Της Χριστίνας Γιαμούζη,
Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Ο όρος ελληνικότητα της τέχνης έχει άμεση σύνδεση με την αναζήτηση στοιχείων και τη συγκρότηση μιας εθνικής ταυτότητας του νεότερου ελληνικού κράτους. Όλη αυτή η έννοια αποτελεί ένα κίνημα επιστροφής στις ρίζες του ελληνικού πολιτισμού, αίσθημα που έκανε την εμφάνιση του μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και είναι αποτέλεσμα των πνευματικών διεργασιών που συνέβησαν στην Ελλάδα, αμέσως μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Η αναζήτηση της ελληνικότητας δεν περιορίζεται μόνο στη μελέτη της πολιτισμικής κληρονομιάς αλλά κυνηγά και τις ποιοτικές ρίζες του ελληνικού πολιτισμού με τις καλλιτεχνικές εκδοχές του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Η τέχνη αυτή αποτελείται από αλληγορικά και θρησκευτικά στοιχεία που συγχωνεύονται με την Αρχαιότητα και το Βυζάντιο. Ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Φώτης Κόντογλου ο όποιος αναζητά την ανατολική τέχνη και απορρίπτει το κάθε τι δυτικό, ο Κωνσταντίνος Παρθένης, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και πολλοί άλλοι.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
Μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του αλλά και της εποχής μας, καθώς πολύς κόσμος συνεχίζει να εντυπωσιάζεται από το ξεχωριστό του χαρακτήρα αλλά και από τις απόψεις και τις επιλογές του. Υπήρξε εκπρόσωπος της Γενιάς του ’30 που επηρέασε και διαμόρφωσε την αισθητική όχι μόνο της νεότερης ελληνικής ζωγραφικής, αλλά και γενικότερα της κοινωνίας.
Ήταν ένας καλλιτέχνης που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη επιρροή στο μεσοπόλεμο, αλλά και στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1910 στον Πειραιά και απεβίωσε στις 20 Ιουλίου 1989. Υπήρξε Έλληνας ζωγράφος και σκηνογράφος. Ως σκηνογράφος συμμετείχε στα πιο γνωστά θεατρικά έργα της εποχής του όπως ήταν η «Καντίνα», «Ματωμένος Γάμος», «Ξενοδοχείον η Ευτυχία», «Η μικρή μας πόλη» κτλ. Η θεατρικότητα είναι ένα στυλ, που το προβάλει έντονα στα ζωγραφικά του έργα. Ο Τσαρούχης ήρθε σε επαφή με έργα της Αναγέννησης, με έργα πομπηιανού στυλ, αλλά και με ρεύματα όπως ο Ιμπρεσιονισμός και ο Φωβισμός. Φοίτησε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου κατά τα έτη 1929-1935, με καθηγητές τους Ιακωβίδη, Βικάτο και Παρθένη. Μαζί με τους Δημήτρη Πικιώνη, Φώτη Κόντογλου και Αγγελική Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης. Μαθήτευσε κοντά στο Φώτη Κόντογλου, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με τη βυζαντινή αγιογραφία, ενώ παράλληλα, μελέτησε τη λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Γενικότερα, όπως είναι εμφανές, είχε αγάπη για την ανατολική και τη δυτική τέχνη.
Έντονη παρουσία στα έργα του είχαν οι ανθρώπινες φιγούρες και συγκεκριμένα του νεαρού λαϊκού άνδρα και εδώ διαφαίνονται κάποια στοιχειά του χαρακτήρα του. Έχουμε στην ουσία, ένα συνδυασμό ενός μελαγχολικού τόνου και μιας ερωτικής σωματικής διάπλασης των μορφών και είναι στοιχεία τα όποια χαρακτηρίζουν τα περισσότερα έργα του Τσαρούχη, όπως και η σειρά των Σκεπτόμενων του Τριάντα. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό που δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο είναι η αποτύπωση του σχεδίου μέσω του χρώματος, που βοηθά στην απεικόνιση του γήινου σώματος με έναν πνευματικό τόνο, όπως συμβαίνει και στο έργο Ξεχασμένη Φρουρά (1956). Υπήρξε εκπρόσωπος της τέχνης της Παράδοσης ήδη από το μεσοπόλεμο και συνέχισε να είναι και μεταπολεμικά και αυτό διαφαίνεται από γνωστά του έργα όπως: Η Νύφη της Ελευσίνας (1948), Το Καφενείο Νέον (1965-66) και άλλα.
