Του Κωνσταντίνου Πίχλιαβα,
Στο προηγούμενο άρθρο είδαμε το πρελούδιο του πολέμου μεταξύ του Καίσαρα και της συγκλητικής αριστοκρατίας και την έναρξή του με τη διάβαση Ρουβίκωνα. Σήμερα, θα ασχοληθούμε με τα γεγονότα του πολέμου που ακολούθησε και τους βασικούς του πρωταγωνιστές, ενώ θα ολοκληρώσουμε την αφήγησή μας με τη συνομωσία κατά του Καίσαρα και τη δολοφονία του, την 15η Μαρτίου του 44.
Όπως κατέστη σαφές, τα αίτια της σύγκρουσης του Καίσαρα με τη Σύγκλητο ήταν πολλά. Οι Συγκλητικοί φοβούμενοι το κύρος του Καίσαρα, εξαιτίας των επιτυχιών του στη Γαλατία, αλλά και τις μεγάλες του φιλοδοξίες, στράφηκαν προς τον Πομπήιο, ο οποίος για καιρό είχε μείνει απαθής απέναντι στα τεκταινόμενα. Τον Ιανουάριο του 49, μόλις συνήλθε η Σύγκλητος τέθηκε το ζήτημα καθαίρεσης του Καίσαρα στο οποίο αντέδρασαν δύο από τους Δημάρχους ασκώντας βέτο. Όταν εκδόθηκε το τελικό ψήφισμα της Συγκλήτου, οι δύο αυτοί δήμαρχοι ενώθηκαν με το στρατό του Καίσαρα. Μετά τη διάβαση του Ρουβίκωνα η Σύγκλητος ήρθε σε διαβουλεύσεις με τον Καίσαρα, επιτρέποντάς του να θέσει υποψηφιότητα για την Υπατεία, εν τω μεταξύ ο στρατός του Καίσαρα προήλαυνε γενόμενος δεκτός με ενθουσιασμό (είχε άλλωστε μεσολαβήσει η απαγόρευση των λεηλασιών). Όταν οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν, ο Καίσαρας κυνήγησε τον Πομπήιο, που είχε συγκεντρώσει το στρατό του στο Βρινδήσιο (Μπρίντιζι) με στόχο να αποπλεύσει προς την Ελλάδα (17η Μαρτίου).
Ο Καίσαρας, αφού πήρε με το μέρος του μερίδα συγκλητικών που τον ανακήρυξε δικτάτορα, εξεστράτευσε εναντίον των δυνάμεων του Πομπηίου στην Ισπανία. Συναντώντας αντίσταση στη Μασσαλία, την πολιόρκησε, ενώ σε σύντομο διάστημα κατάφερε να νικήσει τις πέντε πιστές στον Πομπήιο ισπανικές λεγεώνες (Απρίλιος). Ως υπεύθυνο για τα ισπανικά πράγματα τοποθέτησε τον έναν εκ των δύο δημάρχων που είχαν καταφύγει σ’ αυτόν, Κόιντο Κάσσιο Λογγίνο (Q. Cassius Longinus). Επιστρέφοντας στη Ρώμη στα τέλη του 49, ο Καίσαρας επέτυχε την ανάδειξή του σε ύπατο του 48 και προέβη σε ορισμένες μεταρρυθμίσεις (αποκοπή χρεών κ.α.). Με το νέο έτος, εξεστράτευσε εναντίον του Πομπηίου και των Δημοκρατικών στην Ελλάδα. Παρά την παρ’ ολίγον καταστροφή του στο Δυρράχιο (οι δυνάμεις του Πομπηίου είχαν διασπάσει τις γραμμές του), ο Καίσαρας διέφυγε στη Θεσσαλία. Η τελική μάχη δόθηκε στη θεσσαλική Φάρσαλο στις 9 Αυγούστου του 48.
Οι Δημοκρατικοί ηττήθηκαν κατά κράτος, ο ίδιος ο Πομπήιος κατέφυγε στο βασιλιά της Αιγύπτου, Πτολεμαίο ΙΓ΄. Όσοι συνελήφθησαν, συγχωρέθηκαν από τον Καίσαρα στα πλαίσια της clementia Caesaris (του ελέους του Καίσαρα), μεταξύ αυτών και ο Βρούτος, ο μελλοντικός του δολοφόνος. Καταδιώκοντας τον Πομπήιο, ο Καίσαρας έφτασε στην Αλεξάνδρεια, όπου τον περίμενε ως «δώρο» το κεφάλι του αντιπάλου του, και ενεπλάκη στις δυναστικές έριδες των Πτολεμαίων. Τότε γνώρισε (και ερωτεύτηκε) την Κλεοπάτρα, η οποία, αφού αποκαταστάθηκε ως βασίλισσα το 47, γέννησε τον Καισαρίωνα. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς έφυγε από την Αίγυπτο για να πολεμήσει το βασιλιά του Κιμμερίου Βοσπόρου, Φαρνάκη, υιό του Μιθριδάτη, των οποίο με μεγάλη ευκολία κατανίκησε. Από εκεί προήλθε η φράση veni, vidi, vici (ήρθα, είδα, νίκησα).
