Του Νίκου Μελιτσιώτη,
Κωνσταντινούπολη. Μια πόλη–ορόσημο, η οποία μέσα της κρύβει αιώνες ιστορίας. Μέσα της χτυπούσε η καρδιά της μακροβιότερης Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από την ίδρυση μέχρι την πτώση της, βρέθηκε πολλές φορές σε εξαίρετη ακμή και στη δίνη του κυκλώνα. Όπως κάθε μεγάλη δύναμη, συντηρούσε, για τη φύλαξή της, ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό στρατό. Όμως, η πόλη αυτή διέθετε και ένα ακόμη αμυντικό πλεονέκτημα, το οποίο την έκανε δυσπόρθητη και μόνο η δύναμη της πυρίτιδας μπόρεσε να το εξουδετερώσει. Ο λόγος φυσικά, για τα τείχη της Κωνσταντινούπολης τα οποία, σύμφωνα με τους θρύλους, τα προστάτευε η ίδια η Θεοτόκος.
Για πρώτη φορά, η θέση αυτή κατοικήθηκε από τους Μεγαρείς οι οποίοι, με αρχηγό το Βύζαντα, ίδρυσαν την αποικία του Βυζαντίου το 657 π.Χ. Φυσικά, όπως κάθε πόλη, οχυρώθηκε με τείχη, για την ασφάλεια της ίδιας και των κατοίκων της. Τα τείχη έκλειναν πίσω τους το χώρο της ακρόπολης και το χώρο όπου, κατά τα βυζαντινά χρόνια, κτίστηκε το στάδιο. Το πάχος τους ήταν αρκετά μεγάλο, διέθεταν 2 πύλες, ενώ η άμυνα ενισχυόταν από 27 πύργους. Αν και θεωρούνταν Θεόκτιστα, καθώς ο μύθος θέλει τον Ποσειδώνα και τον Απόλλωνα να βοηθούν στην ανοικοδόμησή τους, αυτό δεν εμπόδισε το Ρωμαίο Αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο (193–211 μ.Χ.) να πολιορκήσει την πόλη και να τα ισοπεδώσει, το 196 μ.Χ.
Βέβαια ο Σεβήρος, θέλοντας να προστατεύσει τη νέα κτίση του, η οποία βρισκόταν σε ένα τόσο στρατηγικό σημείο, φρόντισε για την ανοικοδόμηση της πόλης και των τειχών, τα οποία βελτίωσε. Το τείχος του ονομάστηκε «Γενναίον», δηλαδή δυνατό, και όχι άδικα, μιας και αποτελείτο από τετράγωνους ογκόλιθους μυλίτη λίθου, ο οποίος είχε μεγάλη αντοχή. Το νέο τείχος, το οποίο ουσιαστικά μεγάλωσε την έκταση της πόλης, εκτεινόταν από το βυζαντινό Νεώριο, στην ακτή του Κερατίου Κόλπου, έως το λιμένα των Σοφιανών, στην ακτή της Προποντίδας. Ενισχυόταν από 7 πύργους, οι οποίοι είχαν δυνατότητα οπτικής και ακουστικής επικοινωνίας μεταξύ τους.
Περίπου 100 χρόνια αργότερα, ο Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας, αποφασίζει να μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, στην περιοχή όπου βρισκόταν η πόλη του Βυζαντίου. Ξεκινώντας την ανοικοδόμησή της το 324 μ.Χ., μερίμνησε και για την κατασκευή ισχυρών τειχών, αρμόζοντα στη νέα πρωτεύουσα. Τα τείχη αυτά ξεκινούσαν από τα παράλια της Προποντίδας, ανάμεσα στις Πύλες του Ψαμάθου και του Αγίου Αιμιλιανού, συνέχιζε βορειοδυτικά περνώντας από τον 7ο λόφο της πόλης, στρεφόταν βορειοανατολικά, διέρχονταν τον 4ο και τον 5ο λόφο και κατέληγαν ανατολικά, στις ακτές του Κεράτιου Κόλπου. Ο διάδοχος και γιος του Κωνσταντίνου Α΄, Κωνστάντιος Β΄ (337–361 μ.Χ.), μερίμνησε για την αποπεράτωση του έργου. Τα τείχη αυτά, τα οποία προστάτευαν την Πόλη για περίπου 80 χρόνια, διατηρήθηκαν ως 2η αμυντική γραμμή και ύστερα από το κτίσιμο των Θεοδοσιανών τειχών, με τα ίχνη τους να χάνονται μετά το 740 μ.Χ.
