Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Στα δυο προηγούμενα άρθρα διατρέξαμε εν συντομία τα συστήματα γραφής που εμφανίστηκαn στον ελλαδικό χώρο, όπως η Γραμμική Α΄ και Β΄, τα κρητικά ιερογλυφικά κ.λπ. Αυτοί οι τρόποι γραφής χρησιμοποιούνταν κυρίως για γραφειοκρατικούς και θρησκευτικούς λόγους, αλλά ήταν δύσκολοι ως προς την κατανόησή τους, γι’ αυτό υπήρχε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που τα καταλάβαινε και τα χρησιμοποιούσε. Η μεγάλη αλλαγή θα έρθει με την εμφάνιση του αλφάβητου. Μέσα από αυτό, οι άνθρωποι θα μπορέσουν να ξεφύγουν από την απλή χρηστική λειτουργία της γραφής και θα έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν τις σκέψεις τους, μέσα από τα λογοτεχνικά κείμενα, τη νομοθεσία τους, την ιστορία τους και πλήθος άλλωn δραστηριοτήτων. Τώρα, όλο και περισσότεροι θα μπορούν να γράφουν και να διαβάζουν.
Το σύστημα αυτό εντοπίζεται στο Μεσογειακό χώρο μεταξύ του τέλους της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. και στις αρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ. Πλέον, δεν είναι αναγκαία τα εκατό -πολλές φορές και παραπάνω- σημεία για να γράψει κανείς, όπως γινόταν με τα συλλαβογράμματα, αλλά αρκούν περίπου τριάντα σημεία. Αυτά «απεικονίζουν ελάχιστες μονάδες ήχου χωρίς νόημα, οι οποίες συνδυαζόμενες δημιουργούν την τεράστια ποικιλία των μονάδων ήχου με νόημα –των λέξεων» (Χριστίδης 2005). Έτσι πια δεν καταγράφονται συλλαβές, αλλά μικρά κομμάτια ήχου, που όταν συνδέονται, παρέχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ένας από τους λαούς που χρησιμοποίησε το αλφαβητικό σύστημα είναι οι Φοίνικες με τον πολιτισμό τους να αναπτύσσεται στα παράλια της ανατολικής Μεσογείου κοντά στις σημερινές ακτές της Συρίας, του Λιβάνου και του Ισραήλ. Η γλώσσα τους κατατάσσεται στις λεγόμενες σημιτικές, όπως τα εβραϊκά, τα αραμαϊκά και τα αραβικά, ενώ αποτελούνταν από 22 γράμματα και όλα ήταν σύμφωνα. Συνεπώς, ο αναγνώστης όταν διάβαζε ένα κείμενο, συμπλήρωνε από μόνος του το κατάλληλο φωνήεν.
Τι γίνεται όμως, εάν ορισμένες λέξεις έχουν τις ίδιες συλλαβές; Εάν επί παραδείγματι είχαμε στα ελληνικά τα σύμφωνα κπς ποια λέξη θα ήταν, «κάπως», «κόπος», «κήπος»; Στα φοινικικά ωστόσο, τα σύμφωνα έχουν τη σημασία τους και όταν προστίθενται τα φωνήεντα, δεν αλλάζει πολύ η έννοιά τους. Έτσι, εάν υποθέσουμε πως έχουμε στα φοινικικά τα γράμματα kps η προσθήκη διάφορων φωνηέντων δεν θα διαφοροποιούσε σημαντικά τη σημασία τους, αν δηλαδή υποθέσουμε πως η λέξη «kapas» σημαίνει «δυνατός», η λέξη «kipas» θα σημαίνει «δύναμη», η «kupus» «δυνατότερος» κ.λπ. Συνεπώς, αυτό το σύστημα γραφής είναι μεν ελλειπτικό, καθώς στη γραφή απουσιάζουν τα φωνήεντα, όμως, όποιος γνωρίζει τη γλώσσα είχε τη δυνατότητα κατανόησης του νοήματος.
Μέσα από την εμπορική οδό το σύστημα αυτό θα περάσει στην Ελλάδα και θα δεχτεί τις απαραίτητες μετατροπές, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες της γλώσσας. Το ότι η ελληνική γραφή ήταν προϊόν δανεισμού και μετεξέλιξης ήταν γνωστό και εμφανές στους αρχαίους Έλληνες, μάλιστα ο Ηρόδοτος αναφέρει χαρακτηριστικά «Στην αρχή οι Έλληνες μεταχειρίστηκαν όσα γράμματα μεταχειρίζονταν οι Φοίνικες, ύστερα όμως, με το πέρασμα του χρόνου άλλαξαν τον ήχο τους και το σχήμα τους. […] Αφού τα γράμματα τα εισήγαγαν οι Φοίνικες στην Ελλάδα, είναι δίκαιο να ονομάζονται Φοινικικά».
