Του Πέτρου – Ορέστη Κατσούλα,
Με την από 20.3.2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, κυρωθείσα με τον α. 1 Ν. 4683/2020, τέθηκε ένα ιδιαίτερα αυστηρό πλαίσιο δημοσίων συναθροίσεων, το οποίο συμπεριέλαβε μεταξύ άλλων την αμφιλεγόμενη γνωστοποίηση μίας προγραμματιζόμενης συνάθροισης, σημαντικούς και γενικά διατυπωμένους περιορισμούς ως προς την άσκηση του δικαιώματος, ενώ προέβλεψε και ιδιαίτερα αυστηρές ποινές σε περίπτωση μη τήρησης του τιθέμενου νομικού πλαισίου. Ο εκτελεστικός αυτός νόμος κατήργησε τα νομοθετήματα ν.δ. 794/1971 (Α’ 1), το β.δ. 269/1972 (Α’ 59) και το β.δ. 168/1972, τα οποία είχαν θεσπιστεί κατά τη δικτατορική περίοδο, και τα οποία παρέμειναν σε ισχύ, ερειδόμενα σε μία νομοθετική αδράνεια αλλά και σε απουσία βούλησης ενός πραγματικά φιλελεύθερου νομικού πλαισίου για την άσκηση του δικαιώματος στο συνέρχεσθαι [1]. Άλλωστε, η αναγωγή της αόριστης έννοιας της δημόσιας ασφάλειας ως ενός λόγου περιορισμού του δικαιώματος από το ίδιο το Σύνταγμα, λειτούργησε σαφώς νομιμοποιητικά για την αποδυνάμωση του δικαιώματος σε πολλές φάσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Το ζήτημα της απαγόρευσης των συναθροίσεων επαναφέρει την προβληματική της κατάστασης ανάγκης στο συνταγματικό διάλογο και επαναφέρει τη διαχρονικότητα αυστηρού προσδιορισμού του γενικού πλαισίου προστασίας και λειτουργίας των θεμελιωδών ελευθερίων. Προς την κατεύθυνση αυτή, προτείνεται η εξέταση του ζητήματος αφενός υπό μία διμερή οπτική, η οποία θα εστιάσει σε έναν πρώτο χρόνο στη ρύθμιση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι από το ίδιο το Σύνταγμα (Ι), ενώ σε ένα δεύτερο χρόνο θα αναλυθεί η σύγκρουση του με το έννοομο αγαθό της δημόσιας υγείας (ΙΙ).
Ι. Η κατοχύρωση του δικαιώματος στη συνάθροιση στο Σύνταγμα του 1975
Α. Το πλαίσιο προσδιορισμού του δικαιώματος κατά το άρθρο 11
Κατοχυρούμενο για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1864 και εφεξής τμήμα των μεταγενέστερων συνταγμάτων του 1911, 1952, το δικαίωμα στη συνάθροιση ανήκει στον στενό πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων που η φιλελεύθερη συνταγματική παράδοση το ανήγαγε σε συνταγματικά προστατευόμενο αγαθό. Το Σύνταγμα του 1975 ενέταξε τη διάταξη στη λίστα των ατομικών ελευθερίων, προσθέτοντας όμως ένα αρκετά συντηρητικό πρόσημο, αφού εγκατέστησε την αρκετά γενική επιφύλαξη υπέρ της δημόσιας ασφάλειας, έναν αρκετά γενικό περιορισμό, ο οποίος δεν ανευρίσκεται ούτε στο Σύνταγμα του 1952.