Επόμενος σταθμός του επιτυχημένου στρατηγού ήταν η Αφρική, όπου οι εναπομείναντες Δημοκρατικοί είχαν συγκεντρώσει τις δυνάμεις τους σε συνδυασμό μ’ αυτές του βασιλιά της Μαυριτανίας Ιούβα. Λόγω οικονομικών δυσχερειών, οι στρατιώτες του Καίσαρα στασίασαν, όταν όμως, αυτός τους αποκάλεσε πολίτες κάμφθηκαν. Η τελική μάχη δόθηκε στη Θαψό με νικητή τον Καίσαρα και ορισμένοι Δημοκρατικοί, όπως ο Κάτων ο νεώτερος, αυτοκτόνησαν. Άλλοι (μεταξύ αυτών και οι δύο υιοί του Πομπήιου) κατέφυγαν στην Ισπανία, όπου υπήρχε έντονη δυσαρέσκεια για το διοικητή. Με απόφαση του Καίσαρα, το βασίλειο του Ιούβα προσαρτήθηκε στο ρωμαϊκό Imperium και απετέλεσε την επαρχία Africa Nova.
Κατά την επιστροφή του στην Ιταλία, το φθινόπωρο του 46, τέλεσε θρίαμβο για τις επιτυχίες του στη Γαλατία, την Αίγυπτο και τη Μικρά Ασία. Για τις μάχες στην Ελλάδα και την Ισπανία δεν έγινε λόγος. Το Νοέμβριο όμως, της ίδιας χρονιάς, ο Καίσαρας αναγκάστηκε να σπεύσει στην Ισπανία, όπου οι Δημοκρατικοί με αρχηγό τους το Γναίο Πομπήιο είχαν συγκεντρώσει τις δυνάμεις τους. Η εξέλιξη των επιχειρήσεων ήταν γενικά δυσμενής για τον Καίσαρα, στη μάχη όμως, που δόθηκε στη Μούνδα το Μάρτιο του 45 οι θέσεις άλλαξαν. Ο στρατός του Καίσαρα κατατρόπωσε τους αντιπάλους και ο Γναίος Πομπήιος πέθανε, ο αδερφός του Σέξτος θα προκαλέσει αργότερα πολλά προβλήματα στον Οκταβιανό.
Οι τιμές που του αποδόθηκαν κατά την επιστροφή του ήταν μεγάλες και ο Καίσαρας άρχισε να αποκρίνεται από το περιβάλλον του. Παράλληλα, συνέχισε την πολιτική της Clementia, συγχωρώντας αρκετούς από όσους του αντιστάθηκαν. Το Δεκέμβριο του 45, και ενώ ετοιμαζόταν για εκστρατεία κατά των Πάρθων, του δόθηκε η δυνατότητα με νόμο να διορίσει τους μισούς των δημοσίων αρχόντων. Στη συνέχεια, το Φεβρουάριο του 44, αναγορεύθηκε ισόβιος Δικτάτωρ. Αγανακτισμένοι από τις εξελίξεις, μια ομάδα εξήντα Συγκλητικών, με προεξάρχοντες το Μ. Ιούνιο Βρούτο (ανιψιό του Κάτωνα) και το Γ. Κάσσιο Λογγίνο, σχεδίαζε να δολοφονήσει τον Καίσαρα. Ο Καίσαρας, αν και ενήμερος για τα τεκταινόμενα, δεν έδωσε σημασία. Η δολοφονία του έλαβε χώρα κατά τις ειδούς (η δεκάτη Πέμπτη μέρα) του Μαρτίου κατά ειρωνεία της τύχης στο βάθρο ενός αγάλματος του Πομπήιου.
Παρά τις ελπίδες των συνωμοτών, ο θάνατος του Καίσαρα ούτε ωφέλησε, ούτε αποκατέστησε την από καιρό νεκρή ρωμαϊκή δημοκρατία (Res publica). Κάθε άλλο μάλιστα. Με το θάνατό του, η επιβολή της έστω και συγκεκαλυμμένης μοναρχίας κατέστη μονόδρομος, έτσι έφτασε ο Οκταβιανός να αναγορευτεί Αύγουστος. Πρέπει όμως, στο σημείο αυτό, παρά τις πιθανές συμπάθειες ή αντιπάθειες προς το πρόσωπο του Καίσαρα να αναγνωρίσουμε την τεράστια συμβολή του στη διαμόρφωση της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Mackay Ch., «Η κατάρρευση της Δημοκρατίας, 133-27 π.Χ.», Αρχαία Ρώμη Στρατιωτική και πολιτική Ιστορία, Παπαδήμας, Αθήνα 2014, σ. 208-217.
- Μπουραζέλης Κ., «Oι τρόφιμοι της Λύκαινας», ΜΙΕΤ, Αθήνα 2015, σ. 228-233.
- Rostovtzeff M., «Ρωμαϊκή Ιστορία», Παπαζήση, Θεσσαλονίκη 1984, σ.128-154.
- Σακελαρίου Μ., «Από την προσάρτηση του Ελλαδικού χώρου ως την προσάρτηση της Αιγύπτου και το τέλος της Ελεύθερης Ρωμαϊκής Πολιτείας (148-30 π.Χ.), Ελληνισμός και Ρώμη», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 14, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2015, σ. 80-88.