Σε αυτό το σημείο αξίζει να δούμε κάποιες από τις σημαντικότερες αλλαγές που έκαναν οι Έλληνες στο φοινικικό αλφάβητο. Όπως προείπαμε, οι Φοίνικες δεν χρησιμοποιούσαν στα κείμενά τους τα φωνήεντα, κάτι που θα ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί στην ελληνική περίπτωση, έτσι πλάστηκαν τα πρώτα φωνήεντα είτε με τη μετατροπή των συμφώνων, είτε τη δημιουργία τους εκ του μηδενός.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα της μετατροπής των συμφώνων σε φωνήεντα είναι τα γράμματα «α» και «ι». Στην πρώτη περίπτωση, οι Φοίνικες είχαν το σύμφωνο «Alef», που στην αρχή μάλιστα σήμαινε και «βόδι», αυτό το γράμμα μεταπλάστηκε και κατέληξε στο φωνήεν «Άλφα». Ακολούθως, το σύμφωνο «Yod» (γιώδ) έγινε το «Ιώτα», δηλαδή το γιώτα. Με το ίδιο σκεπτικό, τροποποιήθηκαν και κάποια άλλα σύμφωνα για να μπορέσει το σύστημα αυτό να πάρει μια πιο ολοκληρωμένη μορφή.
Τα πρώτα επιβεβαιωμένα δείγματα της ελληνικής αλφαβητικής γραφής είναι περίπου στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ., οπότε εμφανίζεται γραπτό κείμενο στη λεγόμενη οινοχόη από το Δίπυλο και το ποτήρι του Νέστωρα. Άρα, το αλφάβητο εισήχθη μερικά χρόνια ή αιώνες νωρίτερα.
Η οινοχόη αυτή –που βρέθηκε μέσα σε έναν αρχαίο τάφο και χρονολογείται μεταξύ 750-735 π.Χ.- φέρει, εκτός από γεωμετρικά σχήματα (ευθείες γραμμές, τρίγωνα κ.α.) και μια χαραγμένη επιγραφή που έχει κατεύθυνση από τα δεξιά προς τα αριστερά. Σε αυτήν λοιπόν, διαβάζουμε «Όπως τώρα από όλους τους χορευτές χορέψει με περισσότερη χάρη», το υπόλοιπο κείμενο δεν σώζεται σε καλή κατάσταση, ωστόσο, μπορούμε να υποθέσουμε τη συνέχεια, δηλαδή πως θα δίνονταν ως έπαθλο.
Από την άλλη, το ποτήρι του Νέστoρα (πιο συγκεκριμένα οι ειδικοί ονομάζουν αυτό το αγγείο πόσεως ως κοτύλη) είναι ένα εύρημα, του 750-725 π.Χ., που εντοπίστηκε στις Πιθηκούσες μια αποικία που ίδρυσαν οι Ευβοείς στην περιοχή της σημερινής Νάπολης. Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση με την οινοχόη, έτσι κι εδώ εκτός από τα γεωμετρικά σχήματα έχουμε και μια έμμετρη επιγραφή «Είμαι το καλοφτιαγμένο ποτήριον του Νέστορα όποιος αδειάσει και την τελευταία σταγόνα θα καταληφθεί από τον πόθο της ομορφοστεφανωμένης Αφροδίτης».
Μετά από όλα αυτά βλέπουμε πλέον πως το αλφάβητο έχει ριζώσει στον ελλαδικό χώρο και σταδιακά θα μετεξελίσσεται (εμφάνιση της δωρικής, της ιωνικής διαλέκτου κ.ο.κ.). Μέσα από αυτήν τη γραφή θα αποτυπώσει ο Όμηρος τα έπη του, που είναι γνωστά από όλον τον κόσμο, θα εκφράσουν τις σκέψεις τους οι μεγάλοι φιλόσοφοι (Πλάτων, Αριστοτέλης και πλήθος άλλων), θα διασωθεί η ιστορία από τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη κ.α. Η γραφή παύει να είναι προνόμιο των λίγων (όπως πριν με τις Γραμμικές γραφές) και με την πάροδο του χρόνου όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα μπορούν να εκφράζονται. Με την πάροδο των αιώνων, οι εμπορικές επαφές και οι αποικίες που είχαν οι Έλληνες στη Δύση και συγκεκριμένα στην Ιταλία ήταν η αιτία της δημιουργίας του λεγόμενου λατινικού αλφάβητου, που πρόκειται για ένα μετασχηματισμό του ελληνικού και ειδικότερα του ευβοϊκού.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αναστάσιος Φοίβος Χριστίδης, «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας» Εκδόσεις Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2005, σελ. 62, 92-102
- Rosalind Thomas, «Γραπτός και προφορικός λόγος στην αρχαία Ελλάδα», μετάφραση Δημήτρης Κυρτάτας, Εκδόσεις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2001, σελ. 65-68
- Henri Tonnet, «Ιστορία της Νέας Ελληνικής Γλώσσα», μετάφραση Μαρίνα Καραμάνου, Πάνος Λιαλιάτσης, Εκδόσεις Παπαδήμα, 2009, σελ. 25-27
- Δημήτρης Πλάντζος, «Ελληνική Τέχνη και Αρχαιολογία 1200-30 π.Χ.», Εκδόσεις Κάπον, 2016, σελ. 50-53