Ώς συνάθροιση νοείται η προσωρινή συγκέντρωση ενός αξιόλογου αριθμού ατόμων σε κοινό τόπο και χρόνο, είτε κατόπιν συνεννόησης, είτε αυθόρμητα [2], με σκοπό την έκφραση γνώμης, την επικοινωνία αιτημάτων ή την ανάληψη κοινής ενέργειας. Μία συνάθροιση μπορεί να τελείται είτε σε κλειστό χώρο, οπότε και ο αριθμός των συναθροιζόμενων είναι συγκεκριμένος, είτε σε ανοικτό-υπαίθριο χώρο, όπου στην τελευταία αυτή περίπτωση είναι δυνατή η παρουσία της αστυνομίας. Το δικαίωμα αυτό τελεί σε ιστορική, φιλοσοφική και νομική σύνδεση με το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, ενώ πολύ συχνά η νομολογία διεθνώς προστατεύει μία δημόσια συνάθροιση υπό το πρίσμα του τελευταίου αυτού δικαιώματος [3]. Ο ειρηνικός-ήσυχος χαρακτήρας [4] μίας δημόσιας συνάθροισης αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο του δικαιώματος, το οποίο άλλωστε κατοχυρώνεται έναντι του κράτους τόσο αποθετικά (ως status negativus), όσο και αρνητικά (ως status positivus).
Η φιλελεύθερη συνταγματική παράδοση, όπως διαμορφώθηκε από την Διακύρηξη των Ατομικών δικαιωμάτων σε ΗΠΑ [5], Γαλλία και στη συνέχεια αποτυπώθηκε και σε άλλα Συντάγματα, όπως το βελγικό Σύνταγμα, τάσσεται κατά οποιουδήποτε καθεστώτος αναγγελίας, άδειας, προληπτικού ελέγχου από διοικητικά όργανα. Όπως επισημαίνει ο Κ. Χρυσόγονος, κατάφωρα αντισυνταγματική είναι μία διάταξη, με περιεχόμενο αυτής του άρθρου 6 του ν.δ. 794/1971 που προέβλεπε νομοθετική εξουσιοδοτηση προς αστυνομικές δυνάμεις για τον πρότερο καθορισμό τόπων όπου απαγορεύονται οι δημόσιες συναθροίσεις [6]
Β. Το είδος και τα επιτρεπόμενα όρια των περιορισμών
Η δημόσια συνάθροιση, ως κορυφαίος θεσμός σε μια δημοκρατία για τη συλλογική ελέυθερη έκφραση γνώμης, υπόκειται στη συνταγματική παράδοση σε στενά ερμηνευτέους [7] περιορισμούς, οι οποίοι προβλέπονται ευθέως από το Σύνταγμα. Το δικαίωμα στη συνάθροιση αποτελεί εξάλλου και κατά την έννομη τάξη της ΕΣΔΑ ένα δικαίωμα που εκ της φύσης του υποβάλλεται σε περιορισμούς, με τις κρατικές αρχές να διαθέτουν σχετικά ευρύ περιθώριο εκτίμησης, προκειμένου να προασπίσουν άλλα έννομα αγαθά, όπως η καταπολέμηση του εγκλήματος, τα περιουσιακά δικαιώματα, τη δημόσια ασφάλεια, την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων.
Το ελληνικό Σύνταγμα εισάγει σύστημα προληπτικής απαγόρευσης της δημόσιας συνάθροισης μέσω μίας διάταξης που καταλείπει ένα ευρύ περιθώριο εκτίμησης στα κρατικά όργανα. Πράγματι με το άρθρο 11 παρ. 2 εισάγονται δύο διαφορετικής έκτασης και έντασης περιορισμοί, ένας γενικός, όπου μία συνάθροιση μπορεί να περιορισθεί, αν απειλείται η δημόσια ασφάλεια [8], και ένας ειδικός, σε περίπτωση όπου προκαλεί σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Η εισαγωγή των δύο αυτών αόριστων νομικών εννοιών είχε ήδη κατακριθεί κατά τη διάρκεια των εργασιών της Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής, με την αιτιολογία ότι η εισαγωγή τέτοιων παραμέτρων θα προσέφερε ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας στις αστυνομικές αρχές [9].
