Της Ειρήνης Κοτρούτσου,
Το δίκαιο και η πολιτική ενώνονται με μια σχέση ιδιόμορφη, της οποίας η έρευνα και ο σχολιασμός παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για όλους εμάς που διαβιούμε σε οργανωμένες σε κράτος κοινωνίες.
Θα εθελοτυφλούσαμε ή ακόμα χειρότερα θα βρισκόμασταν εκτός πραγματικότητας, αν δεχόμασταν την ουδετερότητα του δικαίου. Στις σύγχρονες και δημοκρατικές κοινωνίες, το δίκαιο παράγεται από την πολιτική και πιο συγκεκριμένα, το δίκαιο διαμορφώνεται μέσω κοινοβουλευτικών συζητήσεων, πολιτικών, ιδεολογικών και κομματικών συγκρούσεων. Έτσι, λοιπόν, είναι αδύνατο το δίκαιο να παραμένει πολιτικά αχρωμάτιστο. Η νομοθετική πολιτική εξάλλου αποτελεί το επίκεντρο της πολιτικής κόντρας. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας· η πολιτική έχει εξελιχθεί ή μάλλον πάντοτε αφορούσε την αντιμετώπιση του προβλήματος της διαφοράς μεταξύ των περιορισμένων ποσοτήτων αγαθών και υπηρεσιών και των ακόρεστων ανθρωπίνων αναγκών. Και για αυτό, θα ήταν τουλάχιστον αστείο να υποστηρίξουμε ότι οι συντηρητικοί/δεξιοί προτείνουν τους ίδιους νόμους με τους αριστερούς. Αντιλαμβάνονται διαφορετικά το ορθό και για αυτό άλλωστε νομοθετούν διαφορετικά και προβαίνουν σε διαφορετική προτεραιοποίηση ακόμα και βασικών αρχών και αξιών. Αρκεί να σκεφτούμε πόσο διαφορετικά θα διευθετούνταν και θα προτεραιοποιούνταν ο σεβασμός στην ατομική ιδιοκτησία και η ανάγκη για κοινωνικό κράτος ανάλογα με το κόμμα εξουσίας.
Κάποιοι θα βιάζονταν να πουν ότι λανθασμένα παρουσιάζεται η πλήρης αφομοίωση του δικαίου από την πολιτική και ότι ο πολιτικός αγώνας διεξάγεται υπό τους όρους που το δίκαιο έχει θέσει. Ποιο δίκαιο όμως; Αυτό που παραπάνω δεχτήκαμε ότι παράγεται από την πολιτική και αλλάζει ανάλογα με την πολιτική βούληση και ιδεολογία; Και σε αυτό ακριβώς το σημείο, ταιριάζει η λαϊκότροπη έκφραση: «η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα;».
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η πολιτική εξουσία δεν γίνεται να αυθαιρετεί, καθώς υπάρχουν κατοχυρωμένα συνταγματικά δικαιώματα που δεν παραβιάζονται. Ωστόσο, εδώ, παρατηρείται μία σύγχυση μεταξύ του δέοντος, δηλαδή όσων θα έπρεπε να γίνονται και του όντος, όσων, δηλαδή, γίνονται στην πραγματικότητα. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι πολλά από τα συνταγματικά δικαιώματα -εργασία, υγεία, παιδεία, περιβάλλον, ιδιοκτησία- έχουν πληγεί από την όποια κυρίαρχη πολιτική δύναμη και έχουν ενδυθεί τον μανδύα της αλλαγής – όπως ακριβώς έχει απαιτήσει ο λαός και η δημοκρατική πλειοψηφία να συμβεί. Δηλαδή, ένας φορολογικός νόμος που τσάκιζε την μεσαία τάξη και έπληττε στην ουσία το δικαίωμα στην ιδιοκτησία αποτελούσε κάποτε δίκαιο και δεν ανατρεπόταν, επειδή η πλειοψηφία ανέδειξε μια κυρίαρχη πολιτική δύναμη που μπορούσε να τον επιβάλει. Και για αυτό ακριβώς δεν ανατρεπόταν αυτός ο άδικος νόμος. Οποιαδήποτε αντίδραση προερχόταν από το «υπόλοιπο» που δεν στήριξε την κυρίαρχη πολιτική δύναμη και ως εκ τούτου, αυτή η αντίδραση είχε περιορισμένη δυναμική. Όταν άλλαξαν οι συσχετισμοί δυνάμεων και η πλειοψηφία τάχθηκε με άλλη πολιτική δύναμη που ιδεολογικά δεν συμφωνούσε με αυτόν τον νόμο, ο νόμος καταργήθηκε. Δεν είναι της παρούσης να εξεταστεί το τι είναι άδικο και δίκαιο, αλλά να τονιστεί ότι αυτό παράγεται από την πολιτική και ειδικότερα, ότι στις δημοκρατικές κοινωνίες παράγεται από τον εκάστοτε κυβερνητικό σχηματισμό που διαθέτει και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Εννοείται πως όσα ειπώθηκαν παραπάνω πρέπει να εκληφθούν ως ένα μικρό σχόλιο που θα λειτουργήσει ως τροφή για σκέψη και αφορμή για περαιτέρω ανάλυση, στην οποία θα πρέπει αναγκαστικά να ληφθούν υπόψιν και διάφορες άλλες παράμετροι -όπως, για παράδειγμα, η ηθική και διάφορες ηθικοπολιτικές αρχές- που διαδραματίζουν μείζονα ρόλο και σχηματίζουν το τρίπτυχο δίκαιο-ηθική-πολιτική. Όλα τα παραπάνω έχουν αντίλογο – όπως αντίλογο έχουν και όλες οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για το δίκαιο και την σχέση του δικαίου με την πολιτική… Όμως, ας είμαστε ρεαλιστές…
Βιβλιογραφία
- Παύλος Κ. Σούρλας,Justi atque injusti scientia/Μία εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου, Αντ.Ν.Σάκκουλας,Αθήνα,2015