Του Δημήτρη Τριανταφύλλου,
Η πολιτική ανταγωνισμού είναι ένα σύνολο κανόνων που εφαρμόζονται, προκειμένου να εξασφαλιστεί ο υγιής και θεμιτός ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων. Η εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού των αγορών παρέχει ένα πλαίσιο, που ενθαρρύνει την πειθαρχία της αγοράς, εξαλείφει τις στρεβλώσεις και προωθεί την οικονομική αποτελεσματικότητα.
Όταν επικρατούν συνθήκες ανταγωνισμού οι επιχειρήσεις βρίσκονται συνεχώς υπό την πίεση να προσφέρουν τα καλύτερα δυνατά προϊόντα στην καλύτερη δυνατή τιμή, διότι, διαφορετικά οι καταναλωτές θα αγοράσουν τα προϊόντα άλλων επιχειρήσεων. Έτσι, ο ανταγωνισμός ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να βελτιώσουν την ποιότητα των αγαθών και των υπηρεσιών που προσφέρουν μειώνοντας ταυτόχρονα τις τιμές. Έτσι, περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να πραγματοποιήσουν αγορές, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να προσελκύουν περισσότερους καταναλωτές, αυξάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το μερίδιό τους στην αγορά και έχοντας κίνητρο να αυξήσουν την παραγωγή τους, ευνοώντας την οικονομία στο σύνολό της. Σε μία ελεύθερη αγορά, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να πραγματοποιούν ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι με τους καταναλωτές, ώστε οι τελευταίοι να είναι ωφελημένοι. Υπάρχουν όμως πολλές περιπτώσεις στις οποίες οι επιχειρήσεις προσπαθούν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό.
Για να διαφυλάξουν την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, οι αρχές όπως η Επιτροπή Ανταγωνισμού, πρέπει να προλαμβάνουν ή να διορθώνουν συμπεριφορές που δεν ευνοούν ή πλήττουν τον ανταγωνισμό. Έτσι, η Επιτροπή Ανταγωνισμού παρακολουθεί συμφωνίες μεταξύ των επιχειρήσεων που έχουν ως σκοπό να μειώσουν τον ανταγωνισμό, όπως τα καρτέλ ή άλλες άδικες συμφωνίες, κατά τις οποίες οι επιχειρήσεις συμφωνούν να σταματήσουν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και να επιβάλουν δικούς τους κανόνες. Η επιτροπή ανταγωνισμού παίρνει αποφάσεις και δρα σύμφωνα με το Δίκαιο Ανταγωνισμού ή αλλιώς γνωστό σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο ως νόμοι Anti-Trust. Το Δίκαιο Ανταγωνισμού υπάγεται στο εμπόριο και τους εμπορικούς νόμους και συγκροτήθηκε για την προστασία της αγοράς από τις δυσμενείς επιδράσεις που προκύπτουν από τον ανταγωνισμό μεταξύ ποικίλων παικτών οι οποίοι, είτε υπάρχουν ήδη, είτε προσπαθούν να εισέλθουν στην αγορά.
Η ύπαρξη και η λειτουργία κάθε επιχείρησης έχει ως στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών της. Έτσι, η κάθε επιχείρηση ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά υιοθετεί κάθε φορά τις κατάλληλες στρατηγικές μεθόδους προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό της. Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως οι επιχειρήσεις δεν λειτουργούν με αγνούς σκοπούς ως προς τις άλλες επιχειρήσεις και προσπαθούν να επιτύχουν τον στόχο τους προκαλώντας παράλληλα σοβαρά προβλήματα στους ανταγωνιστές, προκειμένου να τους αποκλείσουν ή να τους περιορίσουν στην αγορά, ενώ αυτές απολαμβάνουν μονοπωλιακά κέρδη. Μια απο αυτές τις συμπεριφορές είναι και η επιθετική τιμολόγηση.
Οι πολύ χαμηλές τιμές είναι αυτές που συνεπάγονται αύξηση του συμφέροντος του καταναλωτή, αλλά και της κοινωνικής του ευημερίας. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν περιπτώσεις που οι επιχειρήσεις θέτουν πολύ χαμηλές τιμές, αδιαφορώντας για τον καταναλωτή και αποσκοπώντας εμμέσως στο δικό τους μακροχρόνιο συμφέρον. Πιο συγκεκριμένα υπάρχει η τακτική της μείωσης των τιμών από μια δεσπόζουσα επιχείρηση, με σκοπό την απομάκρυνση των αντιπάλων της από την αγορά ή την παρεμπόδισή τους να εισέλθουν σε αυτήν, και ονομάζεται επιθετική τιμολόγηση. Η παροδική μείωση των τιμών εξυπηρετεί τους καταναλωτές για μικρό χρονικό διάστημα, από τη στιγμή δηλαδή που η δεσπόζουσα επιχείρηση εφαρμόζει επιθετική τιμολόγηση μέχρι να επιτύχει τον εκάστοτε σκοπό της και να αυξήσει πάλι τις τιμές της. Η δεσπόζουσα επιχείρηση, λοιπόν, καταφέρνει να περιορίσει τον ανταγωνισμό και ίσως να κυριαρχήσει σε μεγαλύτερο ποσοστό στην αγορά.
Επιθετική τιμολόγηση παρουσιάζεται όταν η δεσπόζουσα επιχείρηση μειώνει σε τέτοιο βαθμό τις τιμές της που για το βραχυπρόθεσμο διάστημα που ακολουθείται αυτή η πρακτική η επιχείρηση έχει ζημίες. Έτσι, οι ανταγωνιστές ή θα υιοθετήσουν την μείωση των τιμών και θα υποστούν ζημίες ή αν δεν την υιοθετήσουν θα χάσουν όλη τους την πελατεία με αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την αγορά. Απώτερος σκοπός της είναι, είτε ο περιορισμός των αντιπάλων της, είτε ο αποκλεισμός τους από την αγορά προκειμένου η δεσπόζουσα επιχείρηση να μείνει μόνη και να κάνει μακροχρόνια μονοπωλιακά κέρδη. Μόλις λοιπόν οι ανταγωνιστές αποχωρήσουν από την αγορά και η επιχείρηση μείνει μόνη της θέτει μονοπωλιακές τιμές προκειμένου να αντισταθμίσει την απώλεια κερδών που είχε κατά τη διάρκεια της επίθεσης, αφού εκείνο το χρονικό διάστημα είχε και εκείνη ζημίες.
Συνεπώς, η επιθετική τιμολόγηση συνιστά ένα είδος καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης που απασχολεί συχνά την πολιτική ανταγωνισμού και τις αρμόδιες αρχές, κι αυτό γιατί ενώ βραχυχρόνια ωφελεί τους καταναλωτές, μακροχρόνια είναι δυνατόν να βλάψει ανεπανόρθωτα τον ανταγωνισμό και την υγιή λειτουργία των αγορών.
Αναφορές
- Βέττας Ν., Κατσουλάκος Γ., Πολιτική Ανταγωνισμού και Ρυθμιστική Πολιτική, Δαρδανός, Τυπωθετώ, Αθήνα 2004.