Της Κωνσταντίνας Καλλέργη,
Από την πλατφόρμα του Netflix είχαμε φέτος την ευκαιρία να απολαύσουμε ένα από τα εμβληματικά έργα του August Wilson· ο λόγος για την ταινία “Ma Rainey’s black bottom”, που κυκλοφόρησε στις 18 Δεκεμβρίου κι έχει κερδίσει τις εντυπώσεις.
Πρόκειται για ένα από τα δέκα θεατρικά έργα του Wilson, που είναι γνωστά ως σύνολο με την ονομασία “The Pittsburgh Cycle” και τα οποία θεωρούνται πολύτιμη παρακαταθήκη του συγγραφέα προς τον αμερικανικό πολιτισμό, καθώς εξιστορούν με γλαφυρό τρόπο τις εμπειρίες και τη ζωή των Αφροαμερικανών κατά τον 20ο αιώνα. Στην ίδια σειρά έργων συγκαταλέγεται και το “The fences”, που μεταφέρθηκε επίσης σε ταινία το 2016, σε σκηνοθεσία του Denzel Washington, ο οποίος και πρωταγωνιστούσε παρέα με τη Viola Davis.
Δεύτερη φορά πρωταγωνιστικός ρόλος σε έργο του Wilson για τη Viola Davis, η οποία ενσαρκώνει τώρα την τραγουδίστρια των blues, Ma Rainey, στην ταινία του Netflix, με τους Chadwick Boseman, Glynn Turman, Taylour Paige, Colman Domingo, Michael Potts και Dusan Brown να τη συνοδεύουν στους υπόλοιπους ρόλους και τον George C. Wolfe να υπογράφει τη σκηνοθεσία.
Σκηνοθετική πρόκληση αποτελεί το γεγονός ότι η ταινία στο μεγαλύτερο μέρος της διαδραματίζεται σε έναν μόνο χώρο και δεν υπάρχει η εναλλαγή πολλών κι εντυπωσιακών σκηνικών, όπως έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στις αμερικάνικες παραγωγές. Μια σκηνογραφική απλότητα, που δίνει έμφαση στις ερμηνείες για να τονιστεί η διαφορά που είχε η ζωή των Αφροαμερικανών από τους «λευκούς» συμπολίτες τους, ακόμα κι όταν επρόκειτο για σχετικά διάσημους ανθρώπους. Τα χρώματα και η εικόνα της ταινίας στο σύνολό της αποπνέουν την αύρα μιας άλλης, παλαιότερης εποχής και θέτουν το κατάλληλο κλίμα για τον θεατή.
Όλη η πλοκή και η αφήγηση λαμβάνει χώρα στο 1927 και περιστρέφεται γύρω από μια «συνηθισμένη» μέρα ηχογράφησης για τη Ma Rainey και τη μπάντα της· μια μέρα κατά την οποία οι μουσικοί καταφθάνουν πρώτοι στο στούντιο για να κάνουν πρόβα τα κομμάτια τους, την ώρα που τόσο οι ίδιοι όσο και ο ιδιοκτήτης του στούντιο αλλά και ο ατζέντης της Rainey αναγκάζονται να περιμένουν αρκετή ώρα προκειμένου να έρθει κι εκείνη για την ηχογράφηση του δίσκου της. Η αργοπορία της, οι απαιτήσεις της, η επιμονή στη δική της άποψη και η γενικότερη συμπεριφορά ντίβας της Rainey είναι αισθητή και κυρίαρχη καθ΄ όλη τη διάρκεια της ταινίας κι αποτελεί, όπως παραδέχεται η ίδια σε μια σκηνή, μια μορφή «εκδίκησης» προς τους λευκούς για τον τρόπο που φέρονται στους Αφροαμερικανούς· γνωρίζει ότι το ταλέντο κι η φωνή της είναι αυτά που της δίνουν αξία μέσα σε μια ρατσιστική κοινωνία κι είναι αποφασισμένη να το εκμεταλλευτεί, όσο άνθρωποι, όπως ο ιδιοκτήτης του στούντιο, την έχουν ανάγκη.
Την προσοχή, με την παρουσία τους στην ιστορία, τραβούν η Dussie Mae (Taylour Paige), ερωμένη της Rainey που έχει πάει να παρακολουθήσει την ηχογράφηση, και κυρίως ο Toledo (Glynn Turman) και ο Levee (Chadwick Boseman) από την μπάντα.
Ο Βoseman, στον τελευταίο ρόλο της καριέρας και της ζωής του, δίνει μια εντυπωσιακή ερμηνεία, κάνοντας τον νεαρότερο μουσικό της μπάντας, έναν τρομπετίστα, που δε χάνει ευκαιρία να πειράζει τους άλλους και να πειραματίζεται με τα τραγούδια κι ο οποίος φιλοδοξεί να φτιάξει τη δική του μπάντα και να παίζει τη δική του μουσική. Με την πρώτη ματιά, ο Levee μοιάζει πομπώδης, φιλόδοξος και αταίριαστος μέσα σε μια μπάντα με παλαιότερους από αυτόν μουσικούς, που έχουν άλλη φιλοσοφία για τη δουλειά τους· όταν όμως στη διάρκεια της πρόβας φτάνει να αφηγηθεί ένα τραυματικό περιστατικό από τα παιδικά του χρόνια, που καθόρισε τη ζωή του και του έμαθε με τον άσχημο τρόπο πώς να ελίσσεται για να καταφέρει αυτό που θέλει, βλέπουμε πως η εικόνα του επιπόλαιου νέου, κι ενίοτε αυθάδη τύπου, αποτελεί ίσως ένα από τα εφόδιά του για να επιβιώσει και να καλυτερεύσει τη ζωή του.
Πέρα από την ταινία και το αφηγηματικό της πλαίσιο, η Ma Rainey αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες και γνωστότερες τραγουδίστριες των blues με μεγάλη επιρροή. Το αληθινό όνομά της ήταν Gertrude Pridgett και πήρε το ψευδώνυμο Ma Rainey, όταν παντρεύτηκε τον William Rainey, γνωστό και ως Pa Rainey, ο οποίος ήταν κωμικός και performer.
Ξεκίνησε την καριέρα της σε νεαρή ηλικία, κάνοντας εμφανίσεις σε talent show κι αργότερα ίδρυσαν με τον σύζυγό της δικό τους θίασο, τον οποίο διέλυσαν μετά από λίγα χρόνια για να ενταχθούν στην ομάδα performers με το όνομα “Rabbit’s foot company”. Οι δυο τους, στην πορεία, έγιναν γνωστοί ως “Rainey and Rainey, Assassinators of the blues” κι άρχισαν να κλείνουν δουλειές μόνοι τους.
Η πορεία της Ma Rainey διασταυρώθηκε και με αυτή της επίσης πασίγνωστης τραγουδίστριας των blues, Bessie Smith*, με την οποία βρισκόταν στην ίδια μπάντα, ενώ η Rainey υπήρξε, κατά κάποιον τρόπο, μέντορας της Smith. Και οι δύο αποτελούν μεγάλα ονόματα στον χώρο των blues, ενώ έχουν συχνά απασχολήσει ερευνητές και ιστορικούς με τον queer τρόπο ζωής τους και τις ομοφυλοφιλικές τάσεις τους· δεν είναι άλλωστε λίγοι αυτοί που ερμηνεύουν τη στενή σχέση τους ως ερωτική, ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει τεκμηριωθεί κάτι τέτοιο.
Το 1916, η Rainey χώρισε από τον σύζυγό της και συνέχισε την καλλιτεχνική της πορεία με το δικό της σχήμα μουσικών. Ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής τόσο στο «έγχρωμο» όσο και στο «λευκό» κοινό, ενώ συχνά καλούνταν να τραγουδήσει σε privé parties ευκατάστατων οικογενειών. Το 1923 ξεκίνησε τη συνεργασία της με την Paramount records και μέσα στα επόμενα χρόνια κατάφερε να εξαπλωθεί η φήμη της και πέρα από τον Αμερικανικό Νότο.
Έγραφε η ίδια αρκετά από τα τραγούδια της, καθώς και δύο από τα πιο γνωστά κι επιτυχημένα της, το “Moonshine blues” και το “Ma Rainey’s black bottom”, τα οποία αποτελούν θεμέλιο λίθο του genre που αποκαλούμε classic blues. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο πως της έχει αποδοθεί το ψευδώνυμο “Mother of the blues”.