Η δημόσια ασφάλεια αποτελεί κατά τη θεωρία μία έννοια στην οποία μπορούν να ενταχθούν τόσο η έννοια της δημόσιας τάξης, όσο και την προστασία άλλων εννοιών όπως η προστασία της ιδιοκτηρίας, της υγείας κτλ [10]. Η σχετική κρίση εναποτίθεται στα αρμόδια κρατικά (αστυνομικά) όργανα, τα οποία κατόπιν στάθμισης με άλλα συγκρουόμενα αγαθά θα καταλήξουν στο είδος και την έκταση του περιορισμού, πάντα με κριτήριο την αρχή της αναλογικότητας και επι τη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων [11]. Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνει και ο Πρ. Δαγτόγλου, η όποια αιτιολογία οφείλει να έιναι ειδική και εμπεριστατωμένη, εκθέτοντας περιστατικά που τεκμηριώνουν την επιβολή του περιορισμού [12]. Υπό την έννοια αυτή, η γενικόλογη επίκληση του δημόσιου συμφέροντος, ή της διαφύλαξης της δημόσιας τάξης σε καμία περίπτωση δεν συμβιβάζονται με την την ως άνω συνταγματική επιταγή [13].
Οι όποιοι περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στην άσκηση του δικαιώματος καθορίζονται αναγκαστικά στη βάση της αρχής της αναλογικότητας[14]. Πράγματι, η απαγόρευση μίας συνάθροισης, μέτρο που εξάλλου παρουσιάζει ακραία επαχθή χαρακτήρα αποτελεί την έσχατη λύση, η οποία δικαιολογείται μόνον όταν ηπιότερα μέτρα κρίνονται δικαιολογημένα ως απρόσφορα [15]. Η νοηματοδότηση των περιορισμών από την αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει άλλωστε τον χρονικά και τοπικά πεπερασμένο και αυστηρά οριοθετημένο χαρακτήρα των περιορισμών [16]. Γενικοί περιορισμοί οι οποίοι είναι χρονικά ασαφείς και τοπικά εκτενείς [17] οδηγούν σε αναστολή του δικαιώματος, ερχόμενη σε ευθεία παραβίαση της συνταγματικής διάταξης [18], δεδομένου ότι αναστολή του δικαιώματος δεν επιτρέπεται παρά μόνο υπό τις αυστηρές προυποθέσεις του άρθρου 48 [19].
Η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων συμπλέει σε γενικές γραμμές με το συγκεκριμένο προσδιοριστικό πλαίσιο του δικαιώματος. Ο κίνδυνος ουσιαστικού εκμηδενισμού του δικαίωματος στο βωμό της διαφύλαξης της δημόσιας τάξης οδήγησε το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο σε μία συσταλτική ερμηνεία. Στην ιστορική απόφαση 4635/1977 το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι ο περιοσμένος χαρακτήρας μίας απαγόρευσης είναι αυτονόητη προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 11 παρ. 2 Σ. Κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, οι περιορισμοί που αναφέρονται στην διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 Σ αποτελούν εσωτερικό στοιχείο της αιτιολογίας, ώστε στην απαγορευτική απόφαση να πρέπει να αναγράφονται οι λόγοι για τους οποίες δεν επιλέχθηκαν λιγότερο επαχθή της απαγόρευσης μέτρα [20].
Σε κάθε περίπτωση οι συνταγματικοί περιορισμοι άρθρου 11 παρ. 2 Σ δεν δύνανται να νομιμοποιήσουν μία a priori απαγόρεση των διαδηλώσεων για λόγους δημόσιας ασφάλειας, αφού μόνο μέσω μίας in concreto στάθμισης μεταξύ των λόγων προστασίας του δικαιώματος και των λόγων διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος τέτοιοι περιορισμοί μπορούν να δικαιολογηθούν. Άλλωστε, μία γενική και ισοπεδωτική απαγόρευση δεν εντάσσεται σε μία ιδεολογία στάθμισης μεταξύ αντικρουόμενων έννομων αγαθών, αλλά επιβάλλει μία λογική της Raison d’ Etat, η οποία ανυψώνει το δημόσιο συμφέρον σε μία υπεραρχή, υποβιβάζοντας τα συνταγματικά δικαιώματα σε μία συνεχή εξάρτηση από το πραγματολογικό στοιχείο της κατάστασης ανάγκης [21].
