Του Κωνσταντίνου Δήμου,
Η Φιλική Εταιρεία γνώριζε ότι δε θα μπορούσε να υλοποιήσει τα επαναστατικά της σχέδια περί ελληνικής εθνεγερσίας, άμα δεν αποσπούσε την εύνοια των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Η μυστικότητα γύρω από την Ανώτατη Αρχή και οι υπόνοιες, ότι μάλλον πίσω από το κίνημα βρισκόταν ο Ρώσος αυτοκράτορας, μετατράπηκαν γρήγορα σε ένα ευρύτερα διαδεδομένο κοινό μυστικό γνωστό σε ολοένα και περισσότερους Έλληνες. Οι Φιλικοί έπρεπε τώρα να δράσουν γρήγορα και να εκμεταλλευτούν την ώθηση αυτή, για να πυροδοτήσουν την επανάσταση, βρίσκοντας έναν αρχηγό που θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη τόσο των αλύτρωτων Ελλήνων, όσο και των πολιτικών παραγόντων της Ευρώπης και της Ρωσίας.
Η Φιλική Εταιρεία κατέληξε σε δύο υποψηφίους: τον ελληνικής καταγωγής Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας για θέματα της Ανατολής Ιωάννη Καποδίστρια και τον προσωπικό υπασπιστή του Τσάρου, Αλέξανδρο Υψηλάντη. Ο Εμμανουήλ Ξάνθος ταξίδεψε στη Μόσχα και στην Πετρούπολη αντίστοιχα και ήρθε σε επαφή με τους δύο επιφανείς άνδρες. Ο Καποδίστριας, παρότι υπήρξε θετικός στο αίτημα της ανεξαρτησίας των Ελλήνων, αρνήθηκε την πρόταση, σκεπτόμενος ότι οι χρονικές περιστάσεις και συγκυρίες δεν ήταν οι κατάλληλες: οι επαναστατικές ιδέες έπρεπε να ωριμάσουν και άλλο στη συνείδηση των Ελλήνων και να περιμένουν τις ιδανικές συνθήκες. Άλλωστε, ευρισκόμενος ήδη σε αυτή τη θέση μπορούσε να επηρεάσει τον Τσάρο, αλλά και να είναι πηγή πληροφοριών για τους διπλωματικούς ελιγμούς της Ρωσίας. Ο δισταγμός του Καποδίστρια αντικαταστάθηκε από τον ενθουσιασμό του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο οποίος μετά χαράς αποδέχτηκε τα ηνία της αρχηγίας της επανάστασης στις αρχές του 1820 και το ρόλο του ως συντονιστή της όλης προσπάθειας στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στην Ελλάδα, παρά την απειρία του και την έλλειψη στρατηγικής σκέψης.
Αρχικά, ο Α. Υψηλάντης πρότεινε την οργάνωση της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Ωστόσο, μεταπείστηκε από τους συμβούλους του να δημιουργήσει πρώτα έναν αντιπερισπασμό για τις δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μολδοβλαχία, καθώς αυτές ήταν αποδυναμωμένες από τις συγκρούσεις τους με τον αποστάτη Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ενώ το έδαφος εκεί ήταν πιο γόνιμο: στις επαρχίες της Μολδαβίας και Βλαχίας υπήρχε ειδικό καθεστώς προστασίας από τη Ρωσία, ενώ η τουρκική παρουσία ήταν αποδυναμωμένη. Αντίθετα, υπήρχαν πλούσιοι Έλληνες ηγεμόνες και Φαναριώτες και πρόθυμοι οπλαρχηγοί με τακτικά «άτακτα» στρατιωτικά σώματα έτοιμα να συνεισφέρουν στον Αγώνα. Το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή. Ο Αλ. Υψηλάντης διέβη τον ποταμό Προύθο και έφθασε στο Ιάσιο μαζί με τους συνεργάτες του στις 24 Φλεβάρη 1821, με τελικό σκοπό το ξεσηκωμό των τοπικών πληθυσμών (ελληνικών και μη) ενάντια στον Τούρκο κατακτητή, στη Σερβία, τη Μολδοβλαχία και το Μαυροβούνιο, την προέλαση νότια του Δούναβη και το πέρασμα μέσω Βουλγαρίας στη Βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία, Θράκη), οπότε και ο αγώνας θα συνεχιζόταν πλέον σε ελληνικό έδαφος, σε συνεννόηση με τους Έλληνες οπλαρχηγούς.