Η καριέρα της άρχισε να φθίνει, όταν κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’30 αναδείχθηκαν πιο σύγχρονα είδη μουσικής και το στυλ των performances που έδινε άλλοτε θεωρήθηκε ξεπερασμένο. Λίγο μετά το 1928 σταμάτησε η συνεργασία της με την Paramount κι η ίδια αποσύρθηκε αργότερα στη γενέτειρά της, όπου ασχολήθηκε με τη διεύθυνση θιάσων, ως τον θάνατό της σε ηλικία 53 ετών, το 1939.
Το θεατρικό έργο “Ma Rainey’s black bottom” γράφτηκε το 1982 κι ως παράσταση ανέβηκε πρώτη φορά το 1984, ενώ από τότε έχει παιχτεί σε διάφορα μεγάλα θέατρα της Αμερικής αλλά και της Βρετανίας· θίγει θέματα φυλής, θρησκείας, τέχνης, αλλά και το ζήτημα της εκμετάλλευσης που υφίσταντο οι «μαύροι» καλλιτέχνες από τους παραγωγούς της εποχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας αποτελεί η σκηνή όπου ο ιδιοκτήτης του στούντιο ηχογράφησης ανακοινώνει στον Levee πως τα τραγούδια που έχει γράψει δεν θα αρέσουν στον κόσμο, στερώντας του κάθε ευκαιρία να ξεκινήσει μια δική του πορεία στη μουσική, αφού του αγοράζει αυτά που έγραψε για ένα αστείο ποσό και τον βλέπουμε αργότερα να τα ηχογραφεί με ορχήστρα «λευκών» καλλιτεχνών!
Κρατώντας, σε μεγάλο βαθμό, το στοιχείο του σταθερού σκηνικού και της περιορισμένης αλλαγής χώρων -όμοια με αυτή που βλέπουμε στο θέατρο- η ταινία αφήνει τα γεγονότα και τα τεκταινόμενα να μιλήσουν από μόνα τους, δεν προσπαθεί να διατυμπανίσει κανένα ηχηρό μήνυμα, αλλά δίνει τον λόγο στους ίδιους τους ήρωες του έργου να δείξουν την αλήθεια τους, μέσα στην εποχή στην οποία έζησαν. Η απουσία έντονης και ταχέως εναλλασσόμενης δράσης, κατά τη διάρκεια της ταινίας, επιτρέπει στον θεατή να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στους μονολόγους αλλά και σε μικρές λεπτομέρειες -τεκμήρια της τότε καθημερινότητας και κανονικότητας- και να επεξεργαστεί καλύτερα όσα ακούει και βλέπει.
Το αναπάντεχο, βέβαια, τέλος έρχεται να δώσει άλλη διάσταση στα θέματα που θίγει το έργο και να φωτίσει μια σκοτεινότερη όψη της σκληρής πραγματικότητας, κατά την οποία ο αδικημένος, ανήμπορος μέσα στην αδυναμία του και σε μια προσπάθεια να ανακτήσει το αίσθημα της αξιοπρέπειας πως ο ίδιος ελέγχει τον εαυτό του φτάνει σε σημείο αυτοκαταστροφής!
Μια ταινία με ευχάριστο και διάχυτο το κλίμα μιας άλλης εποχής, που έρχεται μέσα από μια αμερικάνικη πλατφόρμα παραγωγής περιεχομένου να αναδιαρθρώσει τα παγιωμένα στεγανά των αμερικανικών παραγωγών! Μια ταινία που αξίζει να της αφιερώσουμε λίγο χρόνο… μια ταινία που θα ξαναέβλεπα!
*Ταινία σχετικά με τη ζωή της Bessie Smith έχει κυκλοφορήσει από την ΗΒΟ, το 2015, με την Queen Latifah να υποδύεται τη Smith και την Mo’Nique να εμφανίζεται ως Ma Rainey.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- ‘Ma Rainey’s Black Bottom’ and the Liberating Power of Music – The Atlantic
- Reimagining August Wilson’s “Ma Rainey’s Black Bottom” on the Small Screen | The New Yorker
- Pa Rainey – World Queerstory
- August Wilson – Wikipedia
- Bessie (TV Movie 2015) – IMDb