ΟΙ ΝΑΥΤΕΣ
Η ανδρική μορφή στα έργα του Τσαρούχη παίζει κυρίαρχο ρόλο και η επιλογή αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς παρουσιάζουν κάποια στοιχειά της προσωπικότητάς του. Οι ανδρικές μορφές παρουσιάζονται είτε ντυμένες, είτε γυμνές, και αποπνέουν έναν πρωτόγονο ερωτισμό. Είναι από τα θέματα που παραμένουν σταθερά σε μια τέχνη γεμάτη από μορφολογικά και τεχνοτροπικά στοιχεία, που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση αλλά και μεταξύ Ανατολίτικου Εξπρεσιονισμού και ρεαλισμού. Η ανδρική μορφή όμως, με το πέρασμα του χρόνου αρχίζει να αποκτά μια πιο συγκεκριμένη μορφή και αυτή είναι του ναύτη. Το θέμα αυτό ξεκινάει το 1938, όταν ζωγράφισε ένα φίλο του, που υπηρετούσε στο ναυτικό. Ο λόγος αυτής της προτίμησης δεν είναι μόνο αισθητικός, αλλά και ερωτικός. Για το ζωγράφο αποτελεί πρόκληση αφενός ο εικαστικός χειρισμός της στολής και του χρώματος, αλλά και ο ίδιος ο ναύτης, καθώς πρόκειται για ένα νέο άνδρα, στρατευμένο και ως εκ τούτου, περιθωριακό, τον οποίο συναντά κανείς στο λιμάνι και στις γειτονιές του Πειραιά. Επιπλέον, η στολή προσδίδει έναν αέρα εξουσίας και “ανδρισμού”, στοιχεία που δεν άφηναν τον Τσαρούχη ασυγκίνητο. Το χρώμα επίσης, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωγραφική του, είναι επηρεασμένο από τις ρεκλάμες του Καραγκιόζη και το Matisse. Εφαρμόζει καθαρό χρώμα, που ορίζεται από περίγραμμα. Έντονο εδώ είναι και στο στοιχείο του φοβισμού που επίσης, επηρεάστηκε ο Τσαρούχης και αυτό εντοπίζεται στα διακοσμητικά στοιχειά που αποτελείται το κάθε έργο.
ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ ΤΟ ΝΕΟΝ (ΝΥΧΤΑ), 1965-1966
Όπως αναφέρθηκε ο Τσαρούχης είχε επηρεαστεί από το ρεύμα του Ιμπρεσιονισμού και αυτό διαφαίνεται έντονα σε έργα του που παρουσιάζουν προσόψεις Καφενείων. Ένα πολύ γνωστό του έργο είναι και το Καφενείον το Νέον το οποίο βρίσκεται στην Ομόνοια, θέμα γνωστό στα έργα του Τσαρούχη, καθώς έχει προηγηθεί η απεικόνιση του ίδιου καφενείου στην ημερήσια εκδοχή του, ενώ σε αυτό παρουσιάζεται η νυχτερινή. Στα έργα αυτά παρουσιάζεται η πρόσοψη του καφενείου, μετωπικά, αποφεύγοντας τη ψευδαίσθηση της προοπτικής και συνοδεύεται από τις γνωστές φιγούρες που τοποθετεί στα έργα του, τους ναύτες και γενικά τους λαϊκούς άνδρες. Γενικότερα απεικονίζονται στα ορθογώνια ανοίγματα, πόρτες και παράθυρα, που δημιουργούν ένα κάναβο, που παραπέμπει στο Μόντριαν, τον πρωτοπόρο της γεωμετρικής αφαίρεσης. Στο έργο εμφανίζονται στοιχεία της αφαίρεσης, του μοντερνισμού και της παράδοσης. Το καφενείο είναι πλούσιο και σε άλλα στοιχεία, όπως ο φωτισμός που παρουσιάζεται μέσα από τα λευκά, κίτρινα και πορτοκαλιά φώτα που εμψυχώνουν τη μαύρη και γκρίζα γενική τονικότητα του πίνακα, αλλά είναι και γεμάτο από νεοκλασικά στοιχεία. Ένα ακόμα στοιχείο που είναι εξίσου σημαντικό είναι η θεατρικότητα. Μέσα στο έργο, τοποθετεί σε διάφορα σημεία μπροστά και εντός του κτιρίου φιγούρες, που συναποτελούν ένα σκηνικό μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται μια σκηνή της καθημερινής ζωής.