Ο Αλ. Υψηλάντης και οι Φιλικοί με τις πιο πρόσφατες κινήσεις τους επιθυμούσαν να αποσπάσουν την ευρωπαϊκή και ρωσική υποστήριξη, προκειμένου να αυξήσουν τις πιθανότητες επιτυχίας του. Ο Αλ. Υψηλάντης υπέβαλλε την παραίτηση του στον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄, στέλνοντάς του προσωπική επιστολή που ανέλυε τους σκοπούς και τους στόχους της επανάστασης, ζητώντας μάλιστα και «την αρωγήν του υπέρ των ομόθρησκων λαών και της δικαιοσύνης». Ο Ρώσος αυτοκράτορας όταν έμαθε τα νέα, βρισκόταν στο Λάυμπαχ της Αυστρίας, σε ευρωπαϊκό συνέδριο για την επίλυση «σημαντικών ευρωπαϊκών ζητημάτων». Ο Υψηλάντης εξαιτίας της προσωπικής σχέσης του με τον Τσάρο, περίμενε μια ένθερμη απάντηση στήριξης, η οποία όμως, τελικά δεν ήταν αυτή που έλαβε. Το ευρωπαϊκό κλίμα και οι συγκυρίες δεν επέτρεπαν στη Ρωσία να ενεργήσει ευεργετικά υπέρ του κινήματος του Αλ. Υψηλάντη, όπως είχε κάνει στο παρελθόν με άλλα παρόμοιας φύσης κινήματα που είχε η ίδια υποκινήσει, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα Ορλωφικά.
Τα ρωσικά συμφέροντα ήταν κατά οποιασδήποτε ριζοσπαστικής ενέργειας στην περιοχή των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, που θα μπορούσε να διαταράξει τη λεπτή ισορροπία δυνάμεων στα Βαλκάνια, ίσως προκαλώντας ακόμη και ένα νέο Ρωσοτουρκικό πόλεμο ή μικρότερους πολέμους καταστολής ενάντια σε ηγεμόνες που επιθυμούσαν αυτονομία από την προστάτιδα Ρωσία και ανεξαρτησία από τη σουλτανική επικυριαρχία. Επομένως, ο Τσάρος με αυτοκρατορικό διάταγμα απέλυσε τον Αλ. Υψηλάντη από το αξίωμα του, αποκήρυξε την επανάσταση και υιοθέτησε στάση ουδετερότητας, ενώ γνωστοποίησε στην Υψηλή Πύλη μέσω του Ρώσου πρέσβη Στρογγάνωφ την αποστασιοποίηση της Ρωσίας από το ζήτημα. Οι Οθωμανοί λοιπόν, είχαν το ελεύθερο να πράξουν κατά το δοκούν, να εισβάλλουν στη Μολδοβλαχία και να καταπνίξουν την αντίσταση, ειδικά από τη στιγμή που ο γενικός στρατηγός των ρωσικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στον Προύθο και στη Βεσσαραβία, κόμης Βιτγκεστάιν, διατάχτηκε να παραμείνει αδρανής.
