Της Αίγλης Μπένου
Η Μάχη του Γαλατσίου αποτελεί την πρώτη πραγματική μάχη ανάμεσα στις δυνάμεις της Φιλικής Εταιρείας, του πρίγκιπα Αλέξανδρου Υψηλάντη, και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η μάχη εκτυλίσσεται στο Γαλάτσι της Μολδοβλαχίας, στη διάρκεια της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Η μάχη έλαβε χώρα στις 30 Απριλίου- 1η Μαΐου 1821, με αρχηγό για την άμυνα του Γαλατσίου τον Αθανάσιο Καρπενησιώτη, και για τους Τούρκους το Γιουσούφ Πασά Περκόφτσαλη. Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει, όμως, πριν αρχίσουμε να περιγράφουμε τη μάχη, είναι πως οι τουρκικές δυνάμεις κατάφεραν να περάσουν στη Μολδοβλαχία, αφού η διμερής συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέβαλε την αποστρατικοποίηση της περιοχής.
Κάτι που, δυστυχώς, οι Έλληνες κατάλαβαν με οδυνηρό τρόπο και, παρ’ όλα αυτά, τους βοήθησε στο να αποτινάξουν τον οθωμανικό ζυγό, ήταν πως δεν έπρεπε να ελπίζουν στη βοήθεια εξωτερικών φίλων ή συμμάχων, αλλά να αρκεστούν μόνο στις δικές του δυνάμεις. Την πεποίθηση αυτή ήρθε να επιβεβαιώσει ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α΄, ο οποίος, μη θέλοντας να διαταράξει τις εύθραυστες ισορροπίες στα Βαλκάνια, έδωσε την άδεια στα σουλτανικά στρατεύματα να περάσουν στη Μολδοβλαχία, προκειμένου να καταπνίξουν την επανάσταση, την οποία ο ίδιος είχε ήδη αποκηρύξει.
Βέβαια, για το πόρισμα της μάχης δεν αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα μόνο η «προδοσία» της Ρωσίας, στην στήριξη της οποίας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε εναποθέσει πολλές από τις ελπίδες του, αλλά και οι λάθος υπολογισμοί των Ελλήνων. Μετά τη μάχη στον ποταμό Σερέτη, από την οποία βγήκαν νικητές, οι Έλληνες αρχηγοί προέβλεψαν ότι οι Τούρκοι θα δρούσαν άμεσα, πιθανότατα το επόμενο πρωί. Έτσι, αποφάσισαν να παραμείνουν έξω από το Γαλάτσι, στη βορειοδυτική πλευρά, στη θέση που είχαν οχυρωθεί, και να δώσουν μάχη σε ανοικτό πεδίο. Ωστόσο, δεν σκέφτηκαν ότι ο εχθρός διέθετε ισχυρότερες δυνάμεις σε ιππικό.
Φτάνοντας, λοιπόν, η ημέρα της μάχης, οι Έλληνες είχαν παρατάξει συνολικά 900 άνδρες, 600 πεζικό και 300 ιππείς, με μόνο όμως τους 400 να αποτελούν έμπειρο δυναμικό. Από την άλλη, οι Οθωμανοί ξεκινούν από τη Βράιλα, όπου ήταν συγκεντρωμένοι, με 5.000 ιππείς και 2.000 πεζούς, περνούν τον ποταμό Σερέτη και κατευθύνονται προς το Γαλάτσι. Ως ενίσχυση, οι Έλληνες διέθεταν 22 κανόνια και 4 πλοία, τα οποία στάθμευσαν στο Δούναβη κοντά στην πόλη, ενώ οι Τούρκοι είχαν μαζί τους 24 μεγάλα πεδινά κανόνια και 17 πλοιάρια-κανονιοφόρους, τα οποία έπλεαν προς το Γαλάτσι. Ήδη διακρίνεται η αριθμητική ανισότητα και η υπεροπλία των Οθωμανών.
Την 1η Μαΐου οι τουρκικές δυνάμεις πλησιάζουν προς Γαλάτσι. Οι Έλληνες αποφάσισαν η μάχη να γίνει στις οχυρώσεις εκτός της πόλης. Οι Τούρκοι φυσικά άρπαξαν την ευκαιρία, αναπτύσσοντας την παράταξή τους σε σχήμα ημικυκλίου, με το πεζικό και τα κανόνια στη μέση και το ιππικό στις δυο πλευρές. Οι ελληνικές δυνάμεις μοιράσθηκαν στα οχυρώματα, αφήνοντας το τρίτο αδύναμο. Ο αρχηγός των Ελλήνων Αθανάσιος Καρπενησιώτης είχε αναλάβει το μεγαλύτερο οχύρωμα με 500 πεζούς και 12 κανόνια, ενώ στο άλλο οχύρωμα υπήρχαν 6 κανόνια με 350 πεζούς, που ήταν πρόχειρα οπλισμένοι ή ακόμα και άοπλοι. Η μάχη ξεκίνησε με σφοδρή ανταλλαγή κανονιοβολισμών, στην οποία οι Έλληνες φάνηκαν αποτελεσματικότεροι. Παρ’ όλα αυτά, οι Τούρκοι κατάφεραν με βαρύ ελιγμό από τα βόρεια να διεισδύσουν στην πόλη του Γαλατσίου. Οι Έλληνες, παρά τον κυκλωτικό ελιγμό δεν εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, αλλά συνέχισαν τον αγώνα, προσπαθώντας να διεισδύσουν στο Γαλάτσι, το οποίο δυστυχώς, πρόλαβαν να καταλάβουν οι Τούρκοι.
