Της Μαρίας Βασταρδή,
Σχεδόν ένας χρόνος έχει παρέλθει από τη στιγμή που ο κορωνοϊός ανακηρύχθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως πανδημία. Κράτη ανά τον κόσμο άρχισαν το ένα μετά το άλλο να μετρούν κρούσματα και θύματα, να κλείνουν τα σύνορά τους και να επιβάλουν απαγορεύσεις κυκλοφορίας σε εθνικό επίπεδο. Οι οικονομικές δραστηριότητες περιορίστηκαν στο ελάχιστο, οι μετακινήσεις επιτράπηκαν μόνο κατ’ εξαίρεσιν και τα μόνα καταστήματα που έμειναν ανοιχτά ήταν αυτά που προμηθεύουν είδη πρώτης ανάγκης, οι υπεραγορές, τα οπωροπωλεία, τα φαρμακεία.
Καθώς ο πλανήτης βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα δεύτερο -ακόμα πιο δύσκολο- κύμα του κορωνοϊού και ακολουθεί την ίδια τακτική των περιορισμών, αυξάνονται όλο και περισσότερο οι φωνές που καλούν τις κυβερνήσεις να κρατήσουν ανοικτά τα βιβλιοπωλεία, κατατάσσοντάς τα έτσι μεταξύ των ειδών πρώτης ανάγκης. Κράτη, όπως το Βέλγιο, εισάκουσαν αυτή την ανάγκη των απομονωμένων του πολιτών, αποφασίζοντας να διατηρήσει ανοικτά τα βιβλιοπωλεία κατά τη διάρκεια του 2ου lockdown. Στον αντίποδα, η γειτονική Γαλλία, όπως και οι περισσότερες χώρες, δίστασαν να κάνουν αυτό το βήμα και τα διατήρησαν κλειστά, απαγορεύοντας ταυτόχρονα την πώληση βιβλίων στις υπεραγορές για λόγους ανταγωνισμού. Έτσι, οι αναγνώστες έπρεπε να περιμένουν ίσως και για εβδομάδες μέχρι να λάβουν τις παραγγελίες τους από τις υπερβολικά επιβαρυμένες εταιρίες κούριερ.
Εντός Ελλάδος, η στροφή προς το βιβλίο στη διάρκεια της καραντίνας φάνηκε από τις ουρές που σχηματίστηκαν έξω από βιβλιοπωλεία, συνοικιακά ή αλυσίδες, στον απόηχο της ανακοίνωσης των μέτρων περιορισμού του ιού τον περασμένο Νοέμβριο. Αν και τα βιβλιοπωλεία δεν κατατάχθηκαν στα είδη πρώτης ανάγκης, παρά τις φωνές αναγνωστικού κοινού, συγγραφέων και εκδοτικών οίκων, ήταν μεταξύ των πρώτων καταστημάτων που άνοιξαν χωρίς κανέναν περιορισμό την περίοδο των εορτών. Τα βιβλία αναδείχθηκαν ως ο καλύτερος σύντροφος στη διάρκεια της καραντίνας, ελκύοντας ακόμα και ανθρώπους που δεν αγαπούσαν το διάβασμα. Η στροφή προς το βιβλίο ανέτρεψε την πτωτική πορεία που είχε το διάβασμα ως απασχόληση στον ελεύθερο χρόνο και επιβεβαίωσε τη σπουδαιότητα της λογοτεχνίας για την ψυχική ανάπτυξη του ανθρώπου.
Πολλοί παράγοντες συντέλεσαν στην ανοδική αυτή πορεία του βιβλίου. Για κάποιους, η καραντίνα πρόσφερε τον απαραίτητο ελεύθερο χρόνο προκειμένου να τραβήξουν από τη βιβλιοθήκη τους ένα από τα πολλά αδιάβαστα βιβλία και να αφοσιωθούν σε αυτό. Για άλλους, το διάβασμα υπήρξε ένας τρόπος για να γεμίσουν δημιουργικά τις ώρες τους μέσα στο σπίτι. Για όλους, το βιβλίο προσέφερε την αναγκαία διέξοδο από τη ζοφερή πραγματικότητα του ιού και των οικονομικών δυσκολιών, οδηγώντας τους αναγνώστες σε ένα ταξίδι μέσα από διαφορετικά σύμπαντα και απομονώνοντας την πραγματικότητα έστω για τη διάρκεια ενός κεφαλαίου. Διεύρυνε τους πνευματικούς ορίζοντες και προβλημάτισε, προκάλεσε το μυαλό μας να επεξεργαστεί καταστάσεις, όπως καμία ταινία ή σειρά δεν θα μπορούσε να το κάνει. Ενεργοποίησε τη σκέψη και το συναίσθημα μας, όπως μόνο ο γραπτός λόγος μπορεί.
Δεν έχει σημασία η κατηγορία του βιβλίου, αν πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα ή για βιβλίο αυτοβελτίωσης, ούτε και ο χαρακτηρισμός του ως κλασσικού ή ως νέας πρότασης από έναν συγγραφέα που μόλις τώρα κάνει τα πρώτα του βήματα στον κόσμο της λογοτεχνίας. Σημασία έχει η συνειδητοποίηση της αξίας της ανάγνωσης οποιουδήποτε βιβλίου για την αγωγή της ψυχής μας. Και αν η καραντίνα αποτέλεσε το εφαλτήριο για τη δυναμική επιστροφή των βιβλίων στην καθημερινότητά μας, το σίγουρο είναι ότι η συνήθεια αυτή θα παραμείνει στη ζωή μας και μετά την πανδημία. Ανοίξτε τα βιβλιοπωλεία, λοιπόν, γιατί το βιβλίο είναι πράγματι είδος πρώτης ανάγκης!