Της Μαρίας Τάκη,
Την πρώτη φορά που ανέβηκα πάνω σε σκηνή ήμουν τεσσάρων. Και όχι για να παίξω θέατρο. Περνούσα κι εγώ, όπως και όλα τα πιτσιρίκια της χώρας τούτης, την περίοδο του «λέω ποίημα στο Νηπιαγωγείο». Αργότερα, ανέβηκα πάνω σε σκηνή για να τραγουδήσω με τη χορωδία, για το θεατρικό του Δημοτικού στην πέμπτη και την έκτη Δημοτικού, για να χορέψω.
Ένα βράδυ, όμως, -άνοιξη του 2009, θυμάμαι, ήταν- ο μπαμπάς μου γύρισε σπίτι από την πρόβα που έκανε με τη θεατρική ομάδα του Λυκείου των Ελληνίδων Βρυξελλών, μπήκε στο δωμάτιο που διαβάζαμε με την αδερφή μου και μας είπε, «κορίτσια, η κυρία Μαρία και ο κύριος Γιάννης ανεβάζουν μια παράσταση-αφιέρωμα στον Ελληνικό Κινηματογράφο. Εγώ θα είμαι στην ορχήστρα, αλλά σήμερα με ρώτησαν αν θα θέλατε να παίξετε κι εσείς σαν παιδάκια και να κάνετε τους κομπάρσους». Εμείς με ένα στόμα μια φωνή ρωτήσαμε τι είναι κομπάρσος και μας απάντησε, «κομπάρσος είναι ένας ηθοποιός που δεν έχει πρωταρχικό ρόλο, αλλά που η παρουσία του γεμίζει τη σκηνή. Η κυρία Μαρία θέλει να σας ντύσει με φορέματα εποχής και μαζί με την Ιωάννα, τη Χριστίνα και τη Σοφία θα είναι σαν να παίζετε κι εσείς, αλλά χωρίς λόγια».
Κοιταχτήκαμε για λίγο με την Κώννα. Από τη μια, καταλαβαίναμε πως δεν προοριζόμασταν για κάτι σπουδαίο. Από την άλλη, δεν θα είχε πλάκα που θα παίζαμε κι εμείς πάνω στη σκηνή;
«Εντάξει, την επόμενη φορά, θα έρθουμε κι εμείς στην πρόβα!», του είπαμε.
Εκείνη η παράσταση, λοιπόν, ήταν η πρώτη πραγματική μου επαφή με το θέατρο. Έμαθα βιωματικά πόσες ταινίες-διαμάντια έχει ο παλιός Ελληνικός Κινηματογράφος. Είδα από κοντά τι σημαίνει θεατρικό κοστούμι, μακιγιάζ, φώτα, σκηνικά και τόσα μα τόσα άλλα. Και όντως, μπορεί να μην είχαμε λόγια και ο φιόγκος στα μαλλιά μου να με εκνεύριζε κάπου-κάπου, αλλά μου άρεσε πολύ σαν εμπειρία!
Δυο χρόνια μετά, το 2010, «έπαιξα» πραγματικά. Υποδύθηκα την ομώνυμη Μαρία στο «Παραμύθι Χωρίς Όνομα» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Το έργο του μου απέδειξε πως το δίκαιο αργεί, μα κερδίζει πάντα, πως η πονηριά, ό,τι και να κάνει, θα υπερκαλύπτεται από την αλληλεγγύη και πως χωρίς αγάπη δεν υπάρχει ζωή. Γιατί, δεν σας είπα, στο τέλος ερωτεύτηκα το Πριγκιπόπουλο κι έγινα κι εγώ Πριγκίπισσα! Λίγες μέρες μετά την παράστασή μας, ο Καμπανέλλης έφυγε από τη ζωή κι εμείς γίναμε ο τελευταίος θίασος που έπαιξε παράστασή του όσο ο σεναριογράφος ήταν εν ζωή. Τον κράτησα τον συμβολισμό. Κάπου θα μου χρησιμεύσει…
Την επόμενη χρονιά, ανεβάσαμε ένα αφιέρωμα στο έργο του ποιητή Νίκου Γκάτσου. Ο ρόλος μου διπλός: έπαιζα πιάνο, μιας και πληθώρα ελληνικών τραγουδιών που κοσμούν το μουσικό μας στερέωμα είναι «παιδιά» του, και ρόλος. Η τρελή του φεγγαριού, γιατί, ναι, εγώ μέσα από τον Γκάτσο έμαθα πως ο έρωτας τρελαίνει. Η πλοκή βαριά και άκρως συμβολική, οι σκηνές του Ματωμένου Γάμου και του Θρήνου για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας μας έγδερναν την ψυχή και στο δεύτερο μέρος ο Καραγκιόζης και η Ελλάδα μας πετούσαν κατάμουτρα την κατάντια της χώρας μας. Ακόμη θυμάμαι το «κι αν θα διψάσεις για νερό, θα στύψουμε ένα σύννεφο, κι αν θα πεινάσεις για ψωμί, θα σφάξουμε ένα αηδόνι» και ανατριχιάζω.
«Βαρύ φορτίο έχουμε φέτος», θυμάμαι να λέω στον μπαμπά μου με περισυλλογή, γυρνώντας κουρασμένη σπίτι τα μεσάνυχτα, μετά από πολύωρη πρόβα.
«Έχεις δίκιο. Και το στοίχημα ξέρεις ποιο είναι; Ότι θα έχουμε πετύχει τον σκοπό μας μόνο αν οι θεατές φύγουν δακρυσμένοι».
Ε, τον πετύχαμε!
Η τελευταία μου παράσταση ήταν η «Μαρία Πενταγιώτισσα» του Μποστ. Όσο γέλιο δεν καταφέραμε να ρίξουμε στο αφιέρωμα του Γκάτσου, η ζωή μας το έφερε εις διπλούν σε εκείνη την κωμωδία. Γελούσαμε πριν καν ξεκινήσουμε τις σκηνές. Στα cut και το «έλα πάμε παιδιά!» του κύριου Γιάννη και της κυρίας Μαρίας δεν φαινόταν να ιδρώνει το αυτί μας και κάθε πρόβα προσέθετε μια ακόμη γκάφα που δεν είχαμε σκεφτεί να κάνουμε την προηγούμενη φορά! Όμως, η «Μαρία Πενταγιώτισσα», εκτός από άφθονο γέλιο και δυο ώρες παράσταση σε δεκαπεντασύλλαβο, μου έδωσε την τύχη να γνωρίσω από κοντά την Άλκη Ζέη, που ήρθε να μας δει στις πρόβες μας. Η τιμή που ένιωσα, όταν μου έκανε νόημα να πάω κοντά της και μου είπε «είσαι πολύ γελαστό παιδί, να μην το χάσεις ποτέ αυτό σου εύχομαι!», δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια…!
Το θέατρο σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, σε καλλιεργεί τόσο σοφά και τόσο μαγικά που, θέλοντας και μη, γίνεσαι η ομορφότερη εκδοχή του εαυτού σου. Το θέατρο σε ωριμάζει και, βάζοντάς σε στα παπούτσια κάποιου άλλου, σε βοηθάει να καταλάβεις τους δαίμονες όλων των ανθρώπων. Το θέατρο σου μαθαίνει να διαβάζεις πίσω από τις λέξεις για να καταλάβεις το πραγματικό νόημα προκειμένου να το κάνεις κίνηση, λόγια, συναίσθημα.
Θέατρο θα πει ομαδικότητα και συλλογική δουλειά, θέατρο θα πει να σε καίει ο προβολέας κι εσύ να χαίρεσαι, να λυπάσαι, να χορεύεις σαν να μην υπάρχει αύριο με τον θεατή να σε κοιτά κατάματα. Θέατρο να πει να γυρνάς σπίτι, να κρεμάς το κοστούμι σου στη ντουλάπα, να κάθεσαι στο κρεβάτι και να το κοιτάς και ο κανονικός σου εαυτός να σου φαίνεται πολύ κενός, πολύ συνηθισμένος. Κι έτσι, περιμένεις την επόμενη μέρα για να ζωντανέψεις αυτόν τον «άλλο εαυτό» που είναι τόσο έξω από εσένα και που βαθιά μέσα σου νιώθεις πολύ πιο ελεύθερος, όταν τον υποδύεσαι.
Κάπου στην ντουλάπα μου έχω χωμένο ένα μικρό μπαούλο που κρατάω τα ενθύμια από το θέατρο. Τα προγράμματα των παραστάσεων, το στεφανάκι για τα μαλλιά και το τριαντάφυλλο, το σκισμένο πουκάμισο της Ανεργίτσας, τις παρτιτούρες από τα τραγούδια και άλλα πολλά. Και, κάθε φορά που το ανοίγω, οι αναμνήσεις πέφτουν βροχή. Οι γκάφες, τα γέλια, τα κλάματα, τα νοήματα, οι μουσικές, οι άνθρωποι που γνώρισα, οι στιγμές που έζησα, τα μαθήματα που πήρα.
Και νιώθω ευγνωμοσύνη. Γιατί θέατρο θα πει «ποιώ ήθος». Και το δικό μου σίγουρα το χρωστάω στο θέατρο.