Οι απώλειες για τους Έλληνες ήταν σοβαρές. Μετά την αποτυχία ανακατάληψης της πόλης, οι περισσότεροι από το ελληνικό σώμα εγκατέλειψαν τα οχυρώματα και έτρεξαν προς τα 4 πλοία, που είχαν σταθμεύσει κοντά στο Γαλάτσι. Όσοι δεν πρόλαβαν να μπουν στα πλοία, σφαγιάστηκαν από το τουρκικό ιππικό. Από την άλλη, όσοι κατόρθωσαν να επιβιβαστούν στα πλοία, έπλευσαν στο Δούναβη και από εκεί προς τον Προύθο. Παρόμοια οδό ακολούθησε από τη ξηρά το ιππικό. Έπεσαν, όμως, σε τουρκικό κανονιοβολισμό.
Η μάχη είχε ήδη κριθεί. Ωστόσο, ο Καρπενησιώτης μαζί με 45 παλικάρια συνέχισαν να πολεμούν στο κεντρικό οχύρωμα, αποκρούοντας τις δυνάμεις του Περκόφτσαλη. Όταν νύχτωσε, η μάχη σταμάτησε. Οι έγκλειστοι στο προμαχώνα κατάφεραν εν τέλει να ξεφύγουν, χάρη σ’ ένα τέχνασμα: το χάραμα πέταξαν τις κάπες τους έξω, τις οποίες άρχισαν να πυροβολούν οι Τούρκοι, επειδή νόμιζαν ότι πήγαιναν να το σκάσουν. Έτσι, κέρδισαν λίγο χρόνο και μπόρεσαν να διαφύγουν. Ο Καρπενησιώτης μαζί με 20 από τα παλικάρια του στο τέλος, έμειναν ζωντανοί. Το Γαλάτσι καταστράφηκε από τους Τούρκους. Ο Περκόφτσαλη άφησε, έπειτα, φρουρά στο Γαλάτσι και προχώρησε στη Βράιλα, έχοντας μαζί του τα λάφυρα από την πόλη.
Οι Έλληνες μπορεί να ηττήθηκαν από τις υπέρτερες δυνάμεις των Τούρκων, αλλά η μάχη του Γαλατσίου αποτελεί παράδειγμα μάχης, καθώς, ακόμη και εκείνη τη δύσκολη στιγμή, δεν πτοήθηκαν. Αντιθέτως, πείσμωσαν και συνέχισαν να μάχονται ηρωικά. Συνειδητοποίησαν, ότι πρέπει να στηρίζονται μόνο στις δικές τους δυνατότητες. Έμαθαν, πως οι δυσκολίες είναι κάτι που πρέπει να υπολογίσουν, αλλά να μην τους εμποδίσουν σ’ αυτό που θέλουν να πετύχουν από τα βάθη της ψυχής τους, δηλαδή την ελευθερία τους. Χάρη σ’ αυτή τη μάχη, οι δυνάμεις των επαναστατών απέκτησαν θάρρος, πήραν μαθήματα και ανέκτησαν τη μαχητικότητα τους. Πολέμησαν με τρόπο αξιοθαύμαστο, που ενέπνευσε τους συμπατριώτες τους μετέπειτα να δώσουν και τη ζωή τους για τον Αγώνα και να καταφέρουν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γ.Φ. Χέρτσβεργ (1916) Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Τόμος Πρώτος (Μτφρ. Π. Καρολίδου) Αθήνα: Εκδ. Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη
- Δ. Κόκκινος (1974) Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης Τόμος Πρώτος Αθήνα: Εκδ. Μέλισσα
- Α. Δεσποτόπουλος, ‘Οι μάχες του Σερέτη και του Γαλατσίου’ Σε Συλλογικό Έργο (1980) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τόμος ΙΒ΄ – Η ελληνική Επανάσταση. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.
- Θ. Καμπισιούλη (2020), «Η μάχη του Γαλατσίου (1η Μαΐου 1821)» Σε ΠΑΛΜΟΣ news (2021), (Τελευταία πρόσβαση 14 Ιανουαρίου) Διαθέσιμο εδώ