ΙΙ. Η επίκληση της δημόσιας υγείας ως ένας υπέρτερος αυτοσκοπός του κράτους
Α. Η υγειονομική πρόληψη και η σύγκρουσή της με το δικαίωμα στο συνέρχεσθαι
Η προβολή της υγειονομικής πρόληψης ως «αυτονόητος» λόγος για τον περιορισμό στο δικαίωμα του συνέρχεθαι εγείρει σοβαρά ερμηνευτικά ερωτηματικά. Σαφώς, η πρόληψη των κινδύνων αποτελεί συνταγματικό σκοπό [22], ο οποίος όμως πρέπει να εξειδικεύεται και να ερείδεται σε ειδικές συνταγματικές διατάξεις. Ωστόσο, η προάσπιση της δημόσιας υγείας υπερβαίνει κατά πολύ εννοιολογικά την έννοια της προστασία της δημόσιας ασφάλειας, η οποία αναγνωρίζεται στο άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος ως λόγος επιβολής περιορισμών στο κατοχυρούμενο δικαίωμα.
Η υγεία στην ελληνική έννομη τάξη αποτελεί ένα συνταγματικά προστατευόμενο αγαθό, το οποίο κατοχυρώνεται τόσο ως ατομικό, οσο και ως κοινωνικό δικαίωμα [23], ούτως ώστε να δικαιολογεί περιορισμούς σε άλλα δικαιώματα, όπως αυτά της ιδιοκτησίας, της συνάθροισης κτλ.. Όπως γίνεται δεκτό στη συνταγματική θεωρία, η προστασία της υγείας ως ατομικού δικαιώματος, δεν μπορεί να επιβληθεί σε κάποιον χωρίς τη συναίνεση του [24]. Ωστόσο, δεδομένου ότι το κράτος οφείλει να προστατεύσει με θετικά μέτρα την δημόσια υγεία, η λήψη μέτρων για την προστασία αυτών που θα έλθουν ενδεχομένως σε επαφή με όσους μετέχουν σε μία κοινή διαδήλωση μπορεί να δικαιολογηθεί τόσο από θεώρηση της υγείας ως ατομικού δικαιώματος, όσο και ως κοινωνικού (προστασία των δομών δημόσιας υγείας και συνεπώς διασφάλιση της δυνατότητας δημόσιας περίθαλψης). Η διαφαινόμενη σύγκρουση μεταξύ των ανωτέρω συνταγματικών επιταγών τοποθετείται σε ένα πραγματικό πεδίο και δεν μπορεί να ιδωθεί αφηρημένα [25].
Αν αποδεχθούμε μία τέτοια οπτική, τότε ο περιορισμός του δικαιώματος στο συνέρχεσθαι διέρχεται αναγκαστικά από μια λογική συγκερασμού δύο διαφορετικών δικαιωμάτων, για την σύζευξη των οποίων απαιτείται στάθμιση με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Υπό την έννοια αυτή, η επιβολή ενός περιορισμού σε ένα δικαίωμα είναι δικαιολογημένη εφόσον είναι επαρκής, δηλαδή συμβάλλει αποτελεσματικά στην επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, καθώς ενδέχεται ένας ηπιότερος περιορισμός να μην επιτρέπει την εκπλήρωση συνταγματικής υποχρέωσης και να οδηγεί σε παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος από τα κρατικά όργανα [26]. Αντίστοιχα, η εκπλήρωση μίας θετικής υποχρέωσης με έναν δυσανάλογα επαχθή τρόπο οδηγεί εξίσου σε παραβίαση του δικαιώματος, αφού σε τέτοια περίπτωση δεν υφίσταται δικαιολογητική βάση για την επιβολή του περιορισμού.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι προφανές ότι η όλη συζήτηση για την απαγόρευση των συναθροίσεων υπό καθεστώς υγειονομικής ανάγκης τοποθετείται αναγκαστικά μέσα στο αυστηρά διαμορφούμενο συνταγματικό τόξο και όχι σε ένα υπερ-συνταγματικό πεδίο επίκλησης του δημόσιου συμφέροντος, το οποίο άλλωστε δεν συμβιβάζεται με την σύγχρονη συνταγματική θεωρία και αποτελεί καταστρατήγηση της συνταγματικής νομιμότητας, όπως εκτέθηκε ανωτέρω.
Η ανωτέρω διαπίστωση συνοδεύεται από δύο ακόμα θεμελιώδεις παρατηρήσεις. Αφενός, η επιβολή περιορισμών στα λεγόμενα αμυντικά δικαιώματα κρίνεται σαφώς αυστηρότερα, με αποτέλεσμα να απαιτείται η επιλογή του λιγότερο επαχθούς μέτρου, προκειμένου η επιβολή του περιορισμού να είναι ανεκτή [27]. Αφετέρου, η ένταση του περιορισμού είναι ανάλογη της βαρύτητας των περιστάσεων, οι οποίες όμως θα πρέπει να προσδιορίζονται καταφανώς, ώστε να μην επιτρέπεται μία αόριστη επίικληση κατάστασης ανάγκης. Υπό την έννοια αυτή, η στάθμιση μεταξύ της προάσπισης της υγειονομικής ασφάλειας και του δικαιώματος συνάθροισης εντάσσεται στην ίδια τη νομιμότητα της πράξης, ενώ ο βαθμός διακριτικής ευχέρειας είναι σαφώς περιορισμένος σε περίπτωση διοικητικών οργάνων, στα οποία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να καταλείπεται ευρύ περιθώριο εκτίμησης των καταστάσεων.
Η παρουσία της αστυνομίας και τα λαμβανόμενα από αυτήν μέτρα οφείλουν σε κάθε περίπτωση να είναι διακριτική, να μην οδηγεί σε ουσιαστική αποδυνάμωση του δικαιώματος ή στην αποτροπή από την άσκηση του, και να οριοθετείται στη βάση την αρχή της αναλογικότητας. Υπό το Σύνταγμα του ’52 θεωρείτο αμφίβολη η επιβολή γενικών απαγορεύσεων.
Β. Η προστασία της δημόσιας υγείας ως αντικατοπτρισμός ενός μόνιμου κράτους της ανάγκης
Η πρόσφατη απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας υπ’αρ. 1029/8/18- κδ’/25-01-2021 (ΦΕΚ Β΄ 242/2021), με την οποία απαγορεύθηκαν όλες οι δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις, στις οποίες συμμετέχουν πλέον των εκατό ατόμων, για το σύνολο της Επικρατείας, μεταξύ Τρίτης 26 Ιανουαρίου 2021 και ώρα 06:00 έως και τη Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021 και ώρα 06:00 επαναφέρει για ακόμη μία φορά στο προσκήνιο τον συνταγματικό διάλογο γύρω από το δίκαιο της ανάγκης. Πρόκειται για τη δεύτερη κατά σειρά απόφαση κάθετου περιορισμού των συναθροίσεων, έπειτα από την υπ’αρ. 1029/8/18/13.11.2020 (ΦΕΚ Β΄ 5046/14.11.2020), με την οποία είχε αποφασισθεί η απαγόρευση όλων των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων στο σύνολο της Επικράτειας στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα (4) ή περισσότερα άτομα, από 15/11/2020 και ώρα 6:00 έως και 18/11/2020 ώρα 21:00, προς τον σκοπό της αποφυγής διασποράς του ιού SARS-CoV-2. Και οι δύο αποφάσεις ερείδονται στο άρθρο 68 παρ. 2 της ΠΝΠ, με το οποίο ορίστηκε ότι:
«για επιτακτικούς λόγους αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας που συνίστανται στη μείωση του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού, είναι δυνατόν, με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, να επιβάλλεται, για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, σε όλη την Επικράτεια ή σε ορισμένη μόνο περιοχή, απαγόρευση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, στις οποίες συμμετέχει ένας ελάχιστος αριθμός ατόμων
Η απόφαση αυτή, η οποία επικαλείται γενικώς την οξεία υγειονομική κατάσταση και προβαίνει σε μία οριζόντια, γενική και αδιαβάθμητη απαγόρευση [28] αποτελεί ένα μέτρο το οποίο υπερβαίνει, κατά την άποψη του γράφοντος, το συνταγματικό τόξο, όπως αυτό συμπροσδιορίζεται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, και από το ευρωπαϊκό κοινό νομικό οικοδόμημα, εκφραζόμενο μέσα από τη νομολογία των ευρωπαϊκών συνταγματικών δικαστηρίων. Η επιβολή ιδιαίτερα αυστηρών κυρώσεων και προστίμων δεν συμβιβάζεται άλλωστε και με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, το οποίο έχει κρίνει ότι μία ειρηνική συνάθροιση δεν μπορεί κατ’αρχήν να απτελεί αιτία για πονικές κυρώσεις [29]. Επιπλέον, αναπαράγει την εμπεδωμένη στα χρόνια της δημοσιονομικής κρίσης λογική ότι το πραγματικό γεγονός μίας ανάγκης μπορεί να θέτει τις συνταγματικές επιταγές σε μία προσωρινή αναστολή. Είναι μία ιδιαίτερα επικίνδυνη θέση, η οποία ανασύρει την ερμηνεία του Carl Schmitt και έρχεται σε ευθεία ρήξη με το συνταγματικό κράτος.
