Του Μάριου Ντινάκους,
Η Μπουρκίνα Φάσο (Burkina Faso) είναι μία χώρα στη δυτική Αφρική που καλύπτει έκταση περίπου 274.200 τετραγωνικά χιλιόμετρα και, σύμφωνα με τους υπολογισμούς που έχουν γίνει για το 2020, έχει 20.3 εκατομμύρια κατοίκους. Συνορεύει με το Μάλι στα βορειοδυτικά, με τον Νίγηρα στα βορειοανατολικά, το Μπενίν στα νοτιοανατολικά, το Τόγκο και την Γκάνα στα νότια και την Ακτή Ελεφαντοστού στα νοτιοδυτικά.
Πρωτεύουσά της είναι η Ουαγκαντούγκου και επίσημη γλώσσα της τα γαλλικά λόγω του γεγονότος ότι η χώρα βρισκόταν υπό γαλλική επικυριαρχία, ενώ υπάρχουν 59 τοπικές γλώσσες επιπλέον που ομιλούνται, με την πιο γνωστή από αυτές τη γλώσσα Μουρ, η οποία ομιλείται περίπου από το 50% του πληθυσμού. Εθνολογικά το κράτος κατοικείται από τη φυλή Μόσσι, ενώ υπάρχει πληθώρα άλλων εθνοτικών ομάδων, όπως οι Φούλα και Μπόμπο. Το κράτος είναι μέλος της Αφρικανικής Ένωσης, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, της Αφρικανικής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών και της Οικονομικής Κοινότητας της Δυτικής Αφρικής. Το νόμισμα που χρησιμοποιείται είναι το Φράγκο της Κεντρικής και Δυτικής Αφρικής, το οποίο χρησιμοποιείται από 14 ακόμη χώρες, οι οποίες προηγουμένως ήταν υπό την επιρροή της Γαλλίας.
Ιστορικά το κράτος περιλαμβάνει διάφορα βασίλεια εντός της χώρας, όπως το Βασίλειο των Μόσσι. Αρχικά έφτασαν στην περιοχή κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες, οι οποίοι κατοίκησαν την περιοχή από τον 3ο αιώνα έως και τον 13ο αιώνα μ.Χ. Και από εκείνη την περίοδο έως τα τέλη του 19ου αιώνα η περιοχή της Μπουρκίνα Φάσο κυβερνήθηκε από τους ανθρώπους της φυλής Μόσσι και επεκτάθηκε μέχρι την Γκάνα και αποτέλεσε σημαντική αυτοκρατορία της περιόδου για τη Δυτική Αφρική. Από το 1896 η αντίσταση της φυλής Μόσσι κάμφθηκε, αφού καταλήφθηκε η πρωτεύουσα Ουαγκαντούγκου από τους Γάλλους. Από το 1919 η Μπουρκίνα Φάσο ενώθηκε με την Ακτή Ελεφαντοστού, όπου σχημάτισε τη γαλλική ομοσπονδία της Δυτικής Αφρικής. Με τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι φυλές πίεζαν τους Γάλλους για ανεξαρτησία με εντάσεις και βίαιες συγκρούσεις.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της γαλλικής αποικιοκρατίας η χώρα είχε άλλο όνομα και ονομαζόταν Γαλλική Άνω Βόλτα. Το 1960 ανεξαρτητοποιήθηκε με βάση τη συμφωνία που είχε συναφθεί με τη Γαλλία. Έτσι δημιουργήθηκε η Δημοκρατία της Άνω Βόλτα και πρόεδρός της ήταν ο Yameogo. Αμέσως μετά την ανεξαρτητοποίηση θεσπίστηκε Σύνταγμα και διεξαγωγή εκλογών κάθε πέντε χρόνια. Ωστόσο, η πρώτη κυβέρνηση της χώρας θεωρήθηκε διεφθαρμένη, διότι ευνοούσε τα γαλλικά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα και όχι τους αγρότες και τον λαό της περιοχής. Αλλεπάλληλες συγκρούσεις και πραξικοπήματα έλαβαν χώρα κατά την περίοδο 1980-1984. Μετά το πέρας αυτών, ο πρόεδρος Sankara άλλαξε το όνομα της χώρας σε Μπουρκίνα Φάσο. Επίσης, δημιούργησε ένα φιλόδοξο κοινωνικό και οικονομικό πρόγραμμα, το οποίο αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα που έχουν αναληφθεί ποτέ στην Αφρικανική Ήπειρο. Στόχος του τότε προέδρου Sankara ήταν ο αντιμπεριαλισμός, η άρνηση κάθε ξένης βοήθειας, καθώς και η μείωση του χρέους. Ένα από τα προγράμματα που θέσπισε ήταν η κρατικοποίηση όλης της γης και του ορυκτού πλούτου καθώς και η άρνηση οποιασδήποτε βοήθειας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα. Βλέποντας όλα αυτά από μία επιστημονική σκοπιά, καταλαβαίνουμε σήμερα ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν είναι δυνατόν να επιφέρει θετικά αποτελέσματα για την οικονομία και την κοινωνία της χώρας.