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ
Ο πίνακας του «Οι Τέσσερις Εποχές» είναι ελαιογραφία σε πανί, 160 Χ 300 εκ., (1969) και ανήκει στη συλλογή του Κ. Δοξιάδη. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το έργο αυτό αποτελείται από στοιχεία πομπηιανού στυλ και αυτό διαφαίνεται από τα πρόσωπα των μορφών, την απεικόνιση φρούτων και λουλουδιών, ενώ παράλληλα, παρουσιάζει στοιχεία μπαρόκ που εντοπίζονται στα χρώματα του έργου. Χαρακτηριστικό είναι επίσης, ότι τα ανδρικά πρόσωπα έχουν ζωγραφιστεί όπως αυτών των νεκρικών πορτρέτων του Φαγιούμ και συνοδεύονται με μια μελαγχολική σοβαρότητα. Στον πίνακα παρουσιάζονται οι τέσσερις εποχές, εξ΄ ού και το όνομα του έργου, οι οποίες απεικονίζονται ως ανθρώπινες μορφές. Πιο συγκεκριμένα, έχουμε την απεικόνιση δύο ανδρών και δύο γυναικών, που στέκονται μπροστά σ’ ένα τραπέζι με φρούτα. Με τον τρόπο αυτό, ο καλλιτέχνης προσπάθησε να αναδείξει την ομορφιά της ανθρώπινης ύπαρξης και να δώσει έμφαση σε απλά καθημερινά πράγματα. Το μεγάλο τραπέζι συμβολίζει τη συνύπαρξη αυτών των ανθρώπων, αλλά και την ιερή στιγμή του φαγητού που συγκεντρώνονται όλοι γύρω από το τραπέζι. Το τραπέζι φυσικά έχει φρούτα από όλες τις εποχές: σταφύλια, ροδάκινα, βερίκοκα, καρπούζι, κεράσια, ρόδια, πεπόνια. Στο πρώτο μέρος, σε παράθυρο, ζωγράφισε την Άνοιξη (αριστερά), στο δεύτερο μέρος, το μεσαίο, το Καλοκαίρι με το Φθινόπωρο και στο τρίτο μέρος, σε παράθυρο (δεξιά), το Χειμώνα.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΣΤΟ ΜΑΡΟΥΣΙ
Ο Τσαρούχης αγόρασε το οικόπεδο στο Μαρούσι (Πλουτάρχου 28) για αρχή με τα χρήματα που απέκτησε από την πώληση έργων του στο Παρίσι. Λίγο αργότερα, με μια παραγγελία του Καλλιγά που το βοήθησε να συμπληρώσει το ποσό για την ανέγερση του σπιτιού του. Το 1981 μετέτρεψε το σπίτι σε εργαστήριο και αργότερα σε έδρα του Ιδρύματος που φέρει το όνομά του, με σκοπό τη συγκέντρωση μιας όσο το δυνατόν πληρέστερης συλλογής των έργων του. Το Ίδρυμα λειτούργησε για το κοινό επί 30 χρόνια, με μόνη εξαίρεση ένα μικρό χρονικό διάστημα μετά το θάνατο του Ιδρυτή του, όταν έκλεισε για να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες ελέγχου των συλλογών και συντηρήθηκε, χάρη στα έσοδα από τα εισιτήρια των εκθέσεων και από το πωλητήριο. Η ψηφιοποίηση των συλλογών έγινε με τη βοήθεια του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας» του 3ου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης 2000-2006.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- ΚΩΤΙΔΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ, Μοντερνισμός και “Παράδοση” Στην ελληνική μεταπολεμική και σύγχρονη τέχνη Ζωγραφική-Γλυπτική-Αρχιτεκτονική 1940-2010, τόμος Β’, Θεσσαλονίκη, 2011
- Το σπίτι του Γιάννη Τσαρούχη στο Μαρούσι, διαθέσιμο εδώ
- Οι Τέσσερις Εποχές του Γιάννη Τσαρούχη, διαθέσιμο εδώ
- Μπήκαμε στο σπίτι του Γιάννη Τσαρούχη που άνοιξε ξανά για το κοινό, διαθέσιμο εδώ
- Καφενείον το Νέον (Νύχτα), διαθέσιμο εδώ
- Η Γενιά του ’30, διαθέσιμο εδώ