Της Κωνσταντίνας Οικονόμου,
Ο Malthe Thomsen, 22 ετών, γεννημένος και μεγαλωμένος στην Δανία, εγκαταστάθηκε για ένα εξάμηνο στην Νέα Υόρκη προκειμένου να διδάξει σε ένα ιδιωτικό νηπιαγωγείο του Μανχάταν, όντας εκπαιδευτικός στο επάγγελμα. Αντ’ αυτού κατηγορήθηκε για σεξουαλική κακοποίηση των μαθητών και βρέθηκε να ανακρίνεται για ώρες, παράτυπα, από έναν ντετέκτιβ της αστυνομίας ο οποίος ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία που αποδείκνυαν την ενοχή του, όπως βίντεο από το σύστημα παρακολούθησης, που τον παρουσίαζε να ασελγεί πάνω σε μικρά παιδιά. Ο κύριος Thomsen ουδέποτε αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς του αστυνομικού, καθώς στην Δανία αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου η παρουσίαση ψευδών ή ανύπαρκτων στοιχείων στον κατηγορούμενο απαγορεύεται. Το βίντεο βεβαίως ήταν αποκύημα του αστυνομικού. Άρχισε να αμφισβητεί τον ίδιο του τον εαυτό και αποπροσανατολίστηκε από τα πραγματικά γεγονότα σε βαθμό που ομολόγησε την υποτιθέμενη ενοχή του με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να διασυρθεί από τις τοπικές εφημερίδες. Ο εισαγγελέας του Μανχάταν ωστόσο αναγκάστηκε να τον αθωώσει λόγω παντελούς έλλειψης αποδείξεων.
Η περιπέτεια του κυρίου Thomsen δεν αποτελεί μεμονωμένο γεγονός αλλά εκφράζει την πραγματική κατάσταση που επικρατεί στις ανακριτικές τάξεις στις ΗΠΑ. Οι αστυνομικοί υπάλληλοι έχουν δικαίωμα να ψεύδονται και να εξαπατούν τον ανακρινόμενο προκειμένου να ενισχύσουν το κατηγορητήριο και να εκμαιεύσουν στοιχεία, κάνοντας παραπλανητικές δηλώσεις, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η ενοχή του κατηγορούμενου έχει ήδη επιβεβαιωθεί από κάποιον τρίτο ή υποστηρίζοντας ακόμη ότι υπάρχουν φυσικές ενδείξεις της ενοχής στο σημείο του εγκλήματος (DNA, αποτυπώματα). Δυστυχώς το νομοθετικό πλαίσιο στην χώρα δεν παρεμποδίζει την χρήση αυτών των τακτικών. Στις απαγορευμένες ανακριτικές μεθόδους περιλαμβάνονται μόνο ο εξαναγκασμός με την χρήση φυσικής και λεκτικής βίας, τα βασανιστήρια, η νάρκωση με φάρμακα, η πλύση εγκεφάλου και άλλα ακραία μέσα.
Καθώς τα ψευδή στοιχεία και η πλάνη είναι, λοιπόν, επιτρεπτά για την απόσπαση πληροφοριών, (σύμφωνα με την απόφαση Frazier v. Cupp (1969)) οι ψυχολογικές αυτοί μέθοδοι οφείλουν να κινούνται στα όρια της λογικής, ακολουθώντας την αρχή της αναλογικότητας. Ωστόσο η γραμμή ανάμεσα στα «ηθικά» ψέματα και την εκβιαστική χειραγώγηση είναι πολύ λεπτή. Η απολογία πρέπει να είναι προϊόν εθελοντικής βούλησης του κατηγορούμενου και όχι αποτέλεσμα ψυχικής σύγχυσης. Μία παράμετρος που θέτει το αμερικανικό νομικό σύστημα για την ελάχιστη προστασία των ανακρινόμενων, απαγορεύει την διαστρέβλωση των δικαιωμάτων τους από τους ανακριτικούς υπαλλήλους. Τα γνωστά και ως Miranda rights, από την ομώνυμη υπόθεση που τα καθιέρωσε, εντάσσονται στην Πέμπτη Τροπολογία (Fifth Amendment) του Συντάγματος των ΗΠΑ, και εξασφαλίζουν το δικαίωμα του ανακρινόμενου στην σιωπή, την απαίτηση συνηγόρου και την μη αυτοενοχοποίησή του.
