Του Ραφαήλ-Νικόλαου Μπελενιώτη,
Η Καίτη Ντιριντάουα υπήρξε μια από τις εμβληματικότερες μορφές της ελληνικής υποκριτικής σκηνής. Το πραγματικό της όνομα ήταν Αικατερίνη Οικονόμου και γεννήθηκε το 1921 στη Θεσσαλονίκη.
Τις πρώτες σπουδές της έκανε στις σχολές Μοριάνωφ και Ζουρούδη, όπου και εργάστηκε στην ιστορική πλέον «Μάντρα» του Αττίκ και αργότερα πέρασε και από τον Θιάσο του Μακέδου ως και τα πρώτα χρόνια της Κατοχής, όταν μπορούσε να ασχοληθεί ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς με την τέχνη, που αγαπούσε. Τότε ήταν που χρησιμοποιούσε και το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ντιριντάουα, παρμένο από την ομώνυμη πόλη της Αιθιοπίας. Η «Καίτη Ντιριντάουα», όμως, από νωρίς υπήρξε πολιτικό όν, με κλήση στα κοινά ζητήματα, που απασχολούσαν την τότε Ελλάδα. Στη διάρκεια της Κατοχής, πολέμησε με το ΕΑΜ, ενώ, αργότερα, δεν άργησε να καταδικαστεί και από τους Γερμανούς για την αντιστασιακή δράση, που ανέπτυξε, σε φυλάκιση 3 ετών.
Τα βάσανά της, όμως, συνεχίστηκαν και μετά τα χρόνια της απελευθέρωσης. Μετά την Κατοχή, για τις πολιτικές θέσεις της εξορίστηκε μαζί με άλλους αντιστασιακούς στη Μακρόνησο, μετά στη Χίο και έπειτα στο μαρτυρικό Τρίκερι.
Η Καίτη Ντιριντάουα είχε παντρευτεί τον Κώστα Χατζηχρήστου, με τον γάμο τους να γίνεται πρώτο θέμα σε όλες τις εφημερίδες της εποχής. Τότε μερίδα του Τύπου είχε επιτεθεί στη γνωστή ηθοποιό για την αστάθεια του χαρακτήρα της, ιδίως στα πολιτικά, αλλά περισσότερο γιατί, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, είχε παντρευτεί τον Πετρουτσόπουλο, που ήταν γνωστός για την τυχοδιωκτική του ζωή και λέγεται ότι κυκλοφορούσε με μια ταυτότητα της Γκεστάπο ως δωσίλογος.
Θεατές επιτίθονταν στα θέατρα όπου έπαιζε και δημιουργούσαν υλικές ζημιές, ενώ, παράλληλα, πολλά δημοσιεύματα την κακοχαρακτήριζαν. Όταν ο άντρας της εκτελέστηκε από Έλληνες αντιστασιακούς αξιωματικούς στην Ιταλία, τότε η Καίτη έμεινε χήρα και βίωσε πολλές άσχημες στιγμές. Η ίδια ποτέ δεν αποδέχθηκε τους χαρακτηρισμούς. Σε αντιπαράθεση των όσων άκουγε, είχε να αντιτάξει τις αντιστασιακές περγαμηνές της, από την πολύπαθη συμμετοχή της στο ΕΑΜ, αλλά και από τα δύσκολα χρόνια των εξοριών. Κατά την εποχή των Δεκεμβριανών, ακολούθησε πιστά την πολιτική της πορεία, τασσόμενη υπέρ του ΕΑΜ. Επιθέσεις δέχτηκε και από Χίτες και δεξιές οργανώσεις, σε μια εποχή που τα πολιτικά πιστεύω μπορούσαν να μετατραπούν σε καθημερινό βραχνά.
Στο θεατρικό σανίδι στάθηκε αισίως μέχρι και το 1966. Στις 9 Φεβρουαρίου 1996, πέθανε από ανακοπή καρδιάς, έχοντας πλέον σταματήσει να απασχολεί την κοινή γνώμη, αλλά και ως έναν βαθμό ξεχασμένη από τους φίλους του θεάτρου.