Της Έφης Κούσιου,
«Δεν μπορώ» του είπα. «Δεν μπορώ!».
«Σίγουρα;» με ρώτησε αυτός.
«Ναι. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να σταθώ μπροστά της και να της πω τι νιώθω… Ξέρω, όμως, ότι δεν μπορώ».
Ο Χοντρός κάθισε σαν τον Βούδα πάνω σ’ εκείνες τις φριχτές μπλε πολυθρόνες του γραφείου του. Χαμογέλασε, με κοίταξε στα μάτια και, χαμηλώνοντας τη φωνή, όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να τον ακούσουν προσεκτικά, μου είπε:
«Να σου πω μια ιστορία…».
Και χωρίς να περιμένει να συμφωνήσω, ο Χόρχε άρχισε να αφηγείται.
Ο Ντεμιάν είναι ένας ανήσυχος νεαρός φοιτητής που προσπαθεί να ανακαλύψει τον εαυτό του. Οι αναζητήσεις του τον κατευθύνουν στον «Χοντρό», έναν πολύ ιδιόρρυθμο ψυχαναλυτή που τον βοηθά να αντιμετωπίσει τη ζωή και να βρει απαντήσεις στα ερωτήματά του με έναν τρόπο πολύ πρωτότυπο: σε κάθε συνάντηση του διηγείται από μία ιστορία, κλασική ή μοντέρνα, «ανατολίτικη» ή «δυτικότροπη», που πηγάζει από τη λαϊκή προφορική παράδοση ή απευθείας από τη φαντασία του «Χοντρού».
Οι ιστορίες αρχίζουν να λειτουργούν ως παραβολές και ο Ντεμιάν κατασιγάζει τις αγωνίες και τις ανασφάλειές του, ωριμάζοντας μάλλον, παρά βρίσκοντας «έτοιμες λύσεις» και «συνταγές ευτυχίας»…
Οι σχέσεις μεταξύ θεραπευτή και θεραπευμένου δεν είναι -ούτε αυτές- συμβατικές και αναμενόμενες. Καβγάδες, διαφωνίες, συμπάθεια, αντιπάθεια, μίσος και αγάπη αφήνονται ελεύθερα να εκφραστούν, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο δύο μοναδικούς λογοτεχνικούς ήρωες με σάρκα και οστά, προσφιλείς και οικείους στον αναγνώστη. Καμία σχέση εδώ με το στερεότυπο του ψυχαναλυτικού ντιβανιού και του οριζοντιωμένου πάσχοντος.
Το «Να σου πω μια ιστορία» είναι ένα βιβλίο αυτοβελτίωσης και αυτοβοήθειας, ένα βιβλίο σχετικά με την αναζήτηση της ευτυχίας. Ο Ντεμιάν είναι ένας νεαρός άντρας που είναι περίεργος για τον κόσμο και τον εαυτό του, αλλά δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει ορισμένα από τα καθημερινά προβλήματα της ζωής, εκείνα που αφορούν την εργασία, την ερωτική του ζωή, τις σχέσεις με φίλους και την οικογένεια. Είναι πρόθυμος να μάθει περισσότερα για τον εαυτό του αλλά και πώς να αντιμετωπίζει τη ζωή με αισιοδοξία και θετικότητα. Εν ολίγοις, ψάχνει να βρει αυτό που όλοι θέλουμε: να είμαστε χαρούμενοι και ικανοποιημένοι.
Ο συγγραφέας του βιβλίου, Χόρχε Μπουκάι (Jorge Bucay), γεννήθηκε το 1949 σε μια λαϊκή γειτονιά του Μπουένος Άιρες. Ξεκίνησε να εργάζεται στην ηλικία των δεκατριών ετών και ασχολήθηκε με διάφορες δουλειές. Είναι γιατρός και ψυχοθεραπευτής της σχολής Γκεστάλτ και αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες το 1973. Ειδικεύτηκε στη θεραπεία των νοητικών ασθενειών εργαζόμενος αρχικά σε νοσοκομεία και κλινικές και, εν συνεχεία, δίνοντας διαλέξεις σε ιδρύματα, κολέγια, θέατρα, καθώς και σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Όταν αποφάσισε να ασχοληθεί και με τη συγγραφή, είδε περισσότερα από δώδεκα βιβλία του να μεταφράζονται σε τουλάχιστον δεκαεπτά γλώσσες και να τοποθετούνται πρώτα στις λίστες των ευυπόληπτων κάθε χώρας. Εργάζεται ως ψυχοθεραπευτής ενηλίκων, ζευγαριών και κοινωνικών ομάδων. Ζει στα προάστια του Μπουένος Άιρες με τη γυναίκα του και έχει δύο παιδιά. Μάλιστα, το ένα από τα παιδιά του, ο Ντεμιάν Μπουκάι, είναι και εκείνος ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής, καθώς και συγγραφέας.
Όπως καταλαβαίνετε, είναι δύσκολο να γράψεις μια κριτική για ένα βιβλίο που είναι γραμμένο με αυτόν τον τρόπο, ένα βιβλίο που κάθε τρεις ή τέσσερις σελίδες λέει μια νέα ιστορία που δεν σχετίζεται με την προηγούμενη, οπότε, αντί να γράφω περισσότερα, σας παραθέτω το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου καθώς και το συμπέρασμά μου στο τέλος.
