Του Κωνσταντίνου Βασιλείου,
Κατά το έτος 1821, οι δύο ανατολικές Παραδουνάβιες Ηγεμονίες της Βαλκανικής Χερσονήσου, δηλαδή εκείνες της Μολδαβίας και της Βλαχίας, άνηκαν στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπό τη μορφή ιδιότυπου καθεστώτος. Η παρουσία του Οθωμανικού στρατού στα εδάφη αυτά ήταν ιδιαίτερα διακριτική και περιοριζόταν σε ολιγάριθμους Τούρκους στρατιώτες, που εκτελούσαν κυρίως καθήκοντα χωροφυλακής και σαφώς δεν αποτελούσαν υπολογίσιμη δύναμη. Η είσοδος οργανωμένης στρατιωτικής ομάδας των Οθωμανών στη Μολδοβλαχία θα έπρεπε πρώτα να είχε λάβει τη συγκατάθεση της Ρωσίας. Όσον αφορά τη διοίκηση, ο Σουλτάνος είχε διορίσει Έλληνες αξιωματούχους, οι οποίοι ασκούσαν την εξουσία στις ηγεμονίες, με τη σύμπραξη της τοπικής Γερουσίας.
Σε γενικές γραμμές, οι Έλληνες των ηγεμονιών ανήκαν στη μειοψηφία του συνολικού πληθυσμού, κατοικούσαν όμως, στα μεγάλα αστικά κέντρα, ήταν συνήθως μορφωμένοι και οικονομικά ευκατάστατοι, κατέχοντας τις σημαντικότερες διοικητικές θέσεις και στο στρατό, που αποτελείτο εν γένει από χριστιανούς ορθόδοξους στρατιώτες. Συν τοις άλλοις, η ανταρσία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων εναντίον του Σουλτάνου, είχε ως αποτέλεσμα να εξασθενίσουν αριθμητικά οι ισχυρές θέσεις των Οθωμανών στο Δούναβη. Αυτοί ήταν και οι κυριότεροι λόγοι που οδήγησαν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο να επιλέξει την περιοχή της Μολδοβλαχίας ως το καταλληλότερο μέρος για να ξεσπάσει η ελληνική επανάσταση. Στόχος του ήταν να στρέψει το ενδιαφέρον στη Βαλκανική Χερσόνησο, ως αντιπερισπασμό προς τις επαναστατικές εστίες, που έμελλε να ξεσπάσουν στην Πελοπόννησο. Πράγματι, στις 22 Φεβρουαρίου του 1821, ο Υψηλάντης θα περάσει τον Προύθο, φορώντας τη ρωσική στρατιωτική στολή του και θα φτάσει στη Μολδαβία, σηματοδοτώντας την έναρξη της επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ενώ οι ένοπλες συρράξεις είχαν ήδη ξεκινήσει από την προηγούμενη ημέρα, στη μάχη του Γαλατσίου.
Δυστυχώς όμως, για τους επαναστατημένους, ο Αγώνας στη Μολδοβλαχία δεν είχε την επιθυμητή εξέλιξη. Οι Οθωμανοί θα πετύχουν αποφασιστική νίκη σε μια εκ των κρισιμότερων πολεμικών αναμετρήσεων, στη μάχη του Δραγατσανίου, στις 6 και 7 Ιουνίου. Η ήττα αυτή, παρά την ηρωική αντίσταση των επαναστατημένων και ιδιαίτερα του Ιερού Λόχου, είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση του στρατού του Υψηλάντη, αλλά και τη φυγή του ίδιου προς τα αυστριακά σύνορα, με σκοπό να καταφύγει στην Ελλάδα. Η κατάσταση στη Μολδαβία έμοιαζε μη αναστρέψιμη. Ο οθωμανικός στρατός θα εισβάλει στο Ιάσιο στις 13 Ιουνίου, την ίδια στιγμή που οι εναπομείνασες ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις είχαν οχυρωθεί στη θέση του Σκουλενίου.