Με την απόφαση αυτή εμπεδώνεται η αντίληψη ότι σε κάθε περίπτωση κοινωνικής, υγειονομικής, πολιτικής αναταραχής, το δικαίωμα στη συνάθροιση μπορεί να τοποθετείται σε μία προσωρινή αναστολή, η οποία εντάσσεται σε μία λογική μόνιμης επικουρικότητας. Το εξω-συνταγματικό δίκαιο της ανάγκης, το οποίο διαπλάστηκε κατά την προηγούμενη δεκαετία φαίνεται έτσι να οδήγησε στην εμπέδωση μίας αυταρχικής ερμηνείας στο φιλελεύθερο Σύνταγμα του 1975, μίας μόνιμης επίκλησης των εξαιρετικών περιστάσεων για την επιβολή δυσανάλογων περιορισμών. Με τον τρόπο αυτό όμως, αποδίδεται μία αμφίβολη κανονιστική δύναμη στην έννοια της ανάγκης, δημιουργώντας μία προβληματική διάκριση μεταξύ αναγκαίων και μη αναγκαίων συνταγματικών αγαθών [30].
Σημαντική πυξίδα στο ζήτημα της σύγκρουσης μεταξύ διαφορετικών δικαιωμάτων ή εννόμων αγαθών μπορεί πάντως να αποτελέσει η γερμανική θεωρία περί πρακτικής εναρμόνισης. Με βάση τη θεωρία αυτή, η οποία άλλωστε έχει επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη γενική θεωρία ατομικών δικαιωμάτων, η επιβολή περιορισμών σε ένα συνταγματικό δικαίωμα δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα βεβιασμένης στάθμισης, αλλά θα πρέπει να ερείδεται στην βάση της αρχής ενότητας του Συντάγματος και τυπικής ισοδυναμίας μεταξύ των προστατευόμενων αγαθών, να επιδιώκεται η βέλτιστη και μέγιστη εφαρμογή κάθε προστατευόμενου έννομου αγαθού [31].
Πηγές – Υποσημειώσεις
[1] Βλ. Αν. Παυλόπουλο, «Η γενική απαγόρευση συναθροίσεων ως ζήτημα ερμηνείας του Συντάγματος ο οποίος τονίζει ότι διαχρονικά το δικαίωμα αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη καχυποψία ως ένας «εγγενής εχθρός της δημόσιας ασφάλειας» σε constitutionalism.gr.
[2] Ι. Μπακόπουλος, Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι στο Ελληνικό, Γαλλικό και Αγγλικό Δημόσιο Δίκαιο, 1995, σ. 83 επ.
[3] Βλ. για παράδειγμα απόφαση CC Décision n° 2020-803 DC της 9ης Ιουλίου 2020 του γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου, στην οποία η νομική βάση που επιλέχθηκε για την εξέταση περιορισμών σε δημόσιες συναθροίσεις ήταν το άρθρο 11 της Διακύρηξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789 που κατοχυρώνει την «ελέυθερη ανταλλαγή σκέψεων και ιδεών».
