16.7 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟι θεσμοί εξασφάλισης της αμερόληπτης κρίσης στην ποινική διαδικασία

Οι θεσμοί εξασφάλισης της αμερόληπτης κρίσης στην ποινική διαδικασία


Της Θένιας Λαμπρινουδάκη,

Στα πλαίσια κίνησης μιας νομικής διαδικασίας και δη ποινικής γίνεται συχνά λόγος για την ανάγκη αντιμετώπισης των υποθέσεων με τρόπο αμερόληπτο από τα δικαστικά πρόσωπα. Προς επίλυση του ζητήματος αυτού, ο Έλληνας νομοθέτης θέσπισε διατάξεις στον ποινικό κώδικα προκειμένου να εξασφαλισθεί η αντικειμενική κρίση και αντιμετώπιση των ποινικών υποθέσεων εκ μέρους των δικαστικών προσώπων. Οι θεσμοί αυτοί διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: τον αποκλεισμό, την εξαίρεση και την αποχή των δικαστών.

Ξεκινώντας από το θεσμό του αποκλεισμού ο οποίος ρυθμίζεται στο άρθρο 14 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και επιβάλλεται ανεξάρτητα αν το δικαστικό πρόσωπο φέρει αντιρρήσεις ή όχι καθώς κρίνεται ανίκανο να αναλάβει την υπόθεση εξαιτίας της  συνδρομής λόγων μεροληψίας. Οι λόγοι για τους οποίους δύναται να επιβληθεί ο αποκλεισμός του δικαστικού προσώπου είναι αρχικά η στενή συγγένεια του είτε πρόκειται για συγγένεια εξ αίματος είτε εξ αγχιστείας με πρόσωπο που εμπλέκεται στην υπόθεση καθώς και η πιθανότητα προσωπικής του προσβολής από την υπόθεση. Αποκλεισμός του δικαστικού προσώπου επέρχεται και στην περίπτωση που πρόκειται για επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώ ο ίδιος συμμετείχε στην πρώτη δίκη είτε ως συνήγορος είτε ως μάρτυρας είτε ως πραγματογνώμονας (ακόμη και ως τεχνικός σύμβουλος). Προσηλωμένος στις Ευρωπαϊκές επιταγές και στην νομολογία του ΕΔΔΑ, ο Έλληνας νομοθέτης διευρύνει το περιεχόμενο του αποκλεισμού και στην περίπτωση του ανακριτή ή του δικαστή που προχώρησαν σε ενέργειες σε στάδιο της προδικασίας, πριν δηλαδή την έλευση της υπόθεσης ενώπιον του ακροατηρίου. Τα πρόσωπα αυτά απαγορεύεται να προβούν σε περαιτέρω ενέργειες εφόσον είχαν εμπλακεί στην προδικασία, μια άποψη που είναι άμεσα συνυφασμένη και με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) που επιτάσσει την αρχή της δίκαιης δίκης. Η πιο σημαντική περίπτωση αποκλεισμού του δικαστικού προσώπου στην πράξη είναι εκείνη που απαγορεύει σε δικαστή που δίκασε στον πρώτο βαθμό να συμμετέχει στη δίκη της ίδιας υπόθεσης σε άλλο βαθμό εκδίκασης, στην περίπτωση δηλαδή που ασκηθεί έφεση ή αναίρεση. Αξίζει να σημειωθεί πως δεν απαγορεύεται συμμετοχή του δικαστή στην ίδια σύνθεση εφόσον δόθηκε μόνο αναβολή στην υπόθεση χωρίς να εκδοθεί απόφαση επ΄αυτής.

