Της Χαράς Αναστασιάδου,
Συχνά, στην έννομή μας τάξη γίνεται λόγος για τα τεκμήρια, τα οποία είναι συμπεράσματα για άγνωστα περιστατικά που αντλούνται από κάποιο γνωστό. Με άλλα λόγια, αποδεικνύεται κάτι, χωρίς να χρειάζεται να προβούμε σε μια διαδικασία, όπου θα γινόταν χρήση αποδεικτικών μέσων καθώς αρκούμαστε στην επίκληση κάποιου περιστατικού. Περαιτέρω, τα τεκμήρια διακρίνονται σε μαχητά και αμάχητα, με βάση το αν νοείται να αποδειχθεί ή όχι το αντίθετο. Βέβαια, τα αμάχητα τεκμήρια δημιουργούν μια κατάσταση τόσο δεσμευτική, που πολλές φορές μπορεί να αποβεί σε βάρος κάποιου, χωρίς να μπορεί να απεμπλακεί από αυτήν. Γι’ αυτό, εξάλλου, έχουν κριθεί και ως αντισυνταγματικά λόγω του ότι έρχονται σε αντίθεση στο άρθρο 20 του Συντάγματος, όπου ορίζεται ότι «έκαστος δικαιούται εις παροχή εννόμου προστασίας υπό των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του, ως νόμος ορίζει». Απεναντίας, τα μαχητά τεκμήρια είναι συμβατά και εξυπηρετούν το άρθρο 20 παρ.1 Σ, ακριβώς γιατί παρέχουν μια αποδεικτική ευχέρεια σε αυτόν που έχει έννομο συμφέρον προς απόδειξη ενός ισχυρισμού, προκειμένου να τύχει έννομης προστασίας.
Στο παρόν κείμενο θα γίνει ανάλυση του άρθρου 1110, το οποίο αφορά σε ένα μαχητό τεκμήριο. Ειδικότερα, το τεκμήριο έγκειται στο ότι δημιουργείται ένα φαινόμενο κυριότητας για τις εξωτερικές πράξεις αυτού που νέμεται το πράγμα. Η νομή, που αναλύεται στο άρθρο 974επ., ορίζεται ως την φυσική εξουσίαση που έχει κάποιος πάνω στο πράγμα, προβαίνοντας σε νομικές ή υλικές ενέργειες (π.χ. εποπτεία, φύλαξη, διόρθωση, παραχώρηση σε τρίτο κοκ), χωρίς να μας ενδιαφέρει αν έχει ή όχι δικαίωμα κυριότητας. Έτσι, προκύπτει ότι η νομή είναι κάτι λιγότερο από την κυριότητα, ακριβώς γιατί η κυριότητα είναι έννομη εξουσία πάνω στο πράγμα, πράγμα που σημαίνει ότι αποκτάται εφόσον προηγηθεί έγκυρος τρόπος μεταβίβασης (για παράδειγμα σύμβαση πώλησης, δωρεάς ή έστω και μετά από διαθήκη). Απεναντίας, η νομή μπορεί να αποκτηθεί και από παράνομη πράξη (δηλαδή και μετά από κλοπή). Στην περίπτωση αυτή βέβαια, δεν υπάρχει δικαίωμα κυριότητας, διότι δεν προηγήθηκε έγκυρη μεταβίβαση, αλλά έλαβε χώρα συμπεριφορά που αντιτίθεται στον νόμο (ΠΚ 372, «κλοπή»).
Στην πράξη, κυριότητα και νομή συγκεντρώνονται στο ίδιο πρόσωπο, δηλαδή στον ιδιοκτήτη του πράγματος. Μάλιστα, κάθε πράξη διαχείρισης συνιστά τόσο άσκηση κυριότητας όσο και νομής. Γι’ αυτό τυγχάνει προστασίας και με βάση τις διατάξεις για την νομή (987-988) και για την κυριότητα (1094 επ.). Όμως, υπάρχει περίπτωση να ξεφύγει η νομή από τα χέρια του κυρίου, με ή χωρίς την θέληση του. Παράδειγμα ως προς το να χάσει τη νομή με επιλογή του, είναι η περίπτωση όπου προβαίνει σε εκμίσθωση πράγματος, ενώ χωρίς την θέληση του η περίπτωση που κάποιος του το αφαιρεί μετά από κλοπή ή ληστεία.
Κρίσιμο είναι να αναφερθεί ότι το άρθρο 1110 παρέχει αποδεικτικές ευχέρειες μόνο σε όποιον νέμεται κινητό πράγμα. Δηλαδή, δεν υπάρχει παρόμοια αντιμετώπιση σε όποιον επιχειρεί πράξεις εξουσίασης σε ακίνητο πράγμα. Αυτό συμβαίνει λόγω της μεγάλης χρηματικής αξίας τους και γιατί για τα συγκεκριμένα πράγματα υπάρχουν βιβλία δημόσιας πίστεως, ήτοι το σύστημα υποθηκοφυλακείων, όπου καταχωρίζεται ποιος είναι ο κύριος εκάστου. Έτσι, οι τρίτοι γνωρίζουν την νομική κατάσταση με βεβαιότητα, και όχι αρκούμενοι σε αυτό που φαίνεται προς τα έξω. Με άλλα λόγια, μπορούν να βλέπουν κάποιον να μένει σε ένα ακίνητο, αλλά να γνωρίζουν ότι δεν είναι αυτός ο ιδιοκτήτης, διότι το όνομα του δεν έχει συμπεριληφθεί στο οικείο υποθηκοφυλακείο. Επομένως, παρατηρούμε πως αφού δεν υπάρχουν για τα κινητά παρόμοια βιβλία, όπου να καταχωρίζεται ο κύριος τους, λύσεις παρέχει το άρθρο 1110 ΑΚ, για τον λόγο ότι οι τρίτοι μπορούν να εμπιστεύονται αυτό (χωρίς να μπαίνουν στη διαδικασία διεύρυνσης αν αυτό ανταποκρίνεται ή όχι στην αλήθεια).
