Του Κωνσταντίνου Βασιλείου,
Ελάχιστα καλλιτεχνικά έργα της παγκόσμιας ιστορίας έχουν χαραχθεί τόσο έντονα στο συλλογικό ασυνείδητο, όσο τα Ομηρικά Έπη. Από το Βιργίλιο και την Αινειάδα του, τους εκπροσώπους του κλασικισμού, μέχρι και τις μέρες μας, με την 7η τέχνη και τις παραγωγές του Χόλυγουντ, οι περιπέτειες των Αχαιών στην Τροία, ενέπνευσαν πληθώρα καλλιτεχνών, διαφορετικών χρονολογικών περιόδων και πολιτισμικών καταβολών. Πέραν του λεγόμενου «ομηρικού ζητήματος», που εστιάζει κυρίως στο, αν ο Όμηρος ήταν υπαρκτό πρόσωπο και ο συνθέτης τόσο της Ιλιάδος, όσο και της Οδύσσειας, η ύπαρξη των δύο Επών εγείρει ακόμα αρκετά ερωτήματα. Ο Τρωικός Πόλεμος υπήρξε ποτέ στα αλήθεια; Κι αν ναι, πού και πότε πραγματοποιήθηκε; Οι τότε Έλληνες θα μπορούσαν ποτέ να οργανώσουν μια τόσο μεγάλης κλίμακας πολεμική εκστρατεία; Αυτά αποτελούν μερικά από τα κυριότερα προβλήματα, που τους τελευταίους αιώνες, η επιστήμη της αρχαιολογίας επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σχετικά με κάποια τυχόν ιστορική βάση των γεγονότων του Τρωικού Πολέμου.
Η ονομασία «Ίλιον», το έτερο δηλαδή όνομα της Τροίας στα Έπη, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα από Αιολείς πρόσφυγες, προερχόμενους από τη Λέσβο, με σκοπό να περιγράψουν τη νέα περιοχή που εγκαταστάθηκαν, ήτοι στο λόφο του σημερινού Hissarlik (=φρούριο στα τουρκικά). Ο λόφος αυτός κατέχει σημαίνουσα θέση στην ενδοχώρα της Ανατολίας, βρισκόμενος στη βορειοδυτική Μικρά Ασία και σε κοντινή απόσταση από την τουρκική πόλη Çanakkale, καθώς και από τα σπουδαίας εμπορικής σημασίας κατά την αρχαιότητα, στενά του Ελλησπόντου. Ο ίδιος ο Όμηρος, σύμφωνα με την παράδοση, φέρεται να είχε καταγωγή από τα ιωνικά παράλια, αλλά και να είχε επισκεφθεί αυτοπροσώπως το Ίλιον, με αποτέλεσμα και να εμπνευστεί το περιεχόμενο των Επών του. Σχεδόν 3000 χρόνια αργότερα, το 1868, ένας άλλος περιηγητής, θα επισκεφθεί το λόφο του Hissarlik, πεπεισμένος ότι είχε ανακαλύψει τα ερείπια της υπέρλαμπρης πόλης του Πριάμου. Πρόκειται για το Heinrich Schliemann, Γερμανό επιχειρηματία και αρχαιολάτρη, πρωτοπόρου της ανασκαφικής έρευνας.