Πράγματι, λοιπόν, έπειτα από την πολεμική σύγκρουση με το Μάλι, που ακολούθησε το 1985, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να πάρει αυστηρά μέτρα λιτότητας, τα οποία οδήγησαν σε λαϊκές εξεγέρσεις και οργανώσεις επαναστατικών κινημάτων. Αυτό οδήγησε στη δολοφονία του προέδρου Sankara κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του 1987. Μετά τη λήξη των συγκρούσεων ανέλαβε την εξουσία ο Compaore και με το νέο Σύνταγμα που θεσπίστηκε το 1991 εδραιώθηκε η Δημοκρατία και η ελευθερία των ιδεών και απόψεων. Έπειτα από αρκετά χρόνια προεδρίας, ο Compaore έφυγε από την εξουσία το 2014 μετά από κύμα αντιδράσεων λόγω της αλλαγής στο Σύνταγμα που ήθελε να θεσπίσει. Το πολίτευμα της χώρας είναι Ημιπροεδρική Δημοκρατία και σημερινός πρόεδρος είναι ο Kabore.
Η οικονομία της Μπουρκίνα Φάσο δεν έχει εκβιομηχανιστεί. Γενικά θεωρείται μία οικονομία χαμηλού εισοδήματος και λιγότερο αναπτυγμένη σε σχέση με άλλες οικονομίες της αφρικανικής ηπείρου. Πάνω από το 80% του πληθυσμού βασίζεται στον πρωτογενή τομέα, ενώ ελάχιστοι στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας. Έτσι, το κλίμα, τα φτωχά εδάφη, η έλλειψη δομών επικοινωνιών και υποδομών, το χαμηλό ποσοστό αλφαβητισμού και η στασιμότητα της οικονομίας θεωρούνται από τα μεγαλύτερα προβλήματα για τη χώρα. Επίσης, οι εξαγωγές της επηρεάζονται σημαντικά από τις διακυμάνσεις στις διεθνείς τιμές. Αυτό είναι λογικό, καθώς η πλειοψηφία των προϊόντων που εξάγει η Μπουρκίνα Φάσο είναι αγροτικά εμπορεύματα και μέταλλα και οι τιμές τους καθορίζονται από τυχαίους παράγοντες.
Στον δευτερογενή τομέα η χώρα εξακολουθεί να κυριαρχείται από ζημιογόνες δημόσιες επιχειρήσεις και έλλειψη ανταγωνισμού. Μετά την υποτίμηση του νομίσματος το 1994, ο τότε πρόεδρος θέσπισε κάποια προγράμματα οικονομικής πολιτικής, κατά τα οποία οι εξαγωγές και οι ρυθμοί ανάπτυξης αυξήθηκαν, όπως αποτυπώνεται και στο ΑΕΠ της χώρας, το οποίο δεκαπλασιάστηκε από εκείνη την περίοδο και έπειτα. Με αυτόν τον τρόπο η χώρα γνώρισε σημαντικές περιόδους ανάπτυξης τόσο κοινωνικής όσο και οικονομικής. Πολύ σημαντικό κομμάτι στην οικονομία είναι ο χρηματοοικονομικός τομέας, ο οποίος αντιπροσωπεύει το 30% του ΑΕΠ της χώρας και κυριαρχείται κυρίως από τον τραπεζικό τομέα (γενικότερα υπάρχουν και άλλοι τομείς εκτός από την τραπεζική, όπως είναι τα χρηματιστήρια και η λεγόμενη σκιώδης τραπεζική). Αυτός ο τομέας έχει αναδειχθεί σε αυτή τη χώρα και γενικά οι τράπεζες έχουν επαρκή κεφαλαιοποίηση. Ωστόσο, παραμένουν ευάλωτες λόγω της υπερβολικής έκθεσής τους σε χρεόγραφα τρίτων.
Βασικοί πυλώνες της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας αποτελούν η αύξηση των επενδύσεων, κυρίως σε υποδομές, η αύξηση της κατανάλωσης με την παράλληλη αύξηση των μισθών, καθώς και ο χαμηλός πληθωρισμός και η μείωση των ελλειμμάτων. Ωστόσο, παρά την οικονομική ανάπτυξη που υφίσταται, η χώρα παραμένει μία από τις φτωχότερες οικονομίες του πλανήτη και το γεγονός αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το οποίο είναι από τα μικρότερα παγκοσμίως. Η ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα είναι ανίσχυρη σε σχέση με την ανάπτυξη όλων των άλλων τομέων. Βασικά εξαγωγικά προϊόντα αποτελούν το βαμβάκι και ο χρυσός, των οποίων η παραγωγή και η προσφορά έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Μετά το τέλος της πολιτικής κρίσης που έλαβε χώρα το 2014, η οικονομία της χώρας επέστρεψε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης παρά την εύθραυστη κατάσταση. Η πολιτική ανασφάλεια στις γειτονικές χώρες, οι κακές υποδομές και οι αναξιόπιστες πηγές εξόρυξης αποτελούν μερικά από τα σημαντικότερα θέματα που πρέπει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση. Σύμφωνα και με προβλέψεις, ο πληθυσμός που θα αυξάνεται εκθετικά, η ξηρασία, η φτώχεια και οι περιορισμένοι πόροι θα αποτελούν σημαντικό πρόβλημα για το μέλλον της χώρας. Σύμφωνα με το τελευταίο πρόγραμμα του ΔΝΤ που εφαρμόζεται στη χώρα, η κυβέρνηση πρόκειται να προβεί σε μεταρρυθμίσεις, να μειώσει το έλλειμμα και να σταθεροποιήσει τις κοινωνικές και δημόσιες δαπάνες.
Ο πληθωρισμός αποτελούσε σημαντικό πρόβλημα για τη χώρα, όπως αναφέραμε, για αρκετά χρόνια και ειδικότερα κατά την περίοδο 2005-2008. Στην αρχή της περιόδου αυτής το ποσοστό πληθωρισμού άγγιξε το 10%. Κατά το 2006-2007 είχε σταθεροποιηθεί κοντά στο μηδέν, ενώ το 2008 εκτινάχθηκε και πάλι στο 15%. Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο πληθωρισμός υποδηλώνει τη σταθερότητα της αγοραστικής δύναμης και των τιμών. Ο πληθωρισμός μειώθηκε αισθητά τα επόμενα χρόνια κυρίως λόγω της νομισματικής πολιτικής, η οποία αύξησε το επιτόκιο δανεισμού, πράγμα που αύξησε με τη σειρά του τις αποταμιεύσεις. Επομένως, μειώθηκε η κυκλοφορία του χρήματος. Η χώρα βασίζεται κατά κύριο λόγο στις τιμές του πρωτογενή τομέα και στις εξαγωγές της και για τον λόγο αυτό επηρεάζεται σημαντικά από το διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Έτσι, η χώρα εκτίθεται σημαντικά στις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών, οι οποίες επηρεάζουν την αγοραστική δύναμη των κατοίκων. Αυτό είναι εμφανές και από το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του 2020 η Μπουρκίνα Φάσο έχει αρνητικά ποσοστά πληθωρισμού. Η πανδημία του κορωνοϊού έφερε πάγωμα του παγκόσμιου εμπορίου και αυτό είχε ως συνέπεια να περάσει η χώρα σε φάση ύφεσης.
Εν κατακλείδι, η κυβέρνηση πήρε σημαντικά μέτρα τα οποία μείωσαν τη φτώχεια και βελτίωσαν τις συνθήκες διαβίωσης σε σχέση με την περίοδο πριν τη δεκαετία του 1990. Η χώρα μετά από αρκετές συγκρούσεις και πραξικοπήματα βρέθηκε τη δεκαετία του 2000 να απολαμβάνει μία σχετική σταθερότητα τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική. Ωστόσο, οι Ρυθμοί Ανάπτυξης που επιτεύχθηκαν δεν στάθηκαν ικανοί για να εξαλείψουν ολοκληρωτικά τη φτώχεια και τη μείωση του βιοτικού επιπέδου. Τροχοπέδη στις προσπάθειες των κυβερνώντων αποτελεί η αύξηση του πληθυσμού, η οποία δεν είναι ανάλογη της αύξησης του ΑΕΠ. Έτσι, σημαντικό είναι να εξαλειφθεί η φτώχεια, να βελτιωθεί η κοινωνική ευημερία, ο πληθωρισμός να σταθεροποιηθεί σε θετικά αλλά ελεγχόμενα ποσοστά και η χώρα να βασίζεται στη δημοκρατία και την ελευθερία των ιδεών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Hubert Jules Deschamps, Burkina Faso, Retrieved from here
- Burkina Faso, Retrieved from here
- Burkina Faso country profile, Retrieved from here
- Bettina Engels, 2015, Political Transition in Burkina Faso: the Fall of Blaise Compaoré, Retrieved from here
- Marc Raffinot, G. Nébié, Augustin Marie Gervais Loada, Estelle Koussoubé, 2015, Political economy of growth in Burkina Faso: Institutions, governance and development, Retrieved from here
- Burkina Faso, 2012, Retrieved from here
- Jeffrey Vitale, Economic importance of cotton in Burkina Faso, Retrieved from here