Της Κωνσταντίνας Κασούμη,
Το ελληνικό ποινικό δικονομικό μας δίκαιο είναι πλούσιο από αρχές και διαδικασίες οι οποίες έχουν ως σκοπό την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας. Η τέλεση ενός εγκλήματος θα πρέπει να διαπιστωθεί στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Εξ αυτού του λόγου, ο μόνος τρόπος κατά τον οποίο μπορούν να επιτευχθούν οι επιταγές του ουσιαστικού ποινικού δικαίου είναι η ποινική δίκη. Κατά το προδικαστικό στάδιο ακολουθείται μια σειρά διαδικασιών οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε δύο μονοπάτια: Είτε στην παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είτε στην απαλλαγή του από την κατηγορία.
Αυτό το οποίο θα μας απασχολήσει στο παρόν άρθρο είναι οι αρχές οι οποίες διέπουν την διαδικασία στο ακροατήριο.
Αρχικά, σύμφωνα με το άρθρο 93.2 του Συντάγματος, οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου πρέπει να είναι δημόσιες. Αυτό σημαίνει ότι κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να προσέρχεται σε μία δίκη και να την παρακολουθεί. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται το αδιάβλητο της ποινικής διαδικασίας και ελέγχεται η δικανική κρίση των δικαστικών οργάνων, διότι στο ακροατήριο δικάζονται εγκλήματα βαρύνουσας σημασίας για το κοινωνικό γίγνεσθαι. Ωστόσο, αν το δικαστήριο κρίνει με απόφαση ότι η δημοσιότητα είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι για να προστατευθεί ο οικογενειακός ή ο ιδιωτικός βίος των διαδίκων, μπορεί να διατάξει την διεξαγωγή της δίκης κεκλεισμένων των θυρών. Συνηθέστερη περίπτωση διεξαγωγής τέτοιας δίκης, είναι αυτή που αφορά εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας διότι η παρουσία ακροατών μπορεί να είναι επιβλαβής τόσο για τον κατηγορούμενο, όσο περισσότερο για το θύμα. Από την άλλη, οι αποφάσεις απαγγέλλονται πάντα δημόσια.
Έπειτα, σε αντίθεση με την προδικασία, στο ακροατήριο ισχύει η αρχή της προφορικότητας. Τα πάντα υποβάλλονται προφορικά (ανάγνωση εγγράφων, αγορεύσεις, ερωτήσεις σε μάρτυρες) με σκοπό την καλύτερη διερεύνηση της υπόθεσης. Το δικαστήριο μπορεί να εκτιμήσει καλύτερα το αποδεικτικό υλικό που προσάγεται κατά την προδικασία μέσα από τις αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης, των ερωτήσεων που τίθενται στους μάρτυρες και την απολογία του κατηγορουμένου. Επίσης, το δικαστήριο έχει δικαίωμα να εξετάσει το υλικό το οποίο συλλέχθηκε κατά την προδικασία μόνο εφόσον αυτό προφορικοποιηθεί στο ακροατήριο.
Τέλος, η αρχή της αμεσότητας έχει την μεγαλύτερη πρακτική σημασία. Ενώπιον του δικαστή προσάγονται διάφορα αποδεικτικά μέσα. Ο ίδιος οφείλει να επιλέξει εκείνο με το οποίο έχει άμεση προσωπική επαφή. Για παράδειγμα, ένας μάρτυρας καταθέτει και κατά την προδικασία και στο ακροατήριο. Ο δικαστής οφείλει να επιλέξει την μαρτυρική κατάθεση η οποία ετέθη στο ακροατήριο. Όμως, αν ο μάρτυρας καταθέτει στο ακροατήριο εντελώς διαφορετικά πράγματα, ο δικαστής έχει δικαίωμα να του αναγιγνώσκει την κατάθεση που έδωσε στην προδικασία κατά τα σημεία που διαφέρει. Ακόμη, ισχύει η αρχή του εγγύτερου αποδεικτικού μέσου, δηλαδή ανάμεσα στον αυτόπτη και στον εξ ακοής μάρτυρα, το δικαστήριο καλείται να επιλέξει τον αυτόπτη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Άλκης Β. Καραγιαννόπουλος, Ποινική Δικονομία, 16η έκδοση, Αθήνα 2020