Της Αναστασίας Ερνεάνου,
Την καθημερινότητά μας απασχόλησε πρόσφατα η συνέντευξη των δίδυμων αδερφών που συμμετείχαν σε γνωστό reality show. Μια συνέντευξη πολυσυζητημένη, καθώς εγείρε σοβαρά ηθικά και κατά κύριο λόγο, κοινωνικά και νομικά ζητήματα. Συγκεκριμένα, τα δύο αδέρφια με ιδιαίτερη άνεση και υπερηφάνεια απάντησαν σε ερώτηση παρουσιάστριας αναφορικά με το αν «έχουν συνευρεθεί ερωτικά με κοπέλα που νόμιζε ότι ήταν ο άλλος αδερφός» ομολογώντας -χωρίς καμία αιδώ- πως το έχουν κάνει. Δεν αρκούσε ωστόσο, αυτή η δήλωση κι έτσι, έσπευσαν να απαντήσουν πως το «περιστατικό» δεν αφορούσε σταθερή σχέση κάποιου εκ των δύο. Εκατοντάδες συζητήσεις ακολούθησαν σε ΜΜΕ και social media. Η προβληματική επικεντρώθηκε κυρίως, γύρω από το ζήτημα του αν συντρέχει πράγματι, αξιόμεμπτος χαρακτήρας γύρω από αυτή την πράξη, καθώς δεν υπήρξε «σαφής» εξαναγκασμός, αλλά χρήση απατηλών μέσων προς την επίτευξή της.
Ο λόγος ως προς το νομικό κομμάτι, θα μπορούσε να επικεντρωθεί γύρω από το άρθρο 336 ΠΚ, το οποίο υπέστη μεταρρύθμιση μάλιστα, με τον νόμο 4619/2019. Στην πρώτη παράγραφο ορίζεται η βασική νομοτυπική μορφή του εγκλήματος του βιασμού: «όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Στην επόμενη παράγραφο ο νομοθέτης δίνει τον ορισμό της γενετήσιας πράξης ως η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις, σε μια προσπάθεια να διασαφηνίσει την αξιόποινη πράξη.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το έγκλημα αυτό βλάπτει το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας. Αυτή ακριβώς, αποτελεί μια εκ των πιο ευαίσθητων πτυχών της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, ο οποία προστατεύεται και από την κυριότερη πηγή δικαίου της χώρας μας, το Σύνταγμα, στο άρθρο 5. Όπως γίνεται αντιληπτό, η προσβολή αυτού του εννόμου αγαθού δε συνεπάγεται απλώς, τη «δυσαρέσκεια» του θύματος, το οποίο παγιδεύεται κατά τρόπο που δεν μπορεί να αρνηθεί την επίτευξη συνουσίας περιοριζόμενο τη βασική μορφή ελευθερίας που δέον είναι να του παρέχεται, αλλά την παρέμβαση σε μια ιδιαίτερα προσωπική πτυχή της ζωής και της προσωπικότητάς του. Γι’ αυτό τον λόγο, οι μορφές παραβίασης της γενετήσιας ελευθερίας, αλλά και της τιμής και της αξιοπρέπειας του προσώπου που κατά ένα τρόπο, συμπροσβάλλονται δεν πρέπει ούτε να χαρακτηρίζονται απλώς, ως «δυσάρεστα/ατυχή περιστατικά» ούτε να αποτελούν αιτία γέλιων και τρόπο διασκέδασης, όπως φάνηκε να συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.
Όσον αφορά τη βασική μορφή του εγκλήματος κατά το άρθρο 336 ΠΚ σε αδρές γραμμές οφείλουμε να διατυπώσουμε κάποια σημαντικά στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την πρώτη, το άτομο που ασκεί τη βία προς επίτευξη συνουσίας δεν απαιτείται να συμπίπτει με το άτομο που προβαίνει σε αυτή. Για παράδειγμα, ο Α ασκεί βία κατά της Β προκειμένου να συνουσιαστεί ο Γ μαζί της. Η σωματική βία, που ουσιαστικά συμπίπτει με την παράνομη βία όπως ορίζεται στο άρθρο 330 ΠΚ, έχει την έννοια της χρήσης υλικής δύναμης που μεταβιβάζεται επάνω στο ανθρώπινο σώμα κατά τρόπο άμεσο (όπως ένα χαστούκισμα στο θύμα) είτε έμμεσα ως μέσο για την κάμψη της αντίστασης του θύματος (όπως η βία που ασκείται κατά τρίτου προσώπου ανεξαρτήτως του δεσμού που το συνδέει με το θύμα του βιασμού). Στην τελευταία περίπτωση, όμως απαιτείται η βία αυτή να είναι πρόσφορη να επηρεάσει τη βούληση του εξαναγκαζόμενου προσώπου. Ο εναλλακτικός τρόπος που ορίζεται στο νόμο -και που μπορεί να εναλλάσσεται με την ασκούμενη βία- είναι η απειλή άμεσου και σπουδαίου κινδύνου της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του θύματος ή όπως αναφέρθηκε, τρίτου που δύναται να επηρεάσει το εξαναγκαζόμενο άτομο. Απαιτείται συνεπώς, μια διαβαθμισμένη απειλή που να αφορά τα συγκεκριμένα έννομα αγαθά, αλλά που μπορεί να προκύπτει και σιωπηρά από τη συμπεριφορά του υπαιτίου. Το επαπειλούμενο κακό δεν απαιτείται να είναι πραγματοποιήσιμο. Αρκεί να φαίνεται πως ανήκει στη σφαίρα ελέγχου και επιρροής του θύτη.
