Της Βάσιας Ζέρβα,
Η καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου, η οποία αφορά τον βιασμό της από στέλεχος της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας άνοιξε τον ασκώ του Αιόλου και έδωσε φωνή σε γυναίκες με παρόμοιες ιστορίες, οι οποίες αποσιωπούσαν και κουβαλούσαν μόνες τους το φορτίο αυτών των πράξεων. Μια από αυτές αποτελεί και μια φοιτήτρια του ΑΠΘ, η οποία μετά από την δύναμη που της μετέδωσε η θαρραλέα αποκάλυψη της ολυμπιονίκη, βρήκε το κουράγιο να μοιραστεί τις δικές της ανατριχιαστικές εμπειρίες. «Με αφορμή μια καταγγελία από μια αθλήτρια ανοίγουν στόματα που έκλειναν για πολλά χρόνια. Αυτή η σιωπή έκλεινε μαζί της πόνο, απογοήτευση, κατεστραμμένα όνειρα, και ένα μεγάλο γιατί» έγραψε η ίδια στο Facebook όπου και ανάρτησε μια δημοσίευση περιγράφοντας την δική της ιστορία σχετικά με την σεξουαλική της κακοποίηση από καθηγητή στο τμήμα Γεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ο εν λόγω καθηγητής, όπως μαρτυρά, την είχε κόψει στο μάθημά του 10 φορές εκβιάζοντας την να ενδώσει σε διεστραμμένες του προτάσεις. Αυτό και την ανάγκασε να εγκαταλείψει την σχολή της και να επιστρέψει το 2016, όταν ο καθηγητής είχε πλέον συνταξιοδοτηθεί. Τα γεγονότα αυτά συγκλόνισαν την ακαδημαϊκή και όχι μόνο κοινότητα, καθώς το πανεπιστήμιο θα πρέπει να είναι ένας χώρος πνευματικότητας που να προσφέρει ασφάλεια και την ανεμπόδιστη γνώση σε αυτούς που την επιζητούν. Τέτοια περιστατικά διαστρεβλώνουν τα ιδανικά που ένας πνευματικός χώρος πρέπει να προσφέρει και αμαυρώνουν την αντίληψη των θυμάτων για την δικαιοσύνη. Μάλιστα, η ίδια όπως ανέφερε στη δημοσίευσή της, «Έκανα καταγγελία στον τότε πρόεδρο της σχολής, ο οποίος ήθελε να με βοηθήσει, αλλά μου είπε ότι προσπάθησαν και άλλες φοιτήτριες, αλλά δεν κατάφεραν κάτι», κάτι το οποίο κατέρριψε της ελπίδες της για δικαίωση. Η πολιτική αυτή του εκφοβισμού καλλιεργεί το πρότυπο ότι τέτοιες συμπεριφορές θα πρέπει να αποσιωπώνται, καθώς η οποιαδήποτε προσπάθεια για δικαιοσύνη είναι μάταια μπροστά στην επιρροή που έχει ανδρικό πρόσωπο που κατέχει μια εξουσία. Όμως θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι λέει για την κοινωνία μας, όταν απαντάμε σε μία καταγγελία με μια παρότρυνση για υποχώρηση πριν καν δοθεί η μάχη, όπως έκανε ο πρόεδρος του τμήματος στην περίπτωση αυτή; Έτσι, οι γυναίκες τοποθετούνται στο ρόλο του άβουλου θύματος, το οποίο επιβάλλεται να ζήσει με τις άρρωστες πράξεις των άλλων, χωρίς να διαταράξει τους κύκλους αυτής της ανδροκρατούμενης εξουσίας, καθώς κάτι τέτοιο αφήνεται να εννοηθεί πως θα είναι μάταιο. Αν, όμως, οι γυναίκες συνειδητοποιήσουν την δύναμη που έχουν πολλές φλόγες μαζί, τότε η κοινωνία επιβάλλεται να καθαιρέσει τα ισχυρά αυτά απόβλητα και να εγκαταστήσει μια κουλτούρα όπου η ιστορία του θύματος μετράει και μπορεί και πρέπει να έχει ελπίδες ότι δικαιώνεται από την πρώτη στιγμή.