[4] “ The right to peaceful assembly” όπως κατοχυρώνεται από την έννομη τάξη του Συμβουλίου της Ευρώπης, αλλά και από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Βλ. ΔΕΕ C- 112/00 Schmidberger. Κατά τον Δαγτόγλου, ο ειρηνικός χαρακτήρας μίας δημόσιας συνάθροισης δεν αναιρείται από τη διενέργεια βιαιοπραγιών εκ μέρους μεμονωμένων προσώπων(Χρυσόγονος 2006:482 επ.), ενώ αντίστοιχα αναιρείται σε περίπτωση απου οι διαδηλωτές φερουν στολές ή σύμβολα διεγερτικά βίας. (Καραγιαννακίδης 1994.25).
[5] Πρώτη τροποποιητική του Αμερικανικού Συντάγματος.
[6] Χρυσόγονος 2006 481
[7] ΕΔΔΑ, Navalnyy κατά Ρωσίας.
[8] Πρβλ. το Σύνταμγα του 1864 που όριζε ότι « οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν, αν εξαιτίας τους επίκειται κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια».
[9] Β. Καρακώστας, « Για το δικαίωμα στο συνέρχεσθαι», Δ, 1993, σ. 105.
[10] Ζ. Παπαΐωάννου, Περιεχόμενο και Όρια της Δημόσιας ασφάλειας, Αθήνα, 2004, σ. 198 επ.
[11] Δ. Σαραφιάνος, Τα δικαιώματα στην Ελλάδα, Αθήνα, 2004, σ. 336.
[12] Πρ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, Αθήνα, 2012,σ.79.
[13] Βλ. καιΤζ. Ηλιοπούλου Στράγγα,Γενική θεωρία θυεμελιωδών δικαιωμάτων, Αθήνα,2018, σ. 62, η οποία επισημαίνει ότι δεν υφίστανται εξωσυνταγματικοί περιορισμοί, όπως η γενική επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, αλλά μόνο εκείνοι οι οποίοι ρητώς ορίζονται στη συνταγματική διάταξη. Πράγματι, το δημόσιο συμφέρον δεν τίθεται υπεράνω του θετικού δικαίου, αλλά εξειδικεύεται και νοηματοδοτείται μέσα από αυτό. Κατά την Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, η νοηματοδότηση του δημοσίου συμφέροντος πρέπει να συντελείται όχι μόνο με βάση το συνταγματικό κειμένο, αλλά και με τις «ουσιαστικές αρχές και τα όρια που θέτει το Σύνταγμα». Πρβλ και Δαγτόγλου, ό.π. σ. 176 επ.
[14] Άρθρο 25 παρ. 1δ’ του ελληνικου Συντάγματος.
[15] Βλ. Δαγτόγλου, ό.π.,σ. 719 επ. όπου επισημαίνει ότι σε περίπτωση όπου μεμονωμένα άτομα διαταράσσουν τον ειρηνικό χαρακτήρα μίας συνάθροισης, η αστυνομία οφείλει να τους απομακρύνει και όχι να προχωρήσει σε διάλυση της συνάθροισης.
[16] Ήδη ο Ν. Σαρίπολος είχε τονίσει ότι τέτοιας έκταστης γενικοί περιορισμοί δεν είναι ανεκτοί: «Δεν είναι δυνατόν να ανασταλεί τρόπον τινά η ελευθερία αυτή διά γενικής και αορίστου αστυνομικής διαταγής, ως συμβαίνει ενίοτε παρ’ ημίν, της αστυνομικής αρχής απαγορευούσης διά γενικού και αορίστου κανόνος ‘πάσαν εν υπαίθρω συνάθροισιν’, αλλ’ απλώς ν’ απαγορευθή προληπτικώς ειδικώς και συγκεκριμένως ωρισμένη εν υπαίθρω συνάθροισις ως δυναμένη να επιφέρει κίνδυνον εις την δημόσιαν ασφάλειαν εν συγκεκριμένη περιπτώσει» Βλ. Ν.Ν. Σαρίπολος, Σύστημα του Συνταγματικού Δικαίου της Ελλάδος, 1923, σελ. 174.