Επιστημονικά στοιχεία σχηματίζουν το πορτραίτο των κινδύνων που εγκυμονούν οι ψευδείς αποδείξεις. Σύμφωνα με τις βασικές αρχές της ψυχολογίας, ένα άτομο που υπόκειται σε συνεχή παραπληροφόρηση είναι ευάλωτο απέναντι στην χειραγώγηση. Ειδικά, τέτοιου είδους αποδείξεις με πλασματικό κύρος, μπορούν να μεταβάλλουν ουσιαστικά την οπτική αντίληψη, τις πεποιθήσεις, την συναισθηματική κατάσταση και τις αναμνήσεις του ατόμου, αποκτώντας την επίδραση των φαρμάκων πλασέμπο. Δεύτερον, πρόσφατα πειράματα αποδεικνύουν τις επιπτώσεις αυτών στις απολογίες εγκλημάτων. Τοποθετώντας υποκείμενα σε έναν χώρο με τον οποίο δεν είναι εξοικειωμένα και κατηγορώντας τους ότι κατέστρεψαν έναν υπολογιστή, έκλεψαν χρήματα κτλ οι ερευνητές αποκάλυψαν ότι οι ψευδείς αποδείξεις τριπλασίαζαν τον αριθμό των αθώων υποκειμένων που «έσπαγαν» και ομολογούσαν την ενοχή τους(!). Σε ορισμένες περιπτώσεις τα υποκείμενα έφταναν να πιστεύουν ότι η ευθύνη ήταν στην πραγματικότητα δική τους.
Παρόμοια τεχνική με τις προηγούμενες αποτελεί η μέθοδος Reid. Η μέθοδος αυτή λειτουργεί με ερωτήσεις που κρύβουν στο περιεχόμενο τους «προϋποθέσεις», και για να απαντηθούν ο κατηγορούμενος πρέπει έμμεσα να παραδεχτεί την ενοχή του, είτε αυτή αληθεύει είτε όχι. Παραδείγματος χάριν, κατά την διάρκεια της ανάκρισης του 14χρονου Lorenzo Montoya για την δολοφονία της Emily Johnson, ο ανακριτής ρώτησε χαρακτηριστικά: «Αυτό (το να εισέλθει ο ύποπτος στην σκηνή του εγκλήματος) ήταν λάθος, δεν ήταν; Βρισκόσουν υπό την επήρεια ναρκωτικών εκείνη την στιγμή;» και ο Lorenzo απάντησε «Όχι!». Στα πρακτικά της ανάκρισης δεν είναι όμως ξεκάθαρο εάν ο Lorenzo ήθελε να απαντήσει με αυτό τον τρόπο στο πρώτο ή στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης («όχι δεν ήταν λάθος» ή «όχι δεν είχα πάρει ναρκωτικά»). Στην πρώτη περίπτωση η απάντηση του θα σηματοδοτούσε έμμεσα την παρουσία του στην σκηνή του εγκλήματος και θα ενίσχυε την ενοχή του.
Οι διαδεδομένες αυτές μορφές βεβιασμένης απολογίας καταδικάζονται από την American Psychology-Law Society καθώς και από εκπροσώπους του συστήματος δικαιοσύνης των ΗΠΑ. Η νέα νομολογία S324, που πρόκειται να τεθεί σε ισχύ στην Νέα Υόρκη, θα απαγορεύσει την εξαπάτηση και χειραγώγηση των υπόπτων από τους αστυνομικούς και αναμένεται να δώσει το παράδειγμα και σε άλλες πολιτείες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Confessions: Police Interrogation, Due Process, and Self-Incrimination, άρθρο στο Legal Information Institute, διαθέσιμο εδώ
- Deception in the interrogation room, άρθρο των Cynthia J. Najdowski και Catherine L. Bonventre, διαθέσιμο εδώ
- It’s Time for Police to Stop Lying to Suspects, άρθρο του Saul Kassin, διαθέσιμο εδώ