Ο Αλυσοδεμένος Ελέφαντας
«Όταν ήμουν μικρός, μου άρεσε πολύ το τσίρκο και στο τσίρκο μου άρεσαν πιο πολύ τα ζώα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο ελέφαντας, που, όπως έμαθα αργότερα, είναι το αγαπημένο ζώο όλων των παιδιών. Στην παράσταση, το θεόρατο ζώο έκανε επίδειξη του τεράστιου βάρους του, του όγκου και της δύναμής του…
Όμως, μετά την παράσταση και λίγο προτού επιστρέψει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος συνεχώς σ΄ ένα μικρό ξύλο μπηγμένο στο έδαφος. Μια αλυσίδα κρατούσε φυλακισμένα τα πόδια του. Ωστόσο, το ξύλο ήταν αληθινά μικροσκοπικό κι έμπαινε σε ελάχιστο βάθος μέσα στο έδαφος.
Μολονότι η αλυσίδα ήταν χοντρή και ισχυρή, μου φαινόταν ολοφάνερο ότι ένα ζώο που μπορούσε να ξεριζώνει δέντρα με τη δύναμή του θα μπορούσε εύκολα να λυθεί και να φύγει. Το θεωρούσα αληθινό μυστήριο. Μα τι τον κρατάει; Γιατί δεν το σκάει;
Όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών, πίστευα ακόμα στη σοφία των μεγάλων. Ρώτησα τότε κάποιον δάσκαλο, τον πατέρα μου ή έναν θείο μου για το μυστήριο του ελέφαντα. Κάποιος μου εξήγησε ότι ο ελέφαντας είναι δαμασμένος. Έκανα τότε την προφανή ερώτηση: Κι, αφού είναι δαμασμένος, γιατί τον αλυσοδένουν;
Δε θυμάμαι να πήρα κάποια ικανοποιητική απάντηση. Με τον καιρό ξέχασα το μυστήριο του ελέφαντα με το παλούκι και το θυμόμουν μόνο όταν βρισκόμουν με κάποιους που είχαν αναρωτηθεί κάποτε πάνω στο ίδιο θέμα.
Πριν από μερικά χρόνια ανακάλυψα -ευτυχώς για μένα- ότι κάποιος είχε αρκετή σοφία ώστε ν΄ ανακαλύψει την απάντηση. Ο ελέφαντας του τσίρκου δεν το σκάει, γιατί τον έδεναν σ΄ ένα παρόμοιο παλούκι από τότε που ήταν πολύ πολύ μικρός.
Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα τον νεογέννητο ανυπεράσπιστο ελέφαντα δεμένο στο παλούκι. Είμαι βέβαιος ότι τότε το ελεφαντάκι είχε σπρώξει, τραβήξει και ιδρώσει, πασχίζοντας να λευτερωθεί. Μα, παρόλες τις προσπάθειές του, δεν τα είχε καταφέρει, γιατί το παλούκι ήταν πολύ γερό για τις δυνάμεις του.
Φαντάστηκα ότι θα κοιμόταν εξαντλημένο και την επόμενη μέρα θα προσπαθούσε ξανά και τη μεθεπόμενη το ίδιο… Ώσπου μια μέρα, μια φρικτή μέρα για την ιστορία του, το ζώο θα παραδεχόταν την αδυναμία του και θα υποτασσόταν στη μοίρα του.
Αυτός ο πανίσχυρος και θεόρατος ελέφαντας που βλέπουμε στο τσίρκο δεν το σκάει, γιατί νομίζει ότι δεν μπορεί ο δυστυχής. Η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του είναι χαραγμένη στη μνήμη του. Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν αμφισβήτησε σοβαρά αυτή την ανάμνηση. Ποτέ μα ποτέ δεν ξαναπροσπάθησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του…».
-Έτσι είναι, Ντεμιάν. Όλοι είμαστε λίγο-πολύ σαν τον ελέφαντα του τσίρκου. Περιδιαβαίνουμε τον κόσμο δεμένοι σε εκατοντάδες παλούκια που μας στερούν την ελευθερία. Ζούμε, πιστεύοντας ότι δεν μπορούμε να κάνουμε ένα σωρό πράγματα, απλώς επειδή μια φορά πριν από πολύ καιρό, όταν είμαστε μικροί, προσπαθήσαμε και δεν τα καταφέραμε.
Πάθαμε τότε το ίδιο με τον ελέφαντα. Χαράξαμε στη μνήμη μας αυτό το μήνυμα: Δεν μπόρεσα, δεν μπορώ και ποτέ δεν θα μπορέσω.
Ο Χόρχε έκανε μια μεγάλη παύση. Ύστερα πλησίασε, κάθισε στο πάτωμα μπροστά μου και συνέχισε: Αυτό σου συμβαίνει, Ντέμι. Ζεις μέσα στα όρια της ανάμνησης ενός Ντεμιάν που δεν υπάρχει πια, εκείνου που δεν τα κατάφερε. Ο μοναδικός τρόπος να μάθεις εάν μπορείς είναι να προσπαθήσεις πάλι με όλη σου την ψυχή… Με όλη σου την ψυχή!».
Με λίγα λόγια, η λειτουργία αυτού του αναγνώσματος δεν είναι διασκεδαστική, αλλά ούτε και ενημερωτική ή αποκλειστικά διδακτική. Είναι ένα μείγμα και των δύο λειτουργιών και το αποτέλεσμα είναι ένα βιβλίο ιστοριών με μια διδακτική πρόθεση. Πολλοί άνθρωποι παραπονέθηκαν ότι δεν αφήνει χώρο για προβληματισμό, αλλά η αλήθεια είναι ότι πρέπει να τον αναζητήσετε μόνοι σας. Δεν μπορείτε να ολοκληρώσετε ένα κεφάλαιο και να διαβάσετε το επόμενο αμέσως μετά. Αντιθέτως, πρέπει να κλείσετε το βιβλίο και να σκεφτείτε το κεφάλαιο που έχετε διαβάσει. Αυτός είναι ο χώρος για προβληματισμό. Αν θέλετε να εκτιμήσετε σωστά αυτό το βιβλίο, πρέπει να ξέρετε πώς να το διαβάσετε.