Της Θεοφιλίας Κουλοπούλου,
Προτού σας αραδιάσω τις σκέψεις μου, θα ήθελα να σας παραθέσω ένα ποίημα μου:
Όλοι με κάτι αγκαλιά κοιμόμαστε το βραδύ
Άλλοι το πάπλωμα, άλλοι το μαξιλάρι
Άλλοι τους φόβους και τους τρόμους τους, άλλοι τα όνειρα τους
Και άλλοτε κάποιοι είναι τυχεροί κι έχουν τον ερωτά τους
Εγώ πάλι δεν ξέρω με τι να πρωτοκοιμηθώ
Μονάχα λείπει ο ερωτάς και θέλω να αποκοιμηθώ
Κάποιες φορές λέω, δεν πειράζει
και παίρνω αγκαλιά τα κατωσέντονα και μπλέκομαι μαζί τους
Άλλες πάλι τυλίγομαι στις ανασφάλειες της πιο βαθιάς μορφής τους
Μήτε τα όνειρα μου κυνηγώ μήτε με κυνηγούνε
Κάποιες φορές δεν ξέρω να σταθώ ό,τι και να μου πούνε
Πρώτα στις 12, έπειτα στις 9, μετά στις 10 και ξανά πάλι 9 και τώρα 6
Μάλλον κατά τις 6 που νυχτώνει βγαίνει το τέρας,
όπως και με τη σκέψη.
Ατέρμονες οι νύχτες πια. Ατέρμονη και αβάσταχτη η σημερινή. Είναι από κείνες τις νύχτες που η κούραση δεν περιγράφεται, αλλά ο ύπνος δεν στεριώνει. Και η αλήθεια είναι πως έχει καιρό να στεριώσει. Κοντεύει ένας χρόνος.
Αναρωτιέμαι πως καταφέρνω και ξυπνάω ακόμη το πρωί. Με τα μαλλιά κοτσίδα και έναν καφέ στο χέρι ένα τέταρτο πριν πιάσω δουλειά. Και όλος ο κόσμος να κινείται, αλλά να μην κινείται. Άραγε βαστάει ακόμα ο κόσμος να ξυπνήσει το πρωί; Με τι ελπίδα σηκώνεται από το κρεβάτι του τα πλέον χειμωνιάτικα πρωινά; Και εδώ, δυστυχώς, ο όρος «χειμωνιάτικα» δεν παραπέμπει στο κρύο που έχει έξω, καθώς αυτό θα ήταν ειρωνεία απέναντι σε έναν καλοκαιρινό χειμώνα που βιώνουμε. Αυτό, όμως, είναι μια άλλη συζήτηση.
Αναφέρομαι στο κρύο μέσα μας που δεν μπορεί να ζεσταθεί. Μονάχα κρύβουμε τη θλίψη μας κάτω από τις μάσκες μας. Λίγοι είναι αυτοί που κοιτάνε πια στα ματιά. Μα αυτοί που ξέρουν να κοιτάνε, βλέπουν. Βλέπουν την αγωνία των νέων γονιών που δεν ξέρουν σε τι κόσμο έφεραν το παιδί τους. Ένα παιδί που γεννήθηκε μέσα σε μια παγκόσμια πανδημία. Ένα παιδί που δεν ξέρουμε πότε θα καταφέρει να δει άλλα χαμογελά πέρα από των γονιών του. Και αυτά άμα τα βλέπει, γιατί πολλοί φοβούνται να χαμογελάσουν. Φοβούνται να αισθανθούν χαρά μήπως και απογοητευτούν. Κι όλο ζουν μέσα στη ρουτίνα της μάσκας και του αντισηπτικού. Κι όλο κλαίνε κρυφά από τα παιδιά τους το βραδύ πριν να πέσουν για ύπνο. Και πάλι εκείνος ο παππούλης που δεν έχει δει το εγγόνι του μήνες τώρα, ίσως να μην το έχει γνωρίσει καν ακόμα, αν αυτό μόλις γεννήθηκε, και δεν ξέρουμε καν αν θα καταφέρει να το δει ή να το ξαναδεί, μονάχα ελπίζουμε. Που ίσα του φτάνει η σύνταξη και η μισή φεύγει σε μάσκες, γάντια και αντισηπτικά. Η πιτσιρίκα αδημονεί να ξαναδεί τις φίλες της από το σχολείο που κάθε απόγευμα παίζανε στο πάρκο και τώρα το πάρκο είναι άδειο και έτσι θα παραμείνει επ’ αόριστον. Γκρινιάζει, γιατί είναι όλη μέρα σπίτι και δεν έχει τι να κάνει. Ένα παλικάρι από απέναντι χαζεύει τα θολωμένα αστέρια της πόλης παγιδευμένος στο μπαλκόνι του, γιατί δεν μπορεί να πάει να βρει την κοπελιά του.
