Του Εμμανουήλ Προκάκη,
Μετά την κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods και την αναζωπύρωση των συναλλαγματικών κρίσεων, άρχισε να εμφανίζεται το φαινόμενο της δολαριοποίησης ως μορφή συναλλαγματικού συστήματος για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Με τον όρο δολαριοποίηση νοείται η υποκατάσταση, μερική ή ολική, του εγχώριου νομίσματος με ένα ξένο «σκληρό» νόμισμα ως μέσο συναλλαγών και ως μέσο διατήρησης της αξίας. Ο όρος «δολαριοποίηση» χρησιμοποιείται ως συνεκδοχή για να παρουσιάσει το φαινόμενο της υποκατάστασης του εθνικού νομίσματος τόσο από το δολάριο όσο και από άλλα νομίσματα, όπως είναι το ευρώ. Γιατί όμως να επιθυμεί ένα κράτος να απωλέσει τη δυνατότητα άσκησης αυτόνομης εθνικής νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής ώστε να υποκαταστήσει/αντικαταστήσει το εθνικό του νόμισμα;
Η επιλογή της δολαριοποίησης από μία αναπτυσσόμενη οικονομία δύναται να συμβάλει στην δημιουργία ενός κλίματος σταθερότητας και ανάπτυξης, ιδιαίτερα αν η χώρα ταλανίζεται από συναλλαγματικές κρίσεις και νομισματική αστάθεια. Ειδικότερα, τα επιτόκια δανεισμού μειώνονται, ως απότοκο του γεγονότος ότι ο συναλλαγματικός κίνδυνος παύει να ελλοχεύει, και περιορίζεται το φαινόμενο των συναλλαγματικών κρίσεων, καθώς, χωρίς την ύπαρξη εγχώριου νομίσματος, το φαινόμενο της ραγδαίας υποτίμησης του είναι κάτι πρακτικά ανέφικτο. Έτσι, επειδή ακριβώς το εγχώριο νόμισμα δεν υφίσταται για να υποστεί διολίσθηση της αξίας του, αδρανοποιείται το κίνητρο μαζικής φυγής κεφαλαίων από τη χώρα μπροστά στον φόβο μεγάλης υποτίμησης του εγχώριου νομίσματος. Λόγω της μεγαλύτερης μακροοικονομικής σταθερότητας και απουσίας του συναλλαγματικού κινδύνου, δημιουργούνται προϋποθέσεις για προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό και, εφόσον εξαλείφονται τα συναλλακτικά κόστη, ανοίγει ο δρόμος για μεγαλύτερη ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου.
Από την άλλη πλευρά, όμως, τα κράτη που προβαίνουν σε δολαριοποίηση χάνουν τον έλεγχο του αποδεκτού μέσου συναλλαγών που χρησιμοποιείται εντός των συνόρων τους διότι παραιτούνται από το δικαίωμα άσκησης αυτόνομης εθνικής νομισματικής πολιτικής. Παύουν να επωφελούνται από τα έσοδα του εκδοτικού προνομίου και παράλληλα χάνεται η δυνατότητα αξιοποίησης ενός δανειστή ύστατης καταφυγής από το τραπεζικό σύστημα. Με αυτόν τον τρόπο, η νομισματική πολιτική εξωπορίζεται στην κεντρική τράπεζα του κράτους που εκδίδει το υιοθετούμενο νόμισμα και χάνεται η δυνατότητα επηρεασμού των εγχώριων οικονομικών συνθηκών. Λόγου χάρη, σε περίπτωση που η εγχώρια οικονομία παρουσιάσει υφεσιακή τάση, η επιλογή της αύξησης της προσφοράς χρήματος για την προσωρινή τόνωση της συνολικής ζήτησης καθίσταται αδύνατη. Επιπρόσθετα, όταν οι εγχώριες τράπεζες έρθουν αντιμέτωπες με μία κρίση ρευστότητας, η χορήγηση ρευστότητας σε αυτές και η εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων από την κεντρική τράπεζα, ώστε να αντιμετωπιστεί ο συστημικός κίνδυνος και να αποτραπούν οι τραπεζικοί πανικοί (bank run), δεν είναι δυνατή.
Η εμπειρία δεν δύναται να δώσει μία σαφή απάντηση για την αποτελεσματικότητα της δολαριοποίησης εξαιτίας του μικρού δείγματος χωρών που έχουν υιοθετήσει την παρούσα συναλλαγματική διευθέτηση. Το χαρακτηριστικότερο ιστορικό παράδειγμα κυρίαρχου κράτους που έχει προβεί σε ολική δολαριοποίηση είναι ο Παναμάς. Το 1904 υιοθέτησε το δολάριο ΗΠΑ ως νόμιμο χρήμα και το εθνικό νόμισμα, το μπαλμπόα, δεν έχει παρά συμβολική αξία. Ο Παναμάς δεν διαθέτει κεντρική τράπεζα και συνάμα ούτε θεσμό που μπορεί να λειτουργήσει ως δανειστής ύστατης καταφυγής. Το κράτος της κεντρικής Αμερικής έχει πράγματι παρουσιάσει χαμηλό πληθωρισμό και συγκριτικά ικανούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Από την άλλη πλευρά φαίνεται πως η δολαριοποίηση δεν έχει αποτελέσει πανάκεια για όλες τις μακροοικονομικές ανισορροπίες καθώς ο Παναμάς έχει παρουσιάσει τραπεζικές κρίσεις στο παρελθόν (π.χ. 1988-1989) και έχει καταφύγει πολλές φορές στη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, εξαιτίας χρόνιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Άλλες χώρες που έχουν υιοθετήσει το δολάριο ως νόμιμο χρήμα είναι ο Ισημερινός (Εκουαδόρ), το Ανατολικό Τιμόρ, οι νήσοι Μάρσαλ, οι νήσοι Παλάου, η Γουατεμάλα και το Ελ Σαλβαδόρ. Το ευρώ έχουν υιοθετήσει ως εγχώριο νόμισμα το Κοσσυφοπέδιο, το Μαυροβούνιο, το Μονακό, η Ανδόρρα, ο Άγιος Μαρίνος και το Βατικανό. Αξίζει να αναφερθεί ότι το φαινόμενο της δολαριοποίησης δεν περιορίζεται αποκλειστικά στη χρήση του ευρώ και του δολαρίου για την υποκατάσταση του εγχώριου νομίσματος, εφόσον το Λίχτενσταϊν έχει υιοθετήσει το ελβετικό φράγκο και το Τουβαλού το αυστραλιανό δολάριο ως νόμιμο χρήμα.
Η δολαριοποίηση δεν είναι όμως απαραίτητα ιδανική λύση για όλα τα κράτη και μπορεί να αποβεί ωφέλιμη υπό προϋποθέσεις. Εάν σε ένα κράτος παρατηρείται σημαντική χρήση ενός ξένου νομίσματος ως μέσο συναλλαγών ή ως μέσο διατήρησης της αξίας, ισχύει δηλαδή σε κάποιο σημαντικό βαθμό de facto δολαριοποίηση (μερική δολαριοποίηση), η πράξη της de jure δολαριοποίησης (ολική δολαριοποίηση), με την επίσημη υιοθέτηση του ξένου νομίσματος, ενδέχεται να έχει θετική επίδραση στην εγχώρια οικονομία. Τα οφέλη ενδέχεται να είναι μεγαλύτερα όταν παρατηρείται μεγάλη κινητικότητα συντελεστών παραγωγής και εμπορική ολοκλήρωση μεταξύ του κράτους που εκδίδει το νόμισμα και του κράτους που το υιοθετεί. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν προκαλεί εντύπωση που ο Παναμάς, το Ελ Σαλβαδόρ και ο Ισημερινός -κράτη που παρουσιάζουν στενές εμπορικές σχέσεις και γεωγραφική εγγύτητα με τις ΗΠΑ- έχουν προβεί σε πλήρη δολαριοποίηση, υιοθετώντας το δολάριο ως εγχώριο νόμισμα.
Αναφορές
- Quispe-Agnoli M., Whisler E., (2006), “Official Dollarization and the Banking System in Ecuador and El Salvador”, Economic Review Third Quarter 2006 p.55-71, Federal Reserve Bank of Atlanta.
- Sturzenegger F. (2003), Dollarization, Massachusetts: Massachusetts Institute of Technology.
- Salvatore D., Dean J., Willet T., (2003), The Dollarization Debate, New York: Oxford University Press.
- Berg A., Borensztein E. (2000), “The Pros and Cons of Full Dollarization”, IMF Economic Issues No.24.