Το Σκουλένι βρισκόταν βόρεια, σε απόσταση 2 ωρών, από το Ιάσιο και δίπλα από τον ποταμό Προύθο, ο οποίος αποτελούσε και το φυσικό σύνορο με τη Ρωσία. Η διαταγή της οχύρωσης δόθηκε από τον απόστρατο συνταγματάρχη του ρωσικού στρατού, Γεώργιο Καντακουζηνό, σκεπτόμενος ότι θα ήταν εύκολο για τους στρατιώτες να εξασφαλίσουν τον ανεφοδιασμό από την απέναντι όχθη του Προύθου. Η αλήθεια είναι όμως, ότι το Σκουλένι, ως πεδινή θέση, θα ήταν ευάλωτο στις επιθέσεις του πεζικού και του ιππικού και ως εκ τούτο ακατάλληλο για διεξαγωγή μάχης εναντίον πολυάριθμου στρατού. Αυτή ήταν και η βασική ένσταση του Αθανάσιου Καρπενησιώτη και του Γεώργιου Παπά, οι οποίοι πρότειναν ο ελληνικός στρατός να οχυρωθεί σε μια κοντινή θέση με στενό ισθμό. Οι διαφωνίες στον τομέα της στρατηγικής συνεχίστηκαν, με αποτέλεσμα ο Καντακουζηνός να εγκαταλείψει το Σκουλένι μαζί με τους κυριότερους οπλαρχηγούς του και να περάσει τα ρωσικά σύνορα. Τελικά, το οχυρό έμεινε με 485 υπερασπιστές, πρόθυμους να θυσιαστούν για τον Αγώνα.
Το πρωί της 17ης Ιουνίου, ο οθωμανικός στρατός θα ξεκινήσει από το Ιάσιο με επικεφαλής τον Κεχαγιά Μπέη. Οι τουρκικές δυνάμεις ήταν πολυάριθμες, με 4.000 ιππείς να πλημμυρίζουν την πλατιά πεδιάδα ανάμεσα στον Προύθο και Ζίζια και 2.000 πεζικάριοι να κατεβαίνουν από το λόφο της Στίγκας, ενώ συνοδεύονταν και από 6 πεδινά κανόνια. Όσον αφορά τις ελληνικές δυνάμεις, 150 στρατιώτες, όλοι σχεδόν νησιώτες στην καταγωγή, είχαν τοποθετηθεί μέσα στο οχύρωμα, με αρχηγούς τον Καρπενησιώτη, τον Κοντογόνη και το Σφαέλλο. Από την άλλη πλευρά, 300 άνδρες, με διοικητή το Γεώργιο Παπά, είχαν ταχθεί πεζοί κατά τα 2/3 σε σπίτια, που βρίσκονταν ανατολικά από το οχύρωμα και κατά το 1/3 σε μια περιοχή κοντά στο οχύρωμα. Η μάχη ξεκίνησε κατά τις 9 το πρωί. Στην απέναντι όχθη του Προύθου, είχε μαζευτεί πλήθος Μολδαβών και Ελλήνων προσφύγων από το Ιάσιο και τα περίχωρά του, αλλά και άλλοι που ήρθαν από το Κισνόβιο και άλλες περιοχές της Βεσσαραβίας, με σκοπό να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της μάχης. Επιπρόσθετα, είχαν παραταχθεί και δύο συντάγματα του ρωσικού πεζικού, μαζί με μια μονάδα Κοζάκων ιππέων, υπό την ηγεσία του στρατηγού Ζαμπανιώφ, ενώ παρών ήταν και ο ίδιος ο γενικός στρατιωτικός διοικητής της Βεσσαραβίας, με σκοπό να εξασφαλιστεί η ουδετερότητα.
Οι ελληνικές δυνάμεις αναχαίτισαν με σχετική άνεση την οθωμανική εμπροσθοφυλακή, όμως όταν εμφανίστηκε ο μεγάλος όγκος του ιππικού αναγκάστηκαν να αποσυρθούν στο οχύρωμα. Στο σημείο αυτό, με τη χρήση τουφεκιών και κανονιών, οδήγησαν τους Οθωμανούς σε οπισθοχώρηση σε τέτοια απόσταση, ώστε να βρίσκονται εκτός πεδίου βολής. Παράλληλα, 300 Τούρκοι πεζικάριοι επιχείρησαν να καταλάβουν τα ερείπια του Σκουλενίου, με τον Απόστολο Σταύρακα και τους 100 άντρες του να τους εμποδίζουν, σκοτώνοντας 80 και αιχμαλωτίζοντας 25 εξ αυτών. Οι Έλληνες πολεμιστές συχνά έβγαιναν από το οχύρωμα, καταδίωκαν τους Οθωμανούς και συμπλέκονταν μαζί τους στο ανοικτό πεδίο. Επί 8 συνεχόμενες ώρες, οι αμυνόμενοι μάχονταν ηρωικά, αποκρούοντας όλες τις επιθέσεις των Τούρκων και κρατώντας σταθερά τις θέσεις τους. Οι απώλειες ήταν ελάχιστες, ήτοι μόλις 3 νεκροί και 16 τραυματίες, μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Παπάς, ο οποίος φυγαδεύτηκε από το πεδίο της μάχης, ώστε να αναρρώσει. Αντίθετα, οι Οθωμανοί γνώριζαν βαρύτατες απώλειες.