Η ιστορία του Schliemann με την Τροία, τουλάχιστον όπως ο ίδιος υποστήριζε, πήγαζε από τα παιδικά του χρόνια. Ο πατέρας του ήταν εκείνος που του είχε κάνει δώρο, στην ηλικία των 8 χρόνων, ένα βιβλίο που περιείχε μια γκραβούρα με παράσταση του Αινεία να εγκαταλείπει τη φλεγόμενη Τροία, κουβαλώντας στους ώμους του το γέρο πατέρα του, τον Αγχίση. Το 1871 δόθηκε άδεια να ξεκινήσουν οι ανασκαφές και ο 49χρονος, τότε, Schliemann εκπλήρωνε το πεπρωμένο του. Με τη βοήθεια της Ελληνίδας γυναίκας του, Σοφίας, το 1873 θα πειστεί οριστικά ότι βρήκε την πραγματική ομηρική Τροία. Η αρχαιολογική σκαπάνη θα φέρει στο φως μια καλά οχυρωμένη ακρόπολη με σημάδια καταστροφής από πυρκαγιά, με μια πύλη μνημειακού μεγέθους, 5 μέγαρα, πλάτους περίπου 40 μέτρων, που προορίζονταν για συνελεύσεις και θρησκευτικές τελετές, αλλά και 16 θησαυρούς, με τον θησαυρό Α να ξεχωρίζει και να ονομάζεται από τον Schliemann ως «Θησαυρός του Πριάμου». Οι θησαυροί περιείχαν αντικείμενα από χρυσό, ασήμι, κεχριμπάρι, ορείχαλκο, καρνεόλη και λάπις λάζουλι.
Ωστόσο, η πραγματικότητα απείχε παρασάγγας από την καλπάζουσα φαντασία και το όραμα του Schliemann. Η αλήθεια είναι ότι οι συγκεκριμένες ανασκαφές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν εξ’ ολοκλήρου με πόρους από την προσωπική περιουσία του Γερμανού αρχαιολάτρη, διακατέχονταν από έλλειψη επιστημονικότητας, καθώς απαρτίζονταν από άπειρους και ανειδίκευτους εργάτες της περιοχής, με αποτέλεσμα να χαθούν πολλές σημαντικές αρχαιολογικές πληροφορίες. Εν τούτοις, τα ευρήματα του 1873, αποδείχθηκε ότι ανήκαν στο στρώμα Τροία ΙΙ, που χρονολογείται μεταξύ του 2550 έως και του 2300 π.Χ., δηλαδή στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Αντιθέτως, τα γεγονότα του Τρωικού Πολέμου, τοποθετούνται μια χιλιετία αργότερα και στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού (περίπου 1600-1100 π.Χ.). Η περίοδος αυτή αντιστοιχεί στα στρώματα VI και VIIa, τα οποία θα έρθουν στην επιφάνεια από τις ανασκαφικές διεργασίες του 1932-38, με επικεφαλής τον Carl William Blegen.
Τα οχυρωματικά τείχη της ακρόπολης, κατασκευασμένα από ασβεστόλιθους, κάλυπταν μια απόσταση 20 στρεμμάτων γης και έφταναν το ύψος των 9 μέτρων. Ένας μεγάλος αριθμός από προπύργια ήταν κατασκευασμένος πάνω σε αυτά τα τείχη, με πιο σημαντικό εξ’ αυτών, το βορειοανατολικό προμαχώνα, ο οποίος εξασφάλιζε ενισχύσεις σε περίπτωση επίθεσης και επικοινωνούσε με την πεδιάδα της Τρωάδας. Τα στοιχεία αυτά ταιριάζουν αρκετά με τις ομηρικές περιγραφές. Από την άλλη πλευρά, τα αρχιτεκτονικά ευρήματα φέρουν ενδείξεις καταστροφής, με πεσμένους λίθους, αλλά και απομεινάρια πυρκαγιάς. Συν τοις άλλοις, η κεραμική ενδέχεται να φανερώνει τυχόν σχέσεις με τους Μυκηναίους της εποχής, καθώς στα ευρήματα κυριαρχεί η τροχήλατη γκρίζα μινυακή κεραμική της μεσοελλαδικής περιόδου. Δυστυχώς, παρά την αρχαιολογική τους αξία, τόσο οι ανακαλύψεις του Belgen, όσο και των διαδόχων του, δεν έχουν καταφέρει να δώσουν, έως σήμερα, ακριβείς απαντήσεις στο ερώτημα της ιστορικής ύπαρξης του Τρωικού Πολέμου.
Μια πολεμική επιχείρηση αντίστοιχη εκείνης, που περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα (1.186 ελληνικά πλοία συμμετείχαν), θα ήταν αδύνατον να περνούσε απαρατήρητο από τις κραταιές Αυτοκρατορίες της εν λόγω περιόδου. Πιο συγκεκριμένα, οι Αιγύπτιοι κάνουν λόγο για την προσφορά δώρων στο Φαραώ από κάποιο βασιλιά από τη χώρα των Tnj (προφέρεται Tanaju). Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πλήθος επιστολών της Χεττιτικής Αυτοκρατορίας προς και από το βασιλιά των Ahhiyawa. Προφανώς, οι δύο αυτοί όροι ταυτίζονται ή τουλάχιστον μοιάζουν πολύ με τις ομηρικές ονομασίες των Ελλήνων: «Δαναοί» και «Αχαιοί».
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τους Χετταίους, ο βασιλιάς Tudhaliya I/II αναφέρει στα χρονικά του για μια περιοχή με τα ονόματα Wilusiya και Taruisa, με πολλούς μελετητές να ισχυρίζονται, ότι αποτελούν τις χεττιτικές παραλλαγές των λέξεων «Ίλιον» και «Τροία». Σε μια από τις επιστολές γίνεται λόγος για το βασιλιά Alaksandu της Wilusa, που παραπέμπει στο όνομα Αλέξανδρος, που ήταν και το δεύτερο όνομα του Πάρη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και η επιστολή Χετταίου βασιλιά προς τον Tawagalawa, βασιλιά των Ahhiyawa, γιο του Ατρέα, από τον οποίο ζητά τη βοήθειά του εναντίον του Piyama-Radu. Τα ονόματα ταιριάζουν με το ελληνικό «Ετεοκλής» (Etewoklewes στην Γραμμική Β΄) και με το «Πρίαμος» αντιστοίχως. Τα δεδομένα αυτά δημιουργούν καινούρια ερωτήματα. Η Τροία θα μπορούσε να ήταν κάποια στιγμή στην ιστορία της επαρχεία ή έστω κράτος προσκείμενο στους Χετταίους; Εξάλλου, ο ίδιος ο Όμηρος αναφέρει ότι οι Τρώες πιθανότατα δεν αποτελούσαν ελληνικό φύλο.
Τα ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα συνεχίζουν να συντηρούν το μυστήριο. Δημιούργημα της φαντασίας η ιστορική μνήμη που αποτυπώθηκε στην επική ποίηση, ίσως να μη μάθουμε ποτέ. Σε τελική ανάλυση, ίσως να μην έχει καν ουσιαστική σημασία. Τα Ομηρικά Έπη αποτελούν καλλιτεχνικά έργα παγκόσμιας κληρονομιάς και υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να προσεγγίζονται. Οι αξίες, η κοσμοθεωρία, αλλά και οι κεντρικοί θεματικοί πυλώνες που συνυπάρχουν στα Έπη, προσδίδουν σε αυτά διαχρονικό χαρακτήρα και εξασφαλίζουν ότι κι οι επόμενες γενιές των ανθρώπων, θα συνεχίζουν να μαθαίνουν και να εμπνέονται από τα ανδραγαθήματα των Αχαιών στην Τροία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Bryce, Trevor, 2005. The Kingdom of the Hittites. Νέα έκδοση, Νέα Υόρκη: Oxford University Press.
- Bryce, Trevor, 2006. The Trojans and Their Neighbours. Ancient Peoples. Λονδίνο: Routledge.
- Benzi, Mario, 2002. Anatolia and the Eastern Aegean at the time of the Trojan War. Ρώμη: Edizioni di storia e letteratura.
- Kelder, Jorrit, 2012. Ahhiyawa and the world of the great Kings: a re-evaluation of Mycenaean political structures. TALANTA XLIV.
- Steadman, Sharon R., and John Gregory McMahon, 2011, επιμ. The Oxford Handbook of Ancient Anatolia, 10,000-323 B.C.E. Νέα Υόρκη: Oxford University Press.