Η δημοσίευση αυτή έδωσε το κίνητρο και σε άλλες 100 φοιτήτριες να καταγγείλουν τις εμπειρίες τους με τον ίδιο καθηγητή, ο οποίος από ότι φαίνεται ήταν γνωστός στην φοιτητική κοινότητα για τις πρακτικές του, και μάλιστα να κάνουν λόγο για μαρτυρίες σεξουαλικής κακοποίησης και από καθηγητή της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ. Μια ακόμη κοπέλα μάλιστα περιγράφει μια αποτρόπαια συνάντηση της με τον ίδιο καθηγητή: «Έχω πάει στο γραφείο του να ρωτήσω τον βαθμό μου και δεν μου έλεγε τον βαθμό απλά μου έπιασε την κουβέντα και με ρωτούσε τι βαθμό πιστεύω ότι πήρα. Μου έκανε κομπλιμέντα τύπου «τι ωραία μάτια έχεις και τι ωραίο στήθος» (επί λέξη) και ότι έχω ανασφάλειες, το βλέπει στα μάτια μου. Δε με άφηνε να φύγω όσο προσπαθούσα ευγενικά και εγώ να φύγω (θυμάμαι είχε έρθει ένας μεταπτυχιακός φοιτητής και παρακαλούσα να κάτσει για να μη μου συμβεί κάτι). Όταν εν τέλει σηκώθηκα να φύγω με πίεζε να μου δώσει ένα φιλί. Τα υπόλοιπα απλώς τα διέγραψα από τη μνήμη μου από το σοκ. Δεν ξέρω πως έφυγα, ευτυχώς δε συνέβη κάτι άλλο. Έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα». Μάλιστα και η απόφοιτη του τμήματος Γεωλογίας και η πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρηματιών Γυναικών Ελλάδος (ΣΕΓΕ) Λίνα Σαλταμπάση, επιβεβαίωσε σε δήλωση της στην ΕΡΤ ότι και η ίδια είχε βιώσει τις ίδιες εμπειρίες από τον καθηγητή. Η ίδια στις δηλώσεις της παραδέχθηκε πως επιβεβαιώνει τις κατηγορίες και πως είχε βρει τοίχο όταν προσπάθησε να καταγγείλει παρόμοια περιστατικά με αναφορές από το 1984. Δήλωσε μάλιστα χαρακτηριστικά πως «επιτέλους σπάει ένα απόστημα».
Οι καταγγελίες αυτές προκάλεσαν και την αντίδραση του νυν πρύτανη του ΑΠΘ, Νίκο Παπαϊωάννου, ο οποίος και δήλωσε ανοιχτά και επισήμως ότι απευθύνθηκε για την παρέμβαση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Είναι γνωστό και πως ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης έδωσε εντολή στον εισαγγελέα ποινικής δίωξης να παραγγείλει από την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης προκαταρκτική εξέταση για να διερευνηθούν οι καταγγελίες. Ο πρύτανης ανάμεσα στις δηλώσεις του υπογράμμισε πως «Ως πατέρας, ακαδημαϊκός δάσκαλος και ως πρύτανης, που εκπροσωπώ το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της χώρας, δηλώνω κατηγορηματικά ότι μέχρι τη στιγμή της δημοσιοποίησης των καταγγελιών δεν είχε περιέλθει σε γνώση της παρούσας διοίκησης του Πανεπιστημίου καμία καταγγελία», επίσης ανέφερε πως «η Δικαιοσύνη είναι η αρμόδια αρχή να παρέμβει και να διερευνήσει τις καταγγελίες, έτσι ώστε στο πλαίσιο του κράτους να προστατευτούν τα δικαιώματα των καταγγελλόντων, των καταγγελλομένων, και όλων των μελών του διδακτικού προσωπικού, που από τη στιγμή που δεν κατονομάζεται κανένας αυτομάτως είναι όλοι εν δυνάμει ύποπτοι». Επίσης, κάλεσε ανοιχτά όποια φοιτήτρια/φοιτητής ή μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας έχει να συνεισφέρει οτιδήποτε στην έρευνα, να το πράξει. Μετά από επικοινωνία της με τον πρύτανη η Νίκη Κεραμέως δήλωσε πως οι καταγγελίες αυτές των φοιτητριών θα πρέπει να διερευνηθούν μέχρι τέλους και με διαδικασίες που να κινηθούν τάχιστα. Επίσης, υπογράμμισε πως «Δεν νοείται η ύπαρξη τέτοιων περιστατικών σε κανένα χώρο, συμπεριλαμβανομένου του ακαδημαϊκού, ενός χώρου μάθησης, έρευνας, ελευθερίας λόγου και διακίνησης ιδεών» και χαρακτηριστικά δήλωσε ότι «Βάζουμε τέλος στη σιωπή, σπάμε την αλυσίδα του φόβου».
