Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Στις αρχές του 1821, η περιοχή της Μολδοβλαχίας βρίσκεται σε αναταραχή. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έχει εισέλθει στην περιοχή, προκειμένου να εκκινήσει την ελληνική επανάσταση. Ωστόσο, ο άλλοτε υπασπιστής του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ δεν είναι ο μόνος με επαναστατικές βλέψεις. Είχε προηγηθεί η έναρξη μιας ακόμα εξέγερσης υπό την ηγεσία του Tudor Vladimirescu. Επρόκειτο για μία επανάσταση διαφορετικής φύσεως από αυτή που σχεδίαζε ο Υψηλάντης, καθώς δεν είχε εθνικό χαρακτήρα, αλλά κοινωνικό. Ειδικότερα, δεν επιθυμούσε τον τερματισμό της Οθωμανικής κυριαρχίας, αλλά την αντικατάσταση των Ελλήνων διοικητών με τοπικούς άρχοντες.
Ερχόμενος ο Υψηλάντης στη Μολδοβλαχία, γνώριζε για τη δράση του Vladimirescu. Αποστέλλει στον τελευταίο τον οπλαρχηγό Γεωργάκη Ολύμπιο, προκειμένου να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις του Βλάχου επαναστάτη. Αυτός, θέλοντας να επωφεληθεί το δικό του κίνημα από μία πιθανή συμμαχία, έρχεται σε συμφωνία, αιτούμενος παράλληλα συνάντηση με τον Υψηλάντη, προκειμένου να ενημερωθεί εκτενέστερα. Όπως προαναφέρθηκε όμως, το κίνημά του ήταν περισσότερο κοινωνικό παρά εθνικό. Για το λόγο αυτό, ήρθε σε επαφή, εν αγνοία φυσικά του Υψηλάντη, με τους Οθωμανούς. Στόχος ήταν να ικανοποιηθούν τα αιτήματά του, με αντάλλαγμα την υπονόμευση των ελληνικών επαναστατικών ενεργειών.
Την ίδια στιγμή, το κίνημα του Vladimirescu αποκτούσε συνεχώς μεγαλύτερη δυναμική, καθώς πλήθος κόσμου, από την αγροτική κυρίως τάξη, εντασσόταν στους κόλπους του. Η αυξανόμενη ισχύς προσέφερε στο Βλάχο εξεγερμένο τη δυνατότητα να προχωρήσει σε μία σταδιακή εκδήλωση των πραγματικών του προθέσεων. Τα σχέδιά του δεν συμβάδιζαν με τα αντίστοιχα της ελληνικής πλευράς, κάτι το οποίο γινόταν αντιληπτό σε όλο και εντονότερο βαθμό.
Η πρώτη κρίση κορυφώθηκε μέσω της προκήρυξης που συνέταξε ο Vladimirescu στις 20 Μαρτίου του 1821. Μέσω αυτής, στρεφόταν ουσιαστικά εναντίον του Υψηλάντη. Η εχθρική του στάση ενισχύθηκε, όταν αρνήθηκε να παραστεί σε συνάντηση με τον επικεφαλής του ελληνικού κινήματος. Ακολούθησε η αποκήρυξη της ελληνικής επαναστατικής ενέργειας από τη Ρωσία, πράξη η οποία είχε διπλή σημασία: έπληξε το κύρος του Υψηλάντη και απομάκρυνε ακόμα περισσότερο το, συμφεροντολογικά σκεπτόμενο, Vladimirescu από τον ηγέτη της Φιλικής Εταιρείας.
Η αντίδραση του Υψηλάντη, αν και καθυστερημένη, αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για το έτερο κίνημα. Συγκεκριμένα, ο αρχηγός του ελληνικού κινήματος κάλεσε όλους όσους είχαν προσχωρήσει στην οργάνωση του Vladimirescu, αλλά ήταν υπό τις οδηγίες του να εγκαταλείψουν το Βλάχο επαναστάτη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο τελευταίος να απολέσει σημαντικό ποσοστό των δυνάμεών του και να αναγκαστεί να δηλώσει μεταμέλεια, ζητώντας από τον Υψηλάντη μία δεύτερη ευκαιρία.
Με τον παραπάνω τρόπο, έκλεισε το πρώτο κεφάλαιο της ρήξης των δύο ανδρών. Ωστόσο, η άποψη του Υψηλάντη για το Vladimirescu είχε ανατραπεί πλήρως και οι σχέσεις τους είχαν ψυχρανθεί. Η συνύπαρξη των δύο στην πόλη του Βουκουρεστίου μόνο αρμονική δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Ο Υψηλάντης, παρατηρώντας ότι δε λαμβάνει από την τοπική κοινότητα την υποστήριξη που προσδοκούσε εγκατέλειψε την πόλη. Στο πλάι του Vladimirescu άφησε τον, αμφιταλαντευόμενο ως προς την πίστη του στο κίνημα, Σάββα Φωκιανό.
