Του Γιώργου Κυριακού,
Πολλά είναι εκείνα που έχουν γραφτεί για την οικονομική κρίση του 1929, για εκείνη του 2008 και για προγενέστερες, όπως εκείνες στα τέλη του 19ου και του 20ου αιώνα. Ήταν φάσεις του οικονομικού κύκλου που συντάραξαν τα νερά του συστήματος και έκαναν το στομάχι αμέτρητων ατόμων να υποσιτίζεται ή να είναι τελείως αδειανό για μεγάλες χρονικές περιόδους. Πείνα, λοιπόν, αυτοκτονίες και τεράστια ανεργία ήταν η καθημερινότητα για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Αυτή είναι η αλήθεια.
Αν εξαιρέσουμε ορισμένες φωνές που διακήρυτταν την επερχόμενη καταστροφή, στην πλειοψηφία τους εκείνοι που συμμετείχαν στο «παιχνίδι», απλώς απολάμβαναν τις τρομερές αποδόσεις των κερδών τους και θεωρούσαν πως αυτό θα συνεχιζόταν. (Για τους λάτρεις των αριθμών να επισημάνουμε εδώ, πως το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης από το 1921 έως το Σεπτέμβρη του 1929 είχε προσφέρει συνολική απόδοση 400%). Οι προσδοκίες ήταν αρκετά υψηλές, όμως τελικά η φούσκα έσκασε.
Αυτό συνέβη σε κάθε μεγάλη κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και η οικονομική επιστήμη κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις. Τα ρεύματα της οικονομικής σκέψης είναι πολλά και οι εξηγήσεις σαφώς περισσότερες και περίπλοκες. Στο παρόν άρθρο θα εστιάσουμε στην οπτική της κλασσικής πολιτικής οικονομίας του laissez-faire, στην κεϋνσιανή προσέγγιση και στην τοποθέτηση της μαρξιστικής οικονομικής σκέψης γύρω από το ζήτημα, με τρόπο όσο το δυνατόν περισσότερο κατανοητό και ξεκάθαρο.
Η κλασσική πολιτική οικονομία παρουσιάζει το καπιταλιστικό σύστημα ως αυτορρυθμιζόμενο, με την έννοια ότι η προσφορά και η ζήτηση, αν αφεθούν να αλληλεπιδράσουν χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις (όπως το κράτος και τα συνδικάτα), τότε το σύστημα θα ισορροπήσει στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης. Με δεδομένη την εγωιστική και άπληστη φύση των ανθρώπων -όπως υποστηρίζουν οι κλασικοί- ο καπιταλισμός παρουσιάζεται ως «το κοινωνικό σύνολο κανόνων που επιτρέπει την πλέον ελεύθερη έκφραση στα παραπάνω «έμφυτα» ανθρώπινα κίνητρα» (Anwar Shaikh). Ουσιαστικά υποστηρίζουν πως, αν ο καπιταλισμός μείνει ανενόχλητος, θα αναπαράγει τον εαυτό του ομαλά και αποτελεσματικά και, γιατί όχι, στο διηνεκές.
Οι οικονομολόγοι αυτού του ρεύματος σκέψης που μελετούν τα εμπειρικά δεδομένα των κρίσεων, αποδίδουν αυτές σε εξωγενείς, κατά βάση, παράγοντες του οικονομικού μηχανισμού: σε διεργασίες του φυσικού περιβάλλοντος (όπως χρονιές χαμηλής εσοδείας) ή στην ανθρώπινη φύση (για παράδειγμα σε ψυχολογικούς κύκλους αισιοδοξίας και κατάπτωσης, πολέμους και επαναστάσεις). Άρα, υποστηρίζουν ότι οι κρίσεις δεν οφείλονται σε αυτόν καθαυτό τον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού, άρα κανένα εμπόδιο δεν υψώνεται στην ομαλή διαιώνιση του σαν τρόπου παραγωγής, αν καταφέρουμε να περιορίσουμε τους εξωτερικούς παράγοντες και τον «αφήσουμε ήσυχο» να υπάρχει.
Κι έρχεται ο Keynes να ανασκευάσει το παραπάνω (ή να το αναιρέσει θα μπορούσε κανείς να πει), υποστηρίζοντας πως, το σύστημα δεν είναι αυτορρυθμιζόμενο και πως αυτό που χρειάζεται είναι ο ενεργός ρόλος του κράτους. Για να εξαλειφθούν οι κρίσεις και να μπορέσει το σύστημα να διατηρηθεί στο διηνεκές, θα πρέπει το τελευταίο να παίρνει πρωτοβουλίες σε δημοσιονομικό και νομισματικό επίπεδο. Να μεταβάλλει τα επίπεδα φορολογίας και δημοσίων δαπανών (δημοσιονομική πολιτική) και να καθορίζει τα επιτόκια ή την προσφορά χρήματος (νομισματική πολιτική), όταν θεωρείται απαραίτητο.
Η κεϋνσιανή αυτή οπτική ενέπνευσε μια ολόκληρη ομάδα οικονομολόγων που χαρακτηρίστηκαν «νεοκλασικοί κεϋνσιανοί», γιατί είχαν μεταπηδήσει από το ορθόδοξο ρεύμα της κλασσικής σκέψης στο καινούργιο του John Keynes. Ουσιαστικά, πολλές ομοιότητες υπήρχαν από άποψη ιδεολογίας μεταξύ των δύο. Για παράδειγμα, η νέα οπτική (κεϋνσιανισμός) δεν απέρριψε την βασική θεώρηση που είχε η προκάτοχός της για την ανθρώπινη φύση, ούτε την αποφασιστική σημασία της ψυχολογικής κατάστασης των ατόμων στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος και τη σημαντικότητα του ρόλου των προτιμήσεων στην ανάλυση.
Όσον αφορά τη μαρξιστική οικονομική σκέψη, αυτή υποστηρίζει σαν θεμέλιο λίθο των οικονομικών κρίσεων αυτό που ονομάζει «αναρχία» της παραγωγικής διαδικασίας. Φυσικά ως αναρχία δεν εννοεί το «μπάχαλο», το χάος ή την αντιρρησία, αλλά μόνο το ότι δεν υπάρχει ένας συγκροτημένος κοινωνικός μηχανισμός που να οργανώνει το τί θα παραχθεί και σε τι ποσότητες, ώστε να αποφευχθεί η ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης.
Ένα δεύτερο και τελευταίο στοιχείο -αίτιο των οικονομικών κρίσεων, σύμφωνα με τα μαρξικά και μαρξιστικά οικονομικά- είναι η ύπαρξη κρίσιμων αντιθέσεων εντός του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής. Εδώ γίνεται λόγος για την «κόντρα» εργατών και κεφαλαιοκρατών, που οι δεύτεροι ουσιαστικά ιδιοποιούνται το προϊόν της υπερεργασίας των πρώτων, χωρίς να τους πληρώνουν για αυτό. Φυσικά, έχουμε και τις αντιθέσεις μεταξύ των ίδιων των καπιταλιστών, που επιδιώκουν να αποκτούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, για να πωλούν περισσότερο. Οι οικονομικές αντιθέσεις απασχολούν ιδιαίτερα τη μαρξιστική οικονομική, και όταν γιγαντώνονται στη φάση των υφέσεων του οικονομικού κύκλου, οδηγούν στις κρίσεις.
(Για να δοθεί τροφή για σκέψη στους ενδιαφερόμενους, θα αναφέρουμε εδώ, ότι εξηγήσεις για τις οικονομικές κρίσεις υπό το πρίσμα της τελευταίας σχολής δίνουν κυρίως: πρώτον, το ρεύμα που υποστηρίζει την θεωρία της υποκατανάλωσης ως βασικό παράγοντα πρόκλησης κρίσεων και δεύτερον, εκείνο που δίνει έμφαση στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους).
Θα κλείσω το παρόν με ένα απόφθεγμα του Αριστοτέλη Ωνάση, ότι «οι κρίσεις γεννάνε Κροίσους» και ας αναλογιστεί ο καθένας μας αν υπάρχει ορθότητα σε αυτό ή όχι. Πάντως, οι οικονομικές κρίσεις βλέπουμε πως υπάρχουν στον κόσμο μας, στο σύστημά μας, στις ζωές μας. Υπάρχουν και διαταράσσουν την ηρεμία μας και εντείνουν την αβεβαιότητα στις αποφάσεις των οικονομούντων ατόμων και μη. Το ζήτημα είναι να μπορέσουμε να τις ελέγξουμε, να τις περιορίσουμε, να τις εξαλείψουμε κατά το μείζον.
Μπορούμε άραγε να το καταφέρουμε ή μια κρίση θα καραδοκεί πάντα στη γωνία να μας τινάξει τα σχέδια στον αέρα;
Αναφορές
- Ανδριάνα Βλάχου: «Πολιτική Οικονομία του Καπιταλισμού», εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ, Αθήνα 2009.
- B. Fine, L. Harris: «Ξαναδιαβάζοντας το κεφάλαιο», εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1986.
- Αριστοτέλης Ωνάσης – απόφθεγμα. Διαθέσιμο εδώ.