Ψάχνω και ‘γω να βρω τον ύπνο μου μέσα στην αυπνία μου, αλλά οι σκέψεις δεν με αφήνουν. Είναι κάνεις εδώ να με αποκοιμίσει; Λησμόνησα τόσο πολύ αυτό το νανούρισμα αγκαλιά με την αγάπη μου. Μα που να βρεις μια αγάπη τώρα. Που να βρεις μια αγκαλιά; Που να βρω τον ύπνο μου;
Οι άνθρωποι δεν αγκαλιάζονται πια. Δεν γελούν. Δεν ακούγονται. Τριγύρω ησυχία και η μονή φασαρία οι ειδήσεις, τα ασθενοφόρα και τα περιπολικά. Καταιγισμός αρνητικών γεγονότων από παντού. Δεν αντέχεται άλλο αυτή η απαισιοδοξία. Αβάσταχτη η νύχτα. Αβάσταχτα και τα πρωινά και τα μεσημέρια. Ειδικά αυτά τα απογεύματα που ανακοινώνεται η νέα χιλιάδα κρουσμάτων και τα όλο και πιο ασφυκτικά μέτρα. Και όλο τα κλείνω να μην βλέπω, να μην ακούω, αλλά όλα ακούγονται. Και εγώ βουβή. Θέλω να τους φωνάξω σταματήστε πια, μα δεν με ακούνε. Φοράω τη μάσκα και σιωπώ. Έχω κάνει συλλογή πλέον από μάσκες. Άλλες φλοράλ, άλλες με αστείες φάτσες ή μότο κι άλλες μαύρες. Δεν μπορώ να με φανταστώ πλέον χωρίς μάσκα. Πολλές φορές, ακόμη, νιώθω κάπως περίεργα αν τη βγάλω για λίγο. Φοράω, λοιπόν, το χαμόγελο και από πάνω τη μάσκα μου και εξυπηρετώ τον πελάτη: «Να ‘στε καλά, Καλή συνέχεια!». Ξεγελώ και εκείνον και εμένα μαζί. Κι όλο με πιάνει το μαράζι που θέλω να φωνάξω και δεν μπορώ, θέλω να ουρλιάξω από θυμό και να ξεσπάσω σε κλάματα και δεν μπορώ. Δεν ξέρω αν φταίει η μάσκα που φορώ…
Δειλά δειλά καμία φορά μου τραγουδώ και ξεγελιέμαι. Κάποιες φορές πιάνω και τον χορό όσο συμμαζεύω και σφουγγαρίζω. Το πάτωμα, όμως, γλιστράει. Πολύ φοβάμαι θα γλιστρήσω μια μέρα και θα προσγειωθώ στην πραγματικότητα απότομα. Κι αν είναι αυτή η νέα μας ζωή; Μέχρι πότε; Κι όλοι μου λένε που βρίσκω την ενέργεια και την όρεξη και όλη αυτή τη χαρά που εκπέμπω. Με πιάνει υπερένταση, τους λέω, μετά τη δουλειά και μετά από τόσους καφέδες, αλλά μονάχα εγώ ξέρω. Ξέρω πως πρέπει να ξεγελάω τον εαυτό μου ότι είμαι καλά και πως όλα θα κυλήσουν όμορφα. Όλα θα πάνε καλά και φαντάζομαι γαλήνιες μουσικές στα αυτιά μου, για να νανουριστώ.
Μα δεν τα καταφέρνω. Κατέληξα στο μπαλκόνι να χαζεύω τον ουρανό και ‘γω σαν την ερωτευμένη. Αχ και θέλω τόσο πολύ να ερωτευτώ. Να ερωτευτώ στιγμές και ανθρώπους και τοπία και μουσικές και χορούς. Να ζήσω τα 20 μου ανέμελα. Χωρίς προσωπεία και άγχη. Χωρίς μάσκες και απαγορεύσεις. Κυκλοφορώντας στις 12 η ώρα το βράδυ, όπως στις 12 η ώρα το μεσημέρι. Να πετάξω το κινητό σε μια άκρη και να ξεχάσω την «ταυτότητα» μου για λίγο σπίτι, ώστε να ανακαλύψω κι άλλες πτυχές του εαυτού μου ξέγνοιαστα. Χωρίς να ενημερώσω κανέναν πως φεύγω, πού πάω και για πόσο θα λείψω. Να βγάλουμε τις μάσκες μας, να εισπνεύσουμε καθαρό αέρα και να πλησιάσουμε και πάλι τους ανθρώπους.
Να να να να να… και όλα αυτά τα «να» σαν ένα όμορφο νανουριτό από αχαλίνωτα όνειρα. Το νανουριτό μου ίσως αρχίζει να πιάνει.
Ήδη ονειρεύομαι…
Όνειρα γλυκά!