Ο καθηγητής σε συνέντευξή του στον Alpha εμφανίστηκε αμετανόητος ισχυριζόμενος χαρακτηριστικά για την πρώτη κοπέλα πως: «Την λυπόμουν και της είχα πει να έρθει στο γραφείο μου για να της πω τι να διαβάσει, ώστε να περάσει το μάθημα. Δεν ήρθε ποτέ όμως. Την είδα μια φορά μετά τυχαία στο δρόμο. Ορκίζομαι στα παιδιά μου». Για τις κατηγορίες απάντησε πως: «Αυτά τα πράγματα είναι εκτός λογικής. Δεν συνέβαιναν τέτοιες καταστάσεις. Απλούστατα το μάθημα ήταν δύσκολο και προσπαθούσα να βοηθήσω τα παιδιά. Είχα πει σε ορισμένους να περάσουν από το γραφείο μου, να τους εξηγήσω τα λάθη τους όσες φορές θέλει, για να είναι έτοιμος την επόμενη φορά και να καταφέρει να περάσει το μάθημα. Δεν υπήρχε κάτι κρυφό» και πρόσθεσε πως: «Τα έβλεπα σαν παιδιά μου. Το να ακουμπήσεις κάποιον στην πλάτη, αν έγινε κάτι τέτοιο σε κάποιο εργαστήριο, σημαίνει ότι υπάρχει υπονοούμενο; Ποτέ δεν έκανα κάτι κακό. Σεβόμουν τις κοπέλες, όπως σεβόμουν και τα παιδιά μου. Είναι ντροπή τα όσα ακούγονται».
Πολύ σημαντική εξέλιξη, η οποία δείχνει και το θετικό αντίκτυπο που έχουν οι γενναίες αυτές αποκαλύψεις, είναι και η ενθαρρυντική εισήγηση του υπουργού δικαιοσύνης, Κώστα Τσιάρα, να επαναφέρει ρύθμιση για την μη παραγραφή αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης. Οι ιστορίες που ήρθαν στο φως σε πολλές από τις οποίες κινδυνεύει να θεωρηθεί το έγκλημα εις βάρος των θυμάτων ως προγεγραμμένο, γέννησαν την ανάγκη να καλυφθούν κενά και παραθυράκια του νομοθετικού συστήματος, τα οποία επιτρέπουν σε τέτοιες καταστάσεις να διαφεύγουν της δικαιοσύνης. Ο Κώστας Τσιάρας δήλωσε και χαρακτηριστικά στο Θέμα 104,8 πως: «το ζήτημα που αφορά τις αποκαλύψεις της κυρίας Σοφίας Μπεκατώρου μας δίνει την αφορμή να πούμε ότι δεν μπορούμε πλέον, τέτοιου είδους φαινόμενα ούτε να κρύβονται, ούτε να υποθάλπονται, ούτε πολύ περισσότερο να μπαίνουν σε μία λογική μη δημοσιοποίησης. Το ζήτημα σε αυτήν την περίπτωση είναι να σπάσει η σιωπή. Προωθούμε κάποιες αλλαγές οι οποίες θα βοηθήσουν σε έναν μεγάλο βαθμό».
Σαν κοινωνία, σαν χώρα και σαν γυναίκες χρωστάμε ένα ευχαριστώ στην Σοφία Μπεκατώρου. Χωρίς το δικό της θάρρος και πυγμή να παλέψει ένα σύστημα το οποίο αποκρύπτει την διαστροφή στο όνομα της εξουσίας, όλες αυτές οι γυναίκες θα συνέχιζαν να βυθίζονται στην ενοχή και την σιωπή για πράξεις που «δεν είναι τίποτα»και που «τώρα τις θυμήθηκαν», όπως ισχυρίζονται πολλοί, οι οποίοι δεν διαφέρουν και πολύ από τους θύτες σε νοοτροπία. Οι καταγγελίες αυτές θα πρέπει να είναι μια τροφή για σκέψη σε όλους μας, όποια θέση και να έχουμε στην κοινωνία για το πως πρέπει να αντιδρούμε σε τέτοια γεγονότα. Αντί να αναλωνόμαστε στο τι οι γυναίκες θα μπορούσαν να έκαναν διαφορετικά, θα ήταν καλύτερο να μαθαίνουμε στα αγόρια πως το «όχι σημαίνει όχι». Επιβάλλεται να σκεφτούμε το πώς θα διαφυλάξουμε χώρους, όπως τα πανεπιστήμια, από αυτούς που δεν διστάζουν να εκμεταλλευτούν την θέση τους για να πάρουν αυτό που θέλουν και να εγκαταστήσουμε μια κουλτούρα όπου το θύμα είναι αυτό που προστατεύεται από την δικαιοσύνη και έχει την εύνοια της. Οι θέσεις επιρροής και εξουσίας θα πρέπει να μην είναι άτρωτες και απρόσβλητες από την δικαιοσύνη, αλλά να κλονιστούν από τις φωνές όσων έχουν πέσει θύμα της καταπάτησης αυτής της εξουσίας. Δεν είσαι ένοχη, είσαι δυνατή και η δύναμη βρίσκεται πάντα εν τη ενώσει…