Ο Αλ. Υψηλάντης απογοητεύτηκε, αφού το εκστρατευτικό του όνειρο και οι ελπίδες που διατηρούσε για τη στρατολόγηση νέων στρατιωτών και την οικονομική και υλική υποστήριξη από πλούσιες ελληνικές οικογένειες έσβηναν γοργά. Μονάχα λίγα σώματα, κάποιοι πιστοί αξιωματικοί, ο Ιερός Λόχος και ο Γεωργάκης Ολύμπιος του είχαν απομείνει. Κατά τον Δ. Κόκκινο, ο Τσάρος είχε πέσει θύμα πλάνης από τον αυστριακό καγκελάριο Μέττερνιχ, ο οποίος στη συνέλευση όχι μόνο επικαλέστηκε τους όρους της Ιερής Συμμαχίας περί της πάταξης πρωτοβουλιών που δυνητικά αποτελούσαν απειλή κατά του παλαιού μοναρχικού καθεστώτος, αλλά παρουσίασε και πλαστά έγγραφα που ανέφεραν, ότι ο Υψηλάντης βρισκόταν σε επικοινωνία με πολιτικούς παράγοντες της Γαλλίας και Ιταλίας. Ο Καποδίστριας στις 14 Μαρτίου 1821, έστειλε επιστολή στον Αλ. Υψηλάντη, εξηγώντας την απόφαση της Ρωσίας να απέχει της συσχέτισής της με το κίνημα. Η ειρήνη και φιλία με την Οθωμανική αυτοκρατορία έπρεπε να διασφαλιστεί, ενώ ο Καποδίστριας προσπάθησε να αποθαρρύνει τον Αλ. Υψηλάντη και να παραδώσει τα όπλα. Ο Αλ. Υψηλάντης δεν το έβαλε κάτω, στέλνοντας μια νέα επιστολή στον Τσάρο, προσπαθώντας να μεταπείσει τη στάση του, κάνοντας επίκληση στο συναίσθημα για το δίκαιο αγώνα των Ελλήνων. Εις μάτην όμως. Ο ασκός του Αιόλου είχε ήδη ανοίξει και τα τουρκικά στρατεύματα προελαύναν στο εσωτερικό της Μολδοβλαχίας. Απελπισμένος, ο Αλ. Υψηλάντης κάνει μια τελευταία έκκληση για βοήθεια, επικαλούμενος το ομόδοξο της Ρωσίας και τις ανείπωτες βιαιοπραγίες που θα κάνουν οι Τούρκοι ως αντίποινα στους χριστιανικούς πληθυσμούς τόσο των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, όσο και της Ελλάδας.
Εν κατακλείδι, ο Αλ. Υψηλάντης, παρότι φιλόδοξος και με αγνές προθέσεις, δεν είχε την απαραίτητη πείρα που χρειάζεται ένας αρχηγός σε πολιτικά και στρατιωτικά θέματα. Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία, σύμφωνα με το Φίνλεϋ, βασίστηκε στην αυταπάτη του Αλ. Υψηλάντη, ότι η Ρωσία και σύσσωμη η ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή θα τον βοηθούσαν de jure να πραγματοποιήσει τα αλυτρωτικά του σχέδια. Αντιθέτως, ο Αλ. Υψηλάντης έπεσε θύμα των περιστάσεων και της γνωστικής ασυμφωνίας (cognitive dissonance) του, επειδή έφθασε μέχρι και στο σημείο να θεωρεί τις δηλώσεις του Τσάρου ως παραπλανητικές για να καθησυχάσει τους Ευρωπαίους εταίρους του. Δεν μπορούσε δηλαδή να αποδεχτεί την πραγματικότητα, ότι η Ρωσία δε σκόπευε να προσφέρει βοήθεια στον ίδιο και στους συναγωνιστές του, αλλά έπεισε τον εαυτό του, ότι υπήρχαν ενδείξεις από τη Ρωσία που του υπαγόρευαν να συνεχίσει την προσπάθεια. Οι Έλληνες κάτοικοι των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, από την άλλη, είχαν αντιληφθεί ότι ο Αλ. Υψηλάντης δεν είχε την επιθυμητή δυναμική, ούτε μπορούσε να ηγηθεί αποτελεσματικά ενάντια στην πολεμική μηχανή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η έλλειψη ενός συγκροτημένου σχεδίου από τον Αλ. Υψηλάντη ήταν πασιφανής, όπως και οι ασταθείς σχέσεις εμπιστοσύνης με τους τοπικούς άρχοντες, όπως ο Σάββας ο Πάτμιος και ο Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σπ. Τρικούπης (1860), Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης Τόμος Α΄. (2η εκδ.) Λονδίνο: Taylor and Francis Group
- Δ. Κόκκινος (1974), Η Ελληνική Επανάσταση, Τόμος Α΄.(6η εκδ.) Αθήνα: Εκδ. Μέλισσα
- Συλλογικό έργο (1980), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΒ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- Γ. Φίνλεϋ (2009), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Τόμος Α΄. (1η επανέκδοση) Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων