Του Θεοφάνη Φουσέκη,
Αδιαμφισβήτητα η συμμετοχή του γυναικείου φύλου στην ανάπτυξη της οικονομίας της εκάστοτε χώρας αποτέλεσε και την κορωνίδα της επιτυχίας του φεμινιστικού κινήματος, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες. Ιδιαίτερα στην Ευρώπη, το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στον εργασιακό τομέα αγγίζει το 50% του πληθυσμού, εκ των οποίων μάλιστα γύρω στο 40% κατέχει διευθυντικές θέσεις.
Τα ίδια αισιόδοξα ποσοστά δεν ισχύουν, όμως, για τις χώρες της Ανατολής, όπου μόνο το 36% του συνολικού ΑΕΠ της Ασίας αποτελεί συνεισφορά των γυναικών. Άλλωστε, για τον λόγο αυτό κάποιες χώρες που διατηρούν ακόμη έντονα παραδοσιακά στοιχεία στον τρόπο ζωής τους, όπως η Ιαπωνία, εισήγαγαν μια νέα οικονομική πολιτική, με στόχο τη σταδιακή αύξηση της συμμετοχής του γυναικείου πληθυσμού στην αγορά εργασίας: το επονομαζόμενο “Womenomics”.
Η λέξη αποτελείται από δύο συνθετικά: το “women”, που σημαίνει γυναίκες, και το “economics”, που σημαίνει οικονομικά. Η πολιτική αυτή αποτελεί δημιούργημα της τότε νέας ιαπωνικής κυβέρνησης του Shinzo Abe το 2013. Βασίζεται στην ιδέα πως η καλύτερη εκμετάλλευση των ικανοτήτων του μισού πληθυσμού της Ιαπωνίας, δηλαδή των γυναικών, θα δώσει μία ανάσα στο έλλειμα γηγενούς εργατικού δυναμικού που αντιμετωπίζει η χώρα.
Η έλλειψη εργατικού δυναμικού οφείλεται στην πληθυσμιακή δομή του κράτους. Ο μέσος όρος ζωής κυμαίνεται στα 85 έτη, πράγμα το οποίο σημαίνει πως ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων δεν μπορεί να εργαστεί. Παράλληλα, η χώρα αντιμετωπίζει γιγαντιαίο πρόβλημα υπογεννητικότητας, με ποσοστό γεννών 1,46 ανά γυναίκα, οδηγώντας σε έλλειψη εργατικών χεριών. Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με την αποθάρρυνση των οικονομικών μεταναστών εν γένει, οι οποίοι αποτελούσαν το 2016 μόλις το 2% του πληθυσμού, έχουν δημιουργήσει ένα τεράστιο κενό στην αγορά εργασίας, που η κυβέρνηση ήλπιζε να καλυφθεί από το πρόγραμμα “Womenomics”.
Τη στιγμή που η χώρα πασχίζει με την έλλειψη εργατικού δυναμικού, η αποδοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι ελάχιστη, παρόλο που η Ιαπωνία διακρίνεται για το υψηλό ποσοστό αλφαβητισμού των γυναικών της. Πιο συγκεκριμένα, τα ποσοστά των γυναικών με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κυμαίνονται στο 59%, ενώ των ανδρών στο 52%. Ωστόσο, τα υψηλά ποσοστά εκπαίδευσης των γυναικών δεν έχουν ανοίξει ακόμη τις πόρτες του εργασιακού κλοιού για τρεις λόγους.
Αρχικά, οι οικονομικές πολιτικές που ακολουθεί η χώρα του ανατέλλοντος ηλίου υποβαθμίζουν τη συμμετοχή της γυναίκας στο σύστημα εργασίας. Παραδείγματος χάριν, υπάρχει νομολογία σύμφωνα με την οποία σε οικογένειες ο άντρας δικαιούται μειωμένη φορολόγηση, αν η γυναίκα βγάζει λιγότερα από 12.000 δολάρια ετησίως, γεγονός που αποθαρρύνει πολλές γυναίκες από υψηλούς εργασιακούς στόχους ώστε να είναι «ελκυστικές» σε μελλοντικούς μνηστήρες.
Επιπλέον, η χώρα πασχίζει από την έλλειψη μονάδων φροντίδας μικρών παιδιών κάτω των 12 ετών, με αποτέλεσμα οι γυναίκες μετά την εγκυμοσύνη να κάνουν ως και 10 χρόνια μέχρι να επιστρέψουν στον εργασιακό χώρο. Τέλος, η ίδια η κοινωνία δεν βοηθά τις γυναίκες να επανενταχτούν στην αγορά μετά από μία εγκυμοσύνη, καθώς οι προαγωγές δίνονται συνήθως σε αυτούς που είτε θα κάνουν υπερωρίες είτε θα βγουν μετά τη δουλειά με τον υπεύθυνό τους και τους συνεργάτες, δεδομένου ότι στο εν λόγω κράτος η κίνηση αυτή εκλαμβάνεται ως αφοσίωση στο επάγγελμα και στις εργασιακές σχέσεις. Είναι εμφανές πως για τις γυναίκες με μικρό παιδί αυτό δεν είναι εφικτό και άρα εντέλει δεν επιστρέφουν ποτέ στην εργασία τους.
Αποτελεί, άραγε, το “Womenomics” τη λύση στο εργασιακό κενό μεταξύ των φύλων στην Ιαπωνία;
Μέχρι στιγμής ολοένα και περισσότερες γυναίκες έχουν αρχίσει και διεισδύουν στο εργατικό δυναμικό, με το ποσοστό να αγγίζει το 66%. Συγχρόνως, η κατασκευή μονάδων φροντίδας μικρών παιδιών προωθήθηκε ιδιαίτερα από το κράτος. Μάλιστα, το 2016 για πρώτη φορά εκλέχτηκε στο Τόκυο γυναίκα κυβερνήτης, ενώ στις εκλογές του 2020 δύο γυναίκες απέκτησαν υπουργικές θέσεις στη νέα κυβέρνηση του Yoshihide Suga. Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες αισιοδοξίας, όπως η σταδιακή κατάργηση του ανδρικού “macho” στερεοτύπου της εργασίας μέχρι τα μεσάνυχτα και των υπερωριών.
Βέβαια, ακόμη ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών αντιδρά στην υπερβολικά αργή εξέλιξη του συστήματος. Για τις ίδιες, μία ισχυρή εξουσία η οποία θα απωλέσει τον ριζωμένο σεξισμό και θα ανοίξει τις πόρτες της πλήρους οικονομικής χειραφέτησης των γυναικών είναι η μοναδική λύση. Είναι εμφανές, λοιπόν, πως μία παρόμοια πολιτική μπορεί να θεμελιωθεί και απ’ όλες τις χώρες του κόσμου, ανεξαρτήτως του ποσοστού συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, με στόχο την περαιτέρω διεύρυνση του δικαιώματος της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Japan firms fall woefully short of goals on women in management, The Japan Times, διαθέσιμο εδώ
- Preventing issue fatigue on womenomics, The Japan Times, διαθέσιμο εδώ
- Womenomics: Mend the gap, The Japan Times, διαθέσιμο εδώ