές ενέργειες που θα περιορίζουν το δικαίωμα στην τέχνη.

Λέγοντας ότι η τέχνη είναι ανεπιφύλακτη, εννοούμε ότι είναι ελεύθερη και δεν μπορεί να περιοριστεί από κάποιον άλλον νόμο. Η τέχνη έχει πρωτίστως ρόλο να προβληματίσει και να αφυπνίσει για κοινωνικοπολιτικά ζητήματα και να θίξει τα κακώς κείμενα μιας κοινωνίας, η τέχνη μπορεί να γίνει οριακή, ενοχλητική και καυστική και ενδέχεται να προσβάλει αυτούς που διαφωνούν με το μήνυμα που θέλει να περάσει και την κριτική που θέλει να ασκήσει. Όμως, η τέχνη δεν μπορεί να περιοριστεί νόμιμα λόγω του αισθήματος προσβολής που ένιωσε κάποιος, ούτε να υποχρεωθούν οι καλλιτέχνες να προβάλουν αντιλήψεις που εκπροσωπεί η εκάστοτε εξουσία, γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με μια ισοπεδωτική μονομέρεια, θα απέκλειε τον πλουραλισμό και τον αναγκαίο αντίλογο σε μια δημοκρατική κοινωνία, που έχει μάθει να σέβεται την αντίθετη άποψη και να μην την φιμώνει, επειδή απλά δεν της είναι αρεστή. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του διάσημου στοχαστή, Ronald Dworkin: «Σε μια δημοκρατία κανείς, ανεξάρτητα από το πόσο ισχυρός ή αδύναμος είναι, δεν μπορεί να έχει το δικαίωμα να μην προσβάλλεται». Εξάλλου, τα έργα τέχνης δεν αποτελούν πιστή αναπαραγωγή της πραγματικότητας,είναι δημιουργήματα της ανθρώπινης φαντασίας και χρησιμοποιούν πολύ συχνά την αλληγορία και τα σύμβολα για να περάσουν τα μηνύματα ,που καθένας μπορεί να τα ερμηνεύσει κατά βούληση, η τέχνη είναι ανεπίδεκτη μιας αντικειμενικής ερμηνείας και ανάλυσης. Μάλιστα δύσκολα μπορεί να πει κάποιος ότι απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό, αντίθετα το κοινό της είναι ευρύτατο και εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του καθενός αν θα δεχτεί, διαβάσει, ακούσει ή παρακολουθήσει το έργο τέχνης. Συνεπώς, δύσκολα μπορεί να κατηγορήσει κάποιος έναν καλλιτέχνη ότι τον προσβάλει με το έργο του και αυτό θα γίνει μόνο στην περίπτωση που το έργο αναφέρεται εξατομικευμένα σε ένα πρόσωπο και θέλει ευθέως και στοχευμένα να το προσβάλει.

Πηγή εικόνες: Blog.discobole.gr

Από τα παραπάνω, λοιπόν, συνάγεται ότι το αίσθημα προσβολής κάποιου δεν αποτελεί νόμιμο λόγο περιορισμού της τέχνης. Η τέχνη, ωστόσο, δεν είναι απόλυτα απεριόριστη, καθώς είναι δυνατό να περιοριστεί έπειτα από σύγκρουση με άλλο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Τα δικαιώματα με τα οποία συγκρούεται συχνότατα η τέχνη και για τα οποία υπάρχει μεγάλη περιπτωσιολογία και πλούσια νομολογία, είναι το δικαίωμα προστασίας και ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 2§1 και 5§1 Σ) και προστασία της τιμής που προστατεύεται αντίστοιχα και στον ποινικό κώδικα, τη θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 13 Σ ), το δικαίωμα προστασίας της ιδιοκτησίας (άρθρο 17Σ) και την προστασία της νεότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Συντάγματος. Για να επιλύσουμε τη σύγκρουση των δικαιωμάτων, θα πρέπει να έχουμε ως βασικό εργαλείο την αρχή της αναλογικότητας, να εξετάσουμε δηλαδή σε κάθε περίπτωση αν ο περιορισμός που θέλουμε να επιβάλουμε σε ένα δικαίωμα χάριν άλλου δικαιώματος είναι πρόσφορος, για να επιτύχουμε τον επιδιωκόμενο σκοπό, αν είναι αναγκαίος, δηλαδή αν είναι ο ηπιότερος από τους κατάλληλους για την επίτευξη του αποτελέσματος και τέλος να εξετάζουμε αν το όφελος από την επιβολή του περιορισμού είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο από το κόστος, ώστε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα αν πρέπει να εφαρμόσουμε το περιοριστικό μέτρο. Αναφορικά με την προστασία της προσωπικότητας, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι αυτή είναι άξια προστασίας και υπερισχύει της τέχνης, όταν μέσω της τελευταίας εκδηλώνεται μια κατ’ εξακολούθηση υβριστική συμπεριφορά προς ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, όταν εξωτερικεύεται η καταφρόνηση απέναντί του με οποιονδήποτε τρόπο. Για τη θρησκευτική ελευθερία αξίζει να σημειωθεί πως οι συχνότερες περιπτώσεις λογοκρισίας έργων τέχνης αφορούν έργα που κατηγορήθηκαν για βλασφημία. Εδώ θα πρέπει να σκεφτούμε πάλι ότι τα καλλιτεχνικά έργα κινούνται στον κόσμο της φαντασίας και της αλληγορίας, προκειμένου να περάσουν τα μηνύματά τους και ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέξει αν θα αποκτήσει πρόσβαση σε αυτά ή αν θα τα αγνοήσει, επειδή δε συνάδουν με τα πιστεύω του.

Επομένως, θα ήταν καταχρηστικό να απαγορευθεί μια θεατρική παράσταση ή είναι βιβλίο επειδή υποθετικά προσβάλλει το θρησκευτικό αίσθημα μιας ομάδας ανθρώπων. Στην περίπτωση της ιδιοκτησίας, το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα που μπορεί να δοθεί είναι το γκράφιτι, όταν συγκεκριμένα ο καλλιτέχνης ζωγραφίζει την πρόσοψη ενός σπιτιού χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη του. Σε αυτή την περίπτωση προσβάλλεται στον πυρήνα του το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, συν του ότι η πράξη συνιστά ποινικό αδίκημα, τη φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Δεν τίθεται λοιπόν θέμα ότι σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να περιοριστεί η ελευθερία της τέχνης, καθώς ο καλλιτέχνης μπορεί να εκφράσει και με άλλους τρόπους την καλλιτεχνική του ανησυχία, χωρίς παράλληλα να προκαλεί βλάβη σε ξένα αγαθά. Τέλος θα πρέπει να γίνει δεκτό πως είναι θεμιτή η απαγόρευση έκθεσης έργων τέχνης ερωτικού περιεχομένου σε δημόσιο χώρο, όπου έχουν πρόσβαση και παιδιά, προκειμένου να προστατευθεί η ανήλικη νεότητα.

Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι η τέχνη δεν πρέπει να υφίσταται κανενός είδους λογοκρισία ή προληπτικό έλεγχο, γιατί κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε την τεράστια κοινωνική αποστολή της, να μορφώσει, προβληματίσει, να διαφωτίσει αθέατες πτυχές ενός ζητήματος και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής μας. Η τέχνη είναι ένα βασικό μέσο επικοινωνίας και μετάδοσης γνώσεων και ιδεών, μπορεί να οξύνει την κριτική σκέψη και τη φαντασία και να διευρύνει τους ορίζοντας. Ας σκεφτούμε λοιπόν, πριν σπεύσουμε να ενστερνιστούμε οτιδήποτε μας «πλασάρεται» ως νόμιμο, ηθικό και συμφέρον για μας, πόσο δυνητικά επικίνδυνο είναι ένα περιοριστικό της ελευθερίας μας μέτρο -εν προκειμένω της ελευθερίας της τέχνης και της έκφρασης- για το νου και την εξέλιξή μας, αλλά ευρύτερα και για την κοινωνίας μας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Θεμελιώδη Δικαιώματα, Σπυρίδων Βλαχόπουλος
  • Διπλωματική Εργασία: Η Ελευθερία της Τέχνης: Ένα δικαίωμα ανεπιδύλακτο,αλλά όχι απεριόριστο», Της Μαρίας-Κωνσταντίνας Δημητρίου Σπυράκη από: pergamos.lib.uoa.gr
  • Μπορεί ένα έργο τέχνης να απαγορευθεί; Από syntagmawatch.gr

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παναγιώτα Προβατά
Παναγιώτα Προβατά
Είναι 20 χρονών και σπουδάζει στη Νομική Σχολή Αθηνών. Έχει λάβει μέρος σε προσομοιώσεις και συνέδρια σχετικά με το αντικείμενο των σπουδών της. Αγαπάει την ανάγνωση βιβλίων, τη μουσική, τα ταξίδια, τις θεατρικές παραστάσεις και τις συναυλίες και γνωρίζει αγγλικά και γαλλικά. Αυτή την περίοδο εργάζεται στον τομέα προώθησης προϊόντων, ενώ στον ελεύθερο χρόνο ασχολείται με τον αθλητισμό και ειδικότερα το στίβο, στο χώρο του οποίου έχει συμμετάσχει σε αγώνες και εθελοντικές δράσεις.