13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΟι στρατιωτικές δυνάμεις των Επαναστατών στις Ηγεμονίες  

Οι στρατιωτικές δυνάμεις των Επαναστατών στις Ηγεμονίες  


Της Μαρίας Τσέα,

Το καλοκαίρι του 1820, ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, Υποστράτηγος και Υπασπιστής του αυτοκράτορα της Ρωσίας Αλεξάνδρου, άρχισε να πραγματοποιεί το δικό του, και σχεδόν όλων των Ελλήνων, όραμα μιας ελεύθερης Ελλάδας. Εισέβαλε, αρχικά, με λίγους οπαδούς του από τη Βεσσαραβία της Ρωσίας στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αποστρατικοποιημένες επαρχίες της Τουρκίας, Μολδαβία και Βλαχία. Στις 24 Φεβρουαρίου 1821, ανέμισε την σημαία της Επανάστασης και κατέλαβε τις επαρχίες αυτές με στρατιωτική εκστρατεία.

Αναγνωρισμένος από τη Φιλική Εταιρεία ως αρχηγός της Επανάστασης, προχώρησε στην οργάνωση στρατού, καθώς γνώριζε ότι μόνο με στρατιωτική δύναμη πλέον ήταν δυνατό να ανατραπεί η κατάσταση. Με αυτό το στρατό, θα κατέβαινε στις ελληνικές επαρχίες και κατόπιν συνεννόησης με τους κατά τόπους Έλληνες οπλαρχηγούς, θα αύξανε τη στρατιωτική του δύναμη και θα τους παρότρυνε σε εξέγερση.

Κατά τη διάρκεια της αρχηγίας του Αλ. Υψηλάντη, σχηματίστηκε η πρώτη στρατιωτική δύναμη από τους Έλληνες οπλαρχηγούς Γιωργάκη Ολύμπιο, Ιωάννη Φαρμάκη και Σάββα Καμινάρη. Ο Υψηλάντης εκτιμώντας τις στρατιωτικές γνώσεις του Γ. Ολυμπίου και Χριστόφορου Περραιβού, όπως επίσης, και τη δραστηριότητά τους, τους ονόμασε “Αρχιστράτηγο του Δουναβικού Στρατού” και “Αρχιστράτηγο του Ηπειρωτικού Στρατεύματος” αντίστοιχα. Στην πρωτοβουλία αυτή, συμπεριλήφθηκε και ο Ρουμάνος Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου. Στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας θα σχηματιστεί στρατός από τους εγκατεστημένους στις Ηγεμονίες Έλληνες,  ο οποίος μαζί με την προαναφερθείσα στρατιωτική δύναμη θα αποτελέσει το κύριο σώμα του Υψηλάντη.

Με την προσχώρηση του Βλαδιμηρέσκου, η Φιλική Εταιρεία απέκτησε στέρεες βάσεις και είχε τη δυνατότητα και αφιερωθεί στην οργάνωση του στρατού. Έτσι, κατά τα τέλη Δεκεμβρίου 1820, ο Νικόλαος Υψηλάντης, αδελφός του Αλέξανδρου, κατήρτισε το γενικό στρατιωτικό κανονισμό, ο οποίος προέβλεπε το σχηματισμό των χιλιαρχιών και ρύθμιζε τους βαθμούς των αξιωματικών. Στον κανονισμό συμπεριλήφθηκαν άρθρα, τα οποία περιείχαν αυστηρές διατάξεις για την πειθαρχία του στρατού.

Ο Τούντορ Βλαντιμηρέσκου. Πηγή/ziarullumina.ro

Στο πλευρό του Αλ. Υψηλάντη τάχθηκε ανεπιφύλακτα και ο ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Σούτσος, ο οποίος μαθαίνοντας για την Επανάσταση του Γένους, την αποδέχτηκε με ενθουσιασμό και πατριωτική συγκίνηση. Η φρουρά του Σούτσου αποτέλεσε τον πυρήνα του στρατιωτικού σώματος του Υψηλάντη και ο ίδιