Του Τάσου Μοσχονά,
Το μεγάλο κεφάλαιο και η πολιτική πάντοτε πήγαιναν χέρι-χέρι. Και ακόμα και αν σε αρκετές περιπτώσεις ευρωπαϊκά κράτη έχουν καταφέρει με αυστηρούς κανονισμούς να περιορίσουν τη δύναμη επιρροής των μεγάλων επιχειρήσεων στη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων, το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί για τις Η.Π.Α.
Το μεγάλο κεφάλαιο στην αμερικανική πολιτική είναι το απαραίτητο οξυγόνο, που θρέφει καμπάνιες τόσο τοπικού χαρακτήρα όσο και ομοσπονδιακού. Από υποψηφίους για Δημοτικά Συμβούλια μέχρι και τον Πρόεδρο, το σύστημα ελεύθερης οικονομίας, που βασιλεύει στη χώρα, προωθεί την, κατά κανόνα, χωρίς περιορισμούς διάθεση χρημάτων σε υποψηφίους.
Αυτό, όμως, μας παραπέμπει σε ένα σημαντικό ερώτημα: Οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι πολιτικά τοποθετημένες ανοιχτά υπέρ κάποιου συγκεκριμένου υποψηφίου; Μέχρι πρότινος, η απάντηση θα ήταν και ναι και όχι. Ναι, γιατί αφενός κάθε επιχείρηση έχει συμφέροντα που μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο με την πολιτική κάποιου συγκεκριμένου κόμματος, αφετέρου γιατί η ηγεσία της επιχείρησης μπορεί η ίδια να έχει συγκεκριμένα συμφέροντα και πολιτικές τοποθετήσεις. Από την άλλη, όμως, θα λέγαμε όχι, γιατί η μεγάλη πλειονότητα των επιχειρήσεων απέφευγε να λαμβάνει ξεκάθαρες πολιτικές τοποθετήσεις. Αυτό γινόταν, διότι το δικομματικό σύστημα της χώρας, με τις συνεχείς εναλλαγές εξουσίας, επέβαλλε στις επιχειρήσεις να είναι ουδέτερες, ώστε να μην προκαλέσουν τη δυσμένεια της εκάστοτε Κυβέρνησης.
Παρ’ όλα αυτά, η πλάστιγγα πάντα έγερνε υπέρ του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, που πάντα ευνοούταν από τις μεγάλες επιχειρήσεις σε δωρεές, καθώς ιδεολογικά πρέσβευε μια χαλαρή φορολογική πολιτική και ελάχιστο κρατικό παρεμβατισμό. Το αποτέλεσμα; O επιχειρηματικός κόσμος και η πολιτική ανατροφοδοτούντο σε μια σχέση αμοιβαίου κέρδους. Όλα, όμως, έμελλε να αλλάξουν με την έλευση του Donald Trump στην προεδρία το 2016.
Η ακραία ρητορική του απερχόμενου Αμερικανού Προέδρου ξένισε αρκετά μέλη της επιχειρηματικής κοινότητας, ήδη από την προεκλογική του εκστρατεία. Παρά τους άπειρους δείκτες, όμως, που έδειχναν πως ο Donald Trump είναι επικίνδυνος για την αμερικανική δημοκρατία, οι επιχειρήσεις ανέχονταν, ως επί το πλείστον, τα τότε τερτίπια του, εξαιτίας των υποσχέσεων για μεγάλες φορολογικές μειώσεις.
Τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου, όμως, έφεραν την κατάσταση στο απροχώρητο. Η επίθεση στο Κογκρέσο και η επιγενόμενη κατάληψή του αποτέλεσαν μια χωρίς προηγούμενο επίθεση στη δημοκρατία, την οποία και υποκίνησε ο ίδιος ο Αμερικανός Πρόεδρος. Αρκετές ώρες μετά, 8 Γερουσιαστές και 139 Βουλευτές των Ρεπουμπλικανών αρνήθηκαν να επικυρώσουν τα αποτελέσματα του εκλεκτορικού σώματος, που ανακήρυξαν τον Joe Biden νικητή των εκλογών και επόμενο Πρόεδρο, υπονομεύοντας, έτσι, τη νομιμότητα των εκλογών. Ήταν φανερό πως οι επιχειρήσεις δεν θα μπορούσαν, πλέον, να μείνουν άπραγες και επέλεξαν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τη δύναμή τους ως «4η εξουσία», για να στείλουν ένα ηχηρό μήνυμα.
Λίγες ώρες μετά τα γεγονότα, που σόκαραν την υφήλιο, ανέλαβαν δράση. Ευθύς αμέσως, ο ξενοδοχειακός κολοσσός Marriott και η εταιρεία ασφάλισης υγείας Blue Cross Blue Shield ανακοίνωσαν την αναστολή χρηματοδότησης για το 2021 των Ρεπουμπλικανών πολιτικών που καταψήφισαν την επικύρωση των αποτελεσμάτων. Ακολούθησαν, λίγο αργότερα, ακόμα μεγαλύτερα ονόματα με τεράστια ισχύ στην αμερικανική οικονομία. Μεταξύ αυτών, ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός Goldman Sachs, οι εταιρείες έκδοσης πιστωτικών καρτών Mastercard και American Express και οι μεγαλύτεροι τηλεπικοινωνιακοί φορείς της χώρας, At&t και Verizon.
Η πλειονότητα, δε, των προαναφερθεισών επιχειρήσεων δεν ανέστειλε απλώς τη χρηματοδότηση των 147 υποψηφίων που καταψήφισαν την επικύρωση των αποτελεσμάτων, αλλά όλων των δωρεών υπέρ του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Τη σκυτάλη, λίγο αργότερα, ανέλαβαν και άλλοι «γίγαντες» της αμερικανικής οικονομίας, όπως ο μεγαλύτερος τραπεζικός όμιλος της χώρας, JP Morgan Chase, αλλά και οι μεγάλοι τεχνολογικοί κολοσσοί, όπως η Microsoft και το Facebook. Οι τελευταίοι όμως, σε αντίθεση με τους προηγούμενους, σε μια ακόμα πιο ρηξικέλευθη κίνηση, ανέστειλαν όλες τις πολιτικές τους δωρεές για το πρώτο μισό του 2021, ανεξαρτήτως κόμματος. Κάποιες επιχειρήσεις, μάλιστα, όπως η μεγάλη εταιρεία παραγωγής ευχετηρίων καρτών Hallmark, αποφάσισαν μέχρι και να ζητήσουν αναδρομικά πίσω τα χρήματα που έδωσαν στον Ρεπουμπλικανό Αρχηγό της Αντιπολίτευσης στη Βουλή, Kevin McCarthy, επειδή καταψήφισε την εκλογή Biden.
Είναι φυσιολογικό αυτές οι επιχειρησιακές παρεμβάσεις σε πολιτικό επίπεδο να προκαλούν εύλογα ερωτήματα: είναι η παρέμβαση αυτή ουσιαστική ή είναι απλώς μια προσωρινή απάντηση σε μια δημοκρατική κρίση, με την κατάσταση να επανέρχεται στα πρότερα επίπεδα εντός ολίγου διαστήματος; Οι απόψεις διίστανται. Μια μεγάλη μερίδα δημοσιογράφων είναι σκεπτική, καθώς το ότι οι ίδιες οι επιχειρήσεις δεν θα χρηματοδοτούν τις πολιτικές καμπάνιες δεν σημαίνει απαραίτητα πως τα μέλη των επιχειρήσεων αυτών κωλύονται να το κάνουν ατομικά ή ιδρύοντας ένα από τα περίφημα Political Action Committee (PAC) για τον σκοπό αυτό.
Επιπροσθέτως, η συνεισφορά των επιχειρήσεων στο συνολικό ποσό μιας πολιτικής καμπάνιας μέχρι στιγμής ήταν μεγάλη, αλλά σε καμία περίπτωση καθοριστική για την επιτυχή τους έκβαση. Ενδεικτικά, τα λεγόμενα Company PACs -που ανέστειλαν τις δωρεές τους με την απόφαση των μεγάλων επιχειρήσεων- συνεισέφεραν 360 εκατομμύρια δολάρια στις τελευταίες εκλογές, πολύ μικρότερο ποσό από το προερχόμενο από ιδιώτες. Μάλιστα, οι δωρεές των επιχειρήσεων φτάνουν μόλις το 8% του συνολικού ποσού που δωρίσθηκε για τις φετινές βουλευτικές εκλογές, γεγονός που φαίνεται να δείχνει πως ίσως να μην είναι και τόσο μεγάλη η ζημιά για τους Ρεπουμπλικανούς σε μελλοντικές εκλογές.
Πιθανό είναι, δε, πως θα αναπτυχθεί ο φόβος, πως οι Δημοκρατικοί θα εκμεταλλευτούν αυτήν την εχθρική επιχειρησιακή στάση προς τους Ρεπουμπλικανούς, για να περάσουν μια δυσμενή για τις μεγάλες επιχειρήσεις πολιτική, με ραγδαία αύξηση φορολογίας, για να χρηματοδοτηθεί, μεταξύ άλλων, το φιλόδοξο πρόγραμμα του Joe Biden για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Απορίας άξιον είναι εάν τότε οι αναστολές πληρωμών, ελλείψει Trump, θα παραμείνουν σε ισχύ μέχρι να διασφαλιστεί πως ο τραμπισμός και ό,τι πρεσβεύει «πέθανε» ή εάν θα την άρουν, με αφορμή μια σκληρή, ίσως, πολιτική της νέας κυβέρνησης.
Σε κάθε περίπτωση, η ρήξη που επήλθε ανάμεσα στις δύο πλευρές αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός και μια λήξη της μακροχρόνιας «σιωπής» και βολικής ουδετερότητας από την επιχειρηματική πλευρά. Εκεί, που παλαιότερα οι μεγάλες εταιρείες έβλεπαν κέρδος στην εκμετάλλευση, την ανεξάρτητη δράση και τον χαμηλό κρατικό παρεμβατισμό, φαίνεται πως επέρχεται μια αλλαγή. Πιο σημαντικό, στις μέρες μας, είναι το εταιρικό προφίλ και κατά πόσο αυτό εναρμονίζεται με τις εξελίξεις, που λαμβάνουν χώρα στον πλανήτη.
Αυτό σημαίνει πως οι εταιρείες, ανεξαρτήτως του αν τα μέλη, που τις απαρτίζουν, το εννοούν πραγματικά, πρέπει να δρουν εκμεταλλευόμενες την τεράστια δύναμή τους και να επιλέγουν μια ξεκάθαρη θέση σε σημαντικά ζητήματα. Ειδικά όταν γίνεται λόγος για μια θέση τόσο θεμελιώδη και αποδεκτή από όλους, όπως η προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος από αυτούς που προσπαθούν να το καπηλευτούν και να το υπονομεύσουν. Η δράση αυτή είναι δεδομένο πως θα έχει, ανεξαρτήτως διάρκειας και αποτελεσματικότητας, αντίκτυπο στις σχέσεις ανάμεσα σε επιχειρήσεις και κυβερνήσεις, φέρνοντάς τες σε μια κατάσταση άτυπου αλληλοελέγχου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Business Titans pull back from GOP after Capitol insurrection, Politico, διαθέσιμο εδώ
- Corporate America flexes its political muscle, New York Times, διαθέσιμο εδώ
- GOP Lawmakers hit by boardroom backlash for bid to undo elections, Bloomberg, διαθέσιμο εδώ
- Corporate America halts donations to Republicans who voted to overturn the election, CNN, διαθέσιμο εδώ