[17] Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Αν. Παυλόπουλος, «η γενική προληπτική απαγόρευση συνάθροισης δεν μπορεί να είναι χρονικώς αόριστη και δεν μπορεί να είναι ασύνδετη προς μία, σε συγκεκριμένο χρόνο, εκδήλωση διαμαρτυρίας». Βλ. Αν Παυλόπουλος, ό.π.
[18] Δαγτόγλου, ό.π., σ. 716 και Α. Σβώλος, «Αι εν υπαίθρω συναθροίσεις κατά το δημόσιον ημών δίκαιον και η νομοθετική ρύθμισης αυτών», Νομικαί Μελέται, Ι, 1957, 1957 σ. 255 επ.
[19] Χ. Παπαστυλιανός, «Η απαγόρευση συναθροίσεων και η προστασία του δικαιώματος στην υγεία: οι θετικές υποχρεώσεις του κράτους ως προς την προστασία των δικαιωμάτων και τα όρια των περιορισμών, σε ΕφημΔΔ, 5/2020, σ. 520-531.
[20] ΑΠ 782/1979.
[21] Χ. Παπαστυλιανού, « Η απαγόρευση συναθροίσεων και η προστασία του δικαιώματος στην υγεία: οι θετικές υποχρεώσεις του κράτους ως προς την προστασία των δικαιωμάτων και τα όρια των περιορισμών», ΕφημΔΔ 5.2020, σ. 520-531.
[23]Η υποχρέωση που ιδρύεται στο άρθρο 21 παράγραφος 3 του Συντάγματος είναι υποχρέωση μέσου (υποδομών υγείας) και όχι αποτελέσματος. Υπό την έννοια αυτή, το Κράτος οφείλει να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για τη βέλτιστη και πληρέστερη προστασία της δημόσιας υγείας.
[24] Π. Παπαρρηγοπούλου, « Άρθρο 5 παρ. 5» σε Φ. Σπυρόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Χ .Ανθόπουλος, Γ. Γεραπετρίτης, Σύνταγμα: κατ’άρθρο ερμηνεία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2017, σ. 125-135 (128).
[25] Χ. Τσιλιώτης, « Η επίλυση της σύγκρουσης θεμελιωδών δικαιωμάτων με΄σω του κρατικού καθήκοντος προστασίας τους» ΔτΑ, 67/2016, σ. 55-87 (55).
[26] Ό.π. σ. 528, όπου επισημαίνεται ότι ο περιορισμός του δικαιώματος λειτουργεί αμφίδρομα, ώστε η έκταση του περιορισμού να επηρεάζει και ο βαθμό εκπλήρωσης μίας συνταγματικής υποχρέωσης.
[27] Χ. Παπαστυλιανός, « Η απαγόρευση συναθροίσεων και η προστασία του δικαιώματος στην υγεία: οι θετικές υποχρεώσεις του κράτους ως προς την προστασία των δικαιωμάτων και τα όρια των περιορισμών», ΕφημΔΔ, 5/2020, σ. 520-531 (528-529).
[28] Όπως έχει κριθεί, η λήψη γενικών απαγορεύσεων στο δικαίωμα στη συνάθροιση επιτρέπεται, μόνο εφόσον υφίστατια πραγματικός κινδυνος και μόνον εφόσν μέτρα λιγότερα αυστηρά κρίνονται δικαιολογημένα μη επαρκή. Βλ ΕΔΔΑ, Chrétiens contre le racisme et le fascisme κατά Ηνωμένου Βασιλείου).
[29]Βλ. Akgöl et Göl κατά Τουρκίας, § 43.
[30] Βλ. Γ. Καραβοκύρης, Το Σύνταγμα και η κρίση, Αθήνα, 2014, σ. 30 επ.
[31] K. HESSE, Grundzüge des Verfassungsrechts der Bundesrepublik Deutschland, Karlsruhe Müller, 1973