Πηγή εικόνες: unsplash.com

Συνεχίζοντας με τον δεύτερο θεσμό της εξαίρεσης (άρθρο 15), κρίνεται αναγκαίο να επισημανθεί πως όλοι οι λόγοι αποκλεισμού συνιστούν ταυτόχρονα και λόγους εξαίρεσης. Ο γενικότερος κανόνας εδώ είναι πως ένα πρόσωπο εξαιρείται από την εκδίκαση όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις και υπόνοιες μεροληψίας και συντρέχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη αντικειμενική κρίση του. Κάποιες ενδεικτικές περιπτώσεις που ενθαρρύνουν αυτές τις υπόνοιες είναι εκείνες τις ιδιαίτερης φιλίας, το συμφέρον του δικαστή, η έκφραση γνώμης εκ μέρους του δικαστή κ.λπ.. Βασική διαφορά της εξαίρεσης με τον προηγούμενο θεσμό είναι πως εδώ για να εξαιρεθεί το εκάστοτε δικαστικό πρόσωπο πρέπει να προταθεί αίτηση από τον εισαγγελέα, από τον παριστάμενο προς υποστήριξη της κατηγορίας ή από τον κατηγορούμενο. Εάν η υπόθεση δικαστεί κανονικά χωρίς να προταθεί η εξαίρεση του δικαστικού προσώπου τότε καλύπτεται και οι διάδικοι δεν μπορούν να προσβάλλουν μετέπειτα την απόφαση. Σε περίπτωση που η εξαίρεση δεν προταθεί μέχρι την έναρξη καταρχήν της συζήτησης τότε απορρίπτεται από το συμβούλιο ή το δικαστήριο που κρίνεται η εξαίρεση. Φυσικά στη συνεδρίαση αυτή δεν συμμετέχει το πρόσωπο για το οποίο ζητείται η εξαίρεση.

Τελειώνοντας, στον ποινικό κώδικα προβλέπεται και ο θεσμός της αποχής. Σύμφωνα με αυτόν το δικαστικό πρόσωπο υποχρεούται από μόνο του να δηλώσει τον λόγο αποκλεισμού ή εξαίρεσης που συντρέχει στο πρόσωπό του. Ο θεσμός της αποχής προβλέπεται στο άρθρο 23 του Κώδικα Ποινικής Διαδικασίας και αναφέρεται μεταξύ άλλων σε σοβαρούς λόγους ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή του δικαστικού προσώπου. Η επίκληση των λόγων αποχής πρέπει όπως και σε κάθε θεσμό να είναι αιτιολογημένοι και βασισμένοι σε πραγματικά περιστατικά. Στο πρόσωπο που παρά την συνδρομή λόγων που επιτάσσουν κάποιο από τους θεσμούς της αμεροληψίας συμμετέχει στην εκδίκαση της υπόθεσης επιβάλλονται πειθαρχικές ποινές.

Εν κατακλείδι, με μια ανάγνωση αλλά και περαιτέρω μελέτη του ποινικού νόμου και του κώδικα ποινικής διαδικασίας παρατηρείται η πρόθεση του νομοθέτη για εξασφάλιση όσο το δυνατόν καλύτερης και αμερόληπτης κρίσης εκ μέρους των δικαστικών προσώπων. Σεβόμενο την αρχή της δίκαιης δίκης το ελληνικό δίκαιο παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υποστηρίζει την αντικειμενικότητα και την απροσωπόληπτη στάση των υπηρετών της δικαιοσύνης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • ΑΠ 613/2006, ΠοινΔικ 2006, σελ. 1090
  • ΣυμβΠλημμΑθ 1589/2005
  • “ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ” Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, 2019, 9η έκδοση σελ. 104-120

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θένια Λαμπρινουδάκη
Θένια Λαμπρινουδάκη
Γεννήθηκε το 1999 στο Ηράκλειο της Κρήτης και βρίσκεται στο 4ο έτος των σπουδών της στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Διαθέτει πτυχίο αγγλικών και ηλεκτρονικών υπολογιστών και συμμετείχε σε φοιτητικό διαγωνισμό μέσω εκπόνησης εργασίας με θέμα την ισότητα των φύλων στην αγορά εργασίας. Έχει παρακολουθήσει μια σειρά από σεμινάρια πολιτικού και νομικού περιεχομένου καθώς και κάποια που στηρίζονται στα δεδομένα της διεθνούς πραγματικότητας, ενώ αποτελεί και μέλος της ELSA Thessaloniki. Τον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται σε ερασιτεχνικό επίπεδο με το χορό και τη ζωγραφική.