Το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι επιτιθέμενοι, έγκειται στο ότι δε μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα κανόνια τους, υπό το φόβο ότι κάποια βολή τυχόν να έπεφτε στην άλλη πλευρά του Προύθου. Ο Ζαμπανιώφ είχε κάνει σαφές ότι έστω και μια σφαίρα να έπεφτε σε ρωσικό έδαφος, ήταν υποχρεωμένος να επέμβει εναντίον των Οθωμανών. Σύμφωνα με το Φιλικό Αθανάσιο Ξόδιλο, ένας ντόπιος Μολδαβός, ο Κρετσούνης, είχε πλησιάσει του Οθωμανούς και τους είχε αποκαλύψει την ύπαρξη ανοιχτού πεδίου, στα αριστερά του οχυρώματος. Πράγματι, σε εκείνο το σημείο τοποθετήθηκαν τα 6 κανόνια, τα οποία πλέον μπορούν να χτυπήσουν ανενόχλητα τους αμυνομένους. Οι συνεχείς βολές είχαν ως αποτέλεσμα να διαλύσουν το οχύρωμα, καθώς οι ελληνικές δυνάμεις δε ηδύναντο να ανταποδώσουν.
Στη συνέχεια, ακολούθησαν μάχες σώμα με σώμα στη βάση της ελληνικής άμυνας, με το τουρκικό ιππικό να εξαπολύει κατά μέτωπο επίθεση και το πεζικό να ορμά από την άλλη πλευρά. Οι Έλληνες στρατιώτες πάλεψαν με απαράμιλλη γενναιότητα, όμως, το αριθμητικό μειονέκτημά τους, καθιστούσε μάταια οποιαδήποτε προσπάθεια οργανωμένης αντίστασης. Σε έναν πραγματικό αγώνα μέχρις εσχάτων, έχασαν τη ζωή τους όλοι οι οπλαρχηγοί και η πλειονότητα των στρατιωτών. Μεταξύ των θυμάτων ήταν οι αρχηγοί Καρπενησιώτης, ο Κοντογόνης, αλλά και Σταύρακας, ο Μιγγλέρης, ο Σφαέλλος και άλλοι σημαντικοί μαχητές. Κάποιοι από τους στρατιώτες, για να ξεφύγουν της σφαγής, βούτηξαν στα νερά του Προύθου και όσοι εξ αυτών ήξεραν κολύμπι, κατάφεραν να περάσουν τα ρωσικά σύνορα και να σωθούν. Στη μάχη του Σκουλενίου, έχασαν τη ζωή τους 300 Έλληνες και άλλοι 50 τραυματίστηκαν, ενώ από την πλευρά των Οθωμανών σκοτώθηκαν 1.600 άνδρες κι άλλοι 200 τραυματίες.
Η ήττα των ελληνικών δυνάμεων στο Σκουλένι σηματοδοτεί και το ουσιαστικό τέλος της επανάστασης στη Μολδαβία. Η θυσία του Αθανάσιου Καρπενησιώτη και των παλικαριών του, μπορεί να μην είχε κάποιο θετικό αντίκτυπο στη στρατιωτική πορεία της επανάστασης, θα μείνει όμως, στην ιστορία ως μια ακόμα πράξη μέγιστης αυτοθυσίας, που φώτισε τις καρδιές των επαναστατημένων Ελλήνων. Οι αμυνόμενοι, μπροστά στην επερχόμενη συντριβή τους και ενώ είχαν να αντιμετωπίσουν μια στρατιωτική δύναμη 10πλάσια της δικής τους, δεν εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης και παρέμειναν εκεί να πολεμούν, χύνοντας και την τελευταία ρανίδα του αίματός τους. Εξάλλου, ο παραλληλισμός με τη θυσία των Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες είναι έκδηλος και συνεχίζει να διατηρεί τη διαχρονική αξία του να πεθαίνει κανείς για τις ιδέες του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Δ. Κόκκινος (1974) Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης Τόμος Πρώτος Αθήνα: Εκδ. Μέλισσα
- Συλλογικό Έργο (1975), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος ΙΒ’. Η Ελληνική Επανάσταση και η ίδρυση του Ελληνικού Κράτους. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- Βακαλόπουλος, Ε. Α. (1980), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Η μεγάλη ελληνική επανάσταση (1821-1829). Τόμος Ε‘. Οι προϋποθέσεις και οι βάσεις της (1813-1822). Θεσσαλονίκη: Τυπογρ. Σ. & Ι. Σφακιανάκη
- Βακαλόπουλος Ε. Α., (2005), Νέα Ελληνική Ιστορία: 1204- 1985. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βανιάς.