Τα Θεοδοσιανά τείχη, τα οποία προστάτευσαν πολλάκις τη Βασιλεύουσα από φίλιες και εχθρικές επιθέσεις, αποτέλεσαν έργο του Αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β΄ του Μικρού (408–450 μ.Χ.). Αρχιτέκτονας του θαυμαστού αυτού έργου ήταν ο Ανθέμιος. Με την κατασκευή των τειχών ο αυτοκράτορας κατάφερνε να συμπεριλάβει εντός των οχυρώσεων τη ραγδαίως αναπτυσσόμενη και ακμάζουσα πρωτεύουσα. Στο κτίσιμο των τειχών συμμετείχαν, ακολουθώντας τις επιταγές του νόμου, οι πολίτες της πρωτεύουσας, με τους Δήμους των Πρασίνων και των Βενέτων να προσφέρουν 16.000 εργάτες. Το τείχος ήταν εξ’ αρχής διπλό, ενώ ως επιπλέον ενίσχυση δημιουργήθηκε ένα ακόμα τείχος εξωτερικό και μια βαθιά τάφρος μπροστά από αυτό. Έτσι, οι αμυντικές γραμμές της Βασιλεύουσας ήταν τρεις:
- Η τάφρος με το εξωτερικό τείχος
- Η 1η γραμμή του εσωτερικού διπλού τείχους
- Η 2η γραμμή του εσωτερικού διπλού τείχους
Η απόσταση μεταξύ 1ης και 2ης , καθώς και 2ης με 3ης γραμμής άμυνας ήταν 18 μέτρα, με το μέγιστο ύψος να φτάνει τα 30 μέτρα από την κοίτη της τάφρου. Το συνολικό πλάτος του συγκροτήματος των οχυρώσεων κυμαινόταν από 58 έως 63 μέτρα. Το διπλό τείχος είχε στο σύνολό του 192 πύργους.
Το εσωτερικό διπλό τείχος, το επονομαζόμενο και μέγα τείχος ή κάστρο το μέγα, αποτελούσε την τελευταία γραμμή άμυνας, ιδιαίτερα μετά την απώλεια του Κωνσταντίνειου τείχους, τα υλικά του οποίου χρησιμοποιήθηκαν για τη δόμηση άλλων κτιρίων. Ήταν κτισμένο σε επίπεδο υψηλότερο των άλλων τειχών, με το πάχος του να φτάνει τα 5 μέτρα. Ενισχυόταν από 96 Πύργους, οι οποίοι έφταναν τουλάχιστον τα 16 μέτρα σε ύψος, με την απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών να υπολογίζεται στα 54 μέτρα. Τα σχήματα τους ήταν ποικίλα, με τους περισσότερους να είναι τετράγωνης (74) και οκτάγωνης (14) κάτοψης, ενώ υπήρχαν εξάγωνοι (5), επτάγωνοι (2) και 1 πεντάγωνος. Ορόφους είχαν 2 ή 3, με τον κατώτερο να χρησιμεύει για κατοικία φρουρών και αποθήκη εφοδίων, ενώ διέθεταν ανοίγματα για την επικοινωνία με τα άνδηρα των τειχών, τον αερισμό και τον φωτισμό. Επίσης, επικοινωνούσαν με τις πύλες των τειχών μέσω αψιδωτής διόδου. Κλίμακες οδηγούσαν τους υπερασπιστές στις επάλξεις και στην οροφή, απ’ όπου αντιμετώπιζαν τους εισβολείς.
Το εξωτερικό διπλό τείχος αποτελούσε την επόμενη γραμμή άμυνας, με το πάχος του να κυμαίνεται μεταξύ 0,6 και 2,1 μέτρα, με το κατώτερο μέρος του να είναι εξαιρετικά ισχυρό, για λόγους σταθερότητας. Το ύψος του από το επίπεδο του περιβόλου ήταν 3 μέτρα. Οι Πύργοι του ήταν 96, με το ύψος τους να φτάνει τα 9 μέτρα και η προεξοχή τους τα 5 μέτρα. Ο κάθε Πύργος είχε 1 όροφο με μερικά στενά παράθυρα, ενώ το κατώτερο μέρος είτε ήταν συμπαγές, καθώς αυτό δεχόταν τα πλήγματα των πολιορκητικών μηχανών, είτε, στην περίπτωση των τετράγωνων πύργων, διέθετε ένα μικρό δωμάτιο, το οποίο παρείχε πρόσβαση σε υπόγεια δίοδο.
Τα τείχη, εκτός από Πύργους, διέθεταν Πύλες και Πυλίδες. Οι Πύλες χωρίζονταν σε πύλαι στρατιωτικαί, αν χρησιμοποιούνταν από στρατιωτικές μονάδες, και σε πύλαι δημόσιαι, αν εξυπηρετούσαν τους κατοίκους. Οι ονομασίες τους προέρχονταν είτε από το μέρος στο οποίο κατέληγε η οδός στην οποία βρίσκονταν, είτε στο όνομα της συνοικίας είτε σε κάποιο μνημείο που βρισκόταν κοντά τους. Όσον αφορά τις Πυλίδες, αυτές βρίσκονταν κυρίως στο εσωτερικό διπλό τείχος και χρησίμευαν στην επικοινωνία με τους πύργους, ενώ στο εξωτερικό διπλό τείχος ήταν ελάχιστες, για λόγους ασφαλείας. Αξίζει να αναφερθεί η τελευταία Πύλη προς τα βόρεια. Η θέση της ήταν μεταξύ του τελευταίου Πύργου του εξωτερικού διπλού τείχους και του Παλαιού Βυζαντινού Παλατιού και το όνομα της ήταν Κερκόπορτα.
Μετά την Κερκόπορτα το τείχος του Θεοδοσίου Β΄ διακόπτεται. Τα οχυρωματικά έργα της περιοχής αυτής πραγματοποιήθηκαν από τους Αυτοκράτορες Ηράκλειο (610–641 μ.Χ.), Λέοντα Ε΄ (813–820 μ.Χ.), Θεόφιλο (829–842 μ.Χ.) και Μανουήλ Α΄ Κομνηνό (1143–1180 μ.Χ.). Το τείχος του Ηρακλείου, πρώτο κατά σειρά, οικοδομήθηκε με 3 πύργους το 625 μ.Χ. σε ελώδη περιοχή, με αποτέλεσμα η ανοδομή του να αποτελείται από πλίνθους, οι οποίοι καθιστούσαν το οικοδόμημα ελαφρύτερο. Το τείχος του Λέοντα Ε΄ κτίστηκε εξωτερικά του προηγούμενου το 813 μ.Χ. προς ενίσχυση του. Είχε απόσταση 23 μέτρα από αυτό, διέθετε 4 μικρούς πύργους, με το ανώτερο μέρος του να φτάνει τα 2,5 μέτρα σε πάχος, καταλήγοντας σε σειρά από αψίδες, οι οποίες επιστέφονταν με επάλξεις. Το τμήμα του τείχους από το βόρειο άκρο των τειχών του Λέοντα Ε΄ ως την ακτή κτίστηκε από το Θεόφιλο, ενώ το τμήμα του τείχους που συνδέει τα προαναφερθέντα τείχη με το διπλό τείχος του Θεοδοσίου Β΄, κτίστηκε από το Μανουήλ Α΄.
Το πρώτο εμπόδιο που θα συναντήσει ο επιτιθέμενος από τη στεριά στην Πόλη είναι η τάφρος. Με βάθος περίπου 5 μέτρα και πλάτος 18 μέτρα, η τάφρος αποτελούσε ένα δυσυπέρβλητο εμπόδιο. Πιθανότατα, ήταν συνεχώς γεμάτη με νερό, το οποίο προερχόταν από τον παρακείμενο ποταμό Λύκο. Στο εσωτερικό της, η τάφρος στηριζόταν με αντηρίδες, ενώ υπήρχαν εντός της 19 φράγματα, τα οποία αφήνουν υπόνοιες για τη χρήση της και ως υδραγωγείο.
Όμως, οι χερσαίες επιθέσεις δεν ήταν οι μόνες για τις οποίες έπρεπε να ανησυχούν ο λαός της Κωνσταντινούπολης. Ιδιαίτερα μετά το 650 μ.Χ. και τη δυναμική εμφάνιση των Αράβων σε στεριά και θάλασσα, επιτακτική έγινε η ανάγκη αναδιοργάνωσης του πολεμικού στόλου και η ενίσχυση των θαλάσσιων οχυρώσεων στην Προποντίδα και στον Κεράτιο Κόλπο.
Τα τείχη της Προποντίδας εκτείνονταν από την Ακρόπολη, στο ανατολικό άκρο της χερσονήσου, έως το νότιο άκρο των χερσαίων τειχών. Το ύψος τους έφτανε τα 15 μέτρα, ενισχύονταν από 188 Πύργους έως και 20 μέτρων, ενώ διέθεταν τουλάχιστον 13 εισόδους και λιμάνια. Ακολουθώντας την ακτογραμμή, παρουσίαζαν εσοχές και εξοχές, ενώ για την προστασία τους από τα καιρικά φαινόμενα κατασκευάστηκαν κυματοθραύστες. Ένα τμήμα των τειχών είχε ήδη κατασκευαστεί από το Σεπτίμιο Σεβήρο, ο Μέγας Κωνσταντίνος τα επέκτεινε, με το Θεοδόσιο Β΄ να τους δίνει την τελική τους μορφή. Ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός βελτίωσε την οχύρωση, κατασκευάζοντας δύο πύργους, έναν στην Κωνσταντινούπολη και έναν στην απέναντι ακτή, στη Χρυσούπολη, και στηρίζοντας σε αυτούς μια γιγάντια αλυσίδα, με την οποία εμπόδιζε την είσοδο εχθρικών σκαφών στο Βόσπορο.
Τα τείχη στην πλευρά του Κερατίου Κόλπου κτίστηκαν παράλληλα με αυτά της Προποντίδας. Αρχικά εκτείνονταν, ακολουθώντας την ακτογραμμή, από τη θέση του Νεωρίου ως τη θέση Τόποι, με τον Κωνσταντίνο Α΄ να τα επιμηκύνει και το Θεοδόσιο Β΄ να τα ενώνει με τα χερσαία. Το ύψος τους έφτανε τα 10 μέτρα, ενισχυόταν από 110 πύργους και η είσοδος στην πόλη γινόταν από 14 συνολικά πύλες.
Σε απόσταση 60 χιλιομέτρων δυτικά της Πόλης, υπήρχε μια ακόμη γραμμή άμυνας, ένα ακόμη τείχος, το οποίο κτίστηκε επί της βασιλείας του Αναστασίου Α΄ (491–518 μ.Χ.). Εκτείνονταν σε μήκος 50 χιλιομέτρων, από τη Σηλυβρία στην Προποντίδα έως την κωμόπολη Πόδημα, στις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Κτίστηκαν το 512 μ.Χ. με πάχος 3,5 μέτρα και ύψος 5 μέτρα, ενώ ενισχύονταν με κυκλικούς και τετράγωνους Πύργους.
Τα τείχη αυτά, τα οποία συντηρούνταν με αφοσίωση από όλους τους άξιους και υπεύθυνους αυτοκράτορες, αποτέλεσαν τον κυματοθραύστη των περισσοτέρων επιθέσεων, οι οποίες στόχευαν στην κατάληψη της Πόλης των Πόλεων και στην απόκτηση των αμύθητων θησαυρών της. Επανδρωμένα με αξιόμαχα στρατεύματα, κράτησαν όρθια την αυτοκρατορία για 1123 χρόνια, θυμίζοντάς μας, μέχρι σήμερα, μια ένδοξη εποχή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- V. Millingen (1899) Byzantine Constantinople–The Walls of the city and Adjoining Historical Sites. Λονδίνο: Τυπογρ. William Clowes and Sons
- Turnbull (2004) The Walls of Constantinople AD 324–1453. Ηνωμένο Βασίλειο: Osprey Publishing
- ΓΕΣ/ΔΙΣ (2012) Στρατιωτική Οργάνωση και Πολεμική Τέχνη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324–1453). (Επιμ. Δρ. Ν. Σ. Δεπάστας)