Το τεκμήριο της κυριότητας, βάσει εδαφίου 2, δεν νοείται να αντιταχθεί έναντι του προηγούμενου νομέα, από τον οποίο ξέφυγε με κλοπή ή απώλεια. Το συμπέρασμα, λοιπόν, που προκύπτει είναι ότι μπορεί να αντιταχθεί έναντι τρίτων, που ενδεχομένως να αμφισβητούν την κατάσταση που επικρατεί στην προς τα έξω σχέση. Με άλλα λόγια, είναι απαράδεκτο να προβληθεί στον ενδεχομένως ιδιοκτήτη του πράγματος, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση θα πρόκυπτε καταστρατήγηση του νόμου, για τον λόγο ότι θα δινόταν μεγαλύτερη προστασία σε κάποιον δεν την δικαιούται εις βάρος του αληθούς δικαιούχου. Εξάλλου, σε συνδυασμό με το άρθρο 1111 ΑΚ, όπου προβλέπεται ότι «ο προηγούμενος νομέας λογίζεται ως κύριος για όσο χρόνο το νεμόταν», συνάγεται πως κάποια μεταγενέστερη κτήση της νομής δεν μπορεί να αναιρεί τις προηγούμενες από αυτή, αφού σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα υπήρχε ασφάλεια δικαίου, αλλά μια ρευστή κατάσταση.
Σε συσχέτιση με τα παραπάνω, θα μπορούσε να γίνει αναφορά στα άρθρα 1097-1100 και 1398. Τα πρώτα αφορούν την ευθύνη που φέρει ο νομέας έναντι του αληθούς δικαιούχου, και ειδικότερα ο νόμος προβαίνει στην διάκριση καλόπιστου και κακόπιστου νομέα. Ως καλόπιστος νοείται οποίος έχει την φυσική εξουσίαση του πράγματος πιστεύοντας ότι έχει και σχετικό δικαίωμα, ενώ ως κακόπιστος οποίος γνωρίζει ότι δεν έχει δικαίωμα ή το αγνοεί από βαριά αμέλεια (θα μπορούσε δηλαδή να το διαγνώσει, αλλά αδιαφόρησε). Όπως είναι προφανές, ο καλόπιστος νομέας έχει στενό πεδίο ευθύνης, καθώς δεν ευθύνεται για τίποτα πριν την επίδοση της αγωγής.
Το τελευταίο συμβαίνει γιατί μετά αυτής μπορεί να προβλέψει ότι υπάρχει ενδεχόμενο να χάσει την νομή και να βρεθεί σε θέση αποκατάστασης του αληθούς κυρίου. Από την άλλη, ο κακόπιστος ενέχεται σε αποζημίωση αν χειροτέρευσε, κατέστρεψε το πράγμα ή δεν μπορεί να το αποδώσει. Επιπρόσθετα, κρίσιμο είναι αυτό που λέει το άρθρο 1099, δηλαδή πως οποίος νέμεται μετά από παράνομη πράξη ευθύνεται με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (914επ.), προβλέποντας, έτσι, μια περίπτωση όπου παρατηρείται μέγιστη ευθύνη του έχοντος την νομή. Το άλλο άρθρο αφορά στα πράγματα των συζύγων, τα οποία τεκμαίρεται ότι ανήκουν και στους δύο, εκτός αν κάτι, από την φύση του πράγματος, δεν νοείται υπάρχει περίπτωση τεκμηρίου συγκυριότητας (π.χ. τα κοσμήματα ή τα πράγματα που χρησιμοποιεί κάποιος για την άσκηση επαγγέλματος του). Το συγκεκριμένο άρθρο έχει βαρύτητα σε περίπτωση που γίνει κατάσχεση για την ικανοποίηση του δανειστή μόνο ενός εκ των συζύγων, τότε ο άλλος σύζυγος μπορεί να προβάλλει ένσταση ότι κάποιο κινητό πράγμα δεν νοείται να ανήκει και στους δύο από κοινού.
Κλείνοντας, να σημειωθεί πως η νομή είναι η εξωτερική έκφανση της κυριότητας και έχει μεγάλη σημασία για την πίστη των τρίτων, για την περίπτωση που προβούν σε συναλλαγή με τον νομέα του κινητού πράγματος. Όπως έχει αναφερθεί και πιο πάνω, δεν υπάρχουν δημόσια βιβλία κυριότητας για τα κινητά πράγματα, πρώτον γιατί υπάρχει μεγάλος αριθμός αυτών και γιατί δεν έχουν τόσο υψηλή αξία, σε αντίθετη με τα ακίνητα. Επομένως, το τεκμήριο του 1110, θα μπορούσε να λεχθεί ότι εξομοιώνεται με τα βιβλία δημόσιας πίστεως των υποθηκοφυλακείων.
Πηγές
- Εμπράγματο Δίκαιο, Γεωργιάδης
- Οικογενειακό Δίκαιο, Γεωργιάδης
- ΑΠ 651/2019
- https://www.news.gr/oikonomia/h-tseph-moy/article/144763/pos-apoktame-kyriothtaepi-pragmatos-me.html?amp
- https://kotzabasakis.com/?p=205
- https://ecopress.gr/exoikonomo-aftonomo-chrisimes-plirofories-gia-tin-entaxi-stoprogramma/
- efotopoulou.gr , Nομή κινητού πράγματος