Όσον αφορά την υποκειμενική υπόσταση του άρθρου 336 παράγραφος 1, οφείλουμε να διευκρινίσουμε πως απαιτείται δόλος, οποιουδήποτε βαθμού (ακόμη και ενδεχόμενος) που να καλύπτει κάθε «βήμα», δηλαδή τόσο τη χρήση βίας ή απειλής με τους όρους που αναλύθηκαν, την αντίθεση του θύματος προς τη συγκεκριμένη πράξη, όσο και την ίδια την πραγμάτωση της γενετήσιας πράξης με τη χρήση των εξαναγκαστικών μέσων.
Ωστόσο, με αφορμή τη δήλωση των διδύμων, κρίνεται ενδιαφέρον να εξετάσουμε την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου. Συγκεκριμένα, εκεί ορίζεται πως: «όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1, επιχειρεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη». Ποιο λοιπόν, το νόημα που βρίσκεται πίσω από αυτή τη ρύθμιση, δεδομένου ότι στην πρώτη παράγραφο, δίνεται επακριβώς ο τρόπος και οι όροι τέλεσης του επαχθέστατου εγκλήματος του βιασμού; Είναι μια περιττή ρύθμιση;
Η διάταξη αυτή δε συνιστά, όπως έχει υποστηριχτεί, μια γενική διατύπωση της παραγράφου 1. Σε αυτή τη διάταξη, ο νομοθέτης προσπάθησε να εξασφαλίσει την προστασία του εξαναγκαζόμενου προσώπου ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν κατά τρόπο σαφή στη βασική μορφή του εγκλήματος. Ειδικότερα, η άρνηση του θύματος προς συνουσία δύναται να καμφθεί και με άλλους τρόπους, εκτός της βίας και της διαβαθμισμένης απειλής. Σε αυτή την κατηγορία ακριβώς, εμπίπτει και η χρήση απατηλών μέσων, μέσο που φάνηκε πως χρησιμοποιήθηκε και στην περίπτωση αυτή που μας προβλημάτισε ιδιαιτέρως. Η άρνηση του θύματος σε αυτή την περίπτωση, όπως υποστηρίζει η θεωρία, πρέπει να είναι απόλυτη και δεν τίθεται ως αίρεση προκειμένου να αναγκαστεί εκείνος σε ανάληψη δεσμεύσεων.
Από τη στιγμή που δίνεται η συναίνεση, αυτή πρέπει να είναι συγκεκριμένη τόσο ως προς το πρόσωπο με το οποίο έρχεται σε επαφή το άτομο όσο και ως προς τον τρόπο. Το γνωστό ερώτημα που ακούγεται από άτομα -εμφανώς εμποτισμένα με προκαταλήψεις και πατριαρχικά κατάλοιπα- «δηλαδή θα πρέπει να υπογράψουμε και συμβόλαιο», εκτός από τον απαξιωτικό χαρακτήρα που προσδίδει στην πράξη αλλά και στην προσωπικότητα του άλλου προσώπου, αποδεικνύει την ίδια τη «ρίζα» του προβλήματος. Ασφαλώς και δε χρειάζεται γραπτή και ρητή συμφωνία για μια πράξη που πηγάζει από την ίδια τη φύση του ανθρώπου ως όντος, αλλά η λύση, όπως δηλώνει και η Διεθνής Αμνηστία αναφορικά με το έγκλημα του βιασμού, είναι η επίτευξη σαφούς επικοινωνίας με το άλλο πρόσωπο, ούτως ώστε να διασφαλίζεται σε κάθε στάδιο η αμοιβαία συναίνεση και κατανόηση. Κατανοούμε, λοιπόν, πως δεν υπήρξε -σύμφωνα με τη δήλωση των διδύμων- ουδέποτε συμφωνία, καθώς η κοπέλα δε γνώριζε καν την εναλλαγή των προσώπων στη σεξουαλική πράξη.
Πέρα όμως, από τη νομική σημασία της ενέργειας αυτής, δε θα μπορούσαμε να παραλείψουμε την κοινωνική της διάσταση. Αντιλήψεις περί εργαλειοποίησης των θηλυκοτήτων -κι όχι μόνο ασφαλώς- βρίσκουν απήχηση ακόμα και σήμερα στο νου πολλών. Φράσεις και «αθώες» αναφορές που αναδεικνύουν την ίδια την κουλτούρα του βιασμού και αντιστρέφουν την ευθύνη σε βάρος του θύματος, το οποίο είτε εκχυδαΐζεται είτε ενοχοποιείται, προσβάλλουν κάθε του ελευθερία και διαιωνίζουν στερεοτυπικές αντιλήψεις περί ανδρικής κυριαρχίας και υποταγής του θύματος σε κάθε επιθυμία του θύτη. Η ίδια η διευκρίνιση των διδύμων πως το ζήτημα δεν αφορά «κοπέλα», δηλαδή σχέση κάποιου εκ των δύο, αντικατοπτρίζει τη στερεοτυπική αντίληψη γύρω από το ζήτημα εκφράζοντας, σε δημόσιο λόγο, απαξίωση και έλλειψη σεβασμού. Καμία ανοχή συνεπώς, δε θα έπρεπε να δείχνεται σε αντιλήψεις που αντανακλούν αυτού του είδους προβληματικές απόψεις -ούτε γέλια, ούτε αστεία.
Πηγές
- Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, Ελισάβετ Συμεωνίδου- Καστανίδου
- https://www.amnesty.gr/action/campaigns/21966/sex-horis-synainesi-einai-viasmos