Η είσοδος του οθωμανικού στρατού στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες έμελλε να αποτελέσει και το σημείο έναρξης της δεύτερης και τελικής ρήξης μεταξύ Υψηλάντη και Vladimirescu. Καθώς οι οθωμανικές δυνάμεις κατευθύνονταν προς την πόλη του Βουκουρεστίου, οι υπεύθυνοι για την ασφάλειά της, λειτουργούσαν με ιδιοτέλεια, προκειμένου να διεκδικήσουν την οθωμανική εύνοια. Οι επαναστατικές δυνάμεις του Vladimirescu ελαττώνονταν σημαντικά, καθώς όλο και περισσότεροι εξεγερμένοι τον εγκατέλειπαν. Αυτό είχε ως συνέπεια την αδυναμία του τόσο να υπερασπιστεί το Βουκουρέστι, όσο και να θεωρηθεί από τους Οθωμανούς εκπρόσωπος του λαού της περιοχής. Προτίμησε, λοιπόν, να αποχωρήσει από την πόλη, ενέργεια στην οποία προέβη και ο Σάββας Φωκιανός.
Στο άκουσμα της προαναφερθείσας υποχώρησης, ο Υψηλάντης ζήτησε από το Γεωργάκη Ολύμπιο να συναντηθεί με το Vladimirescu, προκειμένου ο δεύτερος να λογοδοτήσει για τη στάση του. Απαίτησε μάλιστα τη σύλληψή του, σε περίπτωση που κριθεί η στάση του εχθρική. Ο Ολύμπιος όμως, εξαπατήθηκε για δεύτερη φορά από το Βλάχο εξεγερμένο και οι δύο οπλαρχηγοί ανανέωσαν τους όρκους πίστης, σχεδιάζοντας μάλιστα, τις επόμενες στρατιωτικές κινήσεις τους.
Ακολούθησε, την επόμενη μέρα, η άφιξη απεσταλμένου των οθωμανικών δυνάμεων στο στρατόπεδο του Βλάχου επαναστάτη. Αποστολή του ήταν να υπενθυμίσει στο Vladimirescu τη συμφωνία που είχε συνάψει με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο παραλήπτης αυτού του μηνύματος υποσχέθηκε ότι θα προχωρήσει στη δολοφονία τόσο του Ολύμπιου, όσο και του ίδιου του Υψηλάντη. Η εκπλήρωση αυτής της ενέργειας προσέκρουε στην αδυναμία εύρεσης εκτελεστή. Τα πρόσωπα που προσέγγισε ο Vladimirescu αρνήθηκαν να αναλάβουν αυτή την ευθύνη και εξαιτίας αυτού γνώρισαν το θάνατο.
Ο προοδευτικά αυξανόμενος αριθμός των υψηλόβαθμων νεκρών αξιωματικών έσπειρε τρόμο στο στρατόπεδο. Τμήμα του εναπομείναντος επαναστατικού σώματος συντάσσει επιστολή με αποδέκτη τον Ολύμπιο. Το περιεχόμενό της αφορά τις εκτελέσεις που έλαβαν χώρα και τη συμφωνία του Vladimirescu με τους Οθωμανούς. Ο Έλληνας οπλαρχηγός, έχοντας στα χέρια του απτές αποδείξεις, σχετικά με τη προδοτική συμπεριφορά του ατόμου που εμπιστεύθηκε δις, αποφάσισε να προχωρήσει στη σύλληψή του.
Για τον άνωθεν λόγο, μετέβη στο στρατόπεδο του αποστάτη και προέβη στη σύλληψή του, αφού προηγουμένως ενημερώθηκε το σύνολο του στρατεύματος για τις προδοτικές ενέργειες του αρχηγού του. Από εκεί, μεταφέρθηκε ως αιχμάλωτος στο Τυργοβίστι, όπου βρισκόταν η έδρα του Υψηλάντη, και λίγο αργότερα έφτασε η στιγμή της εκτέλεσής του. Αυτό ήταν το άδοξο τέλος του Vladimirescu, ενός ατόμου στο πρόσωπο του οποίου, το ελληνικό κίνημα στήριξε σε σημαντικό βαθμό τις ελπίδες του για ευτυχή κατάληξη, με τον ίδιο να προτιμά τη φυγή και τη συνεννόηση με τον εχθρό.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Δ. Κόκκινος (1974), Η Ελληνική Επανάστασις Τόμος Α΄, (6η Έκδ.), Αθήνα: Εκδ. Μέλισσα
- Τ. Βουρνάς (1998), Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας Τόμος Α΄. (2η Έκδ), Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη
- D. Dakin (2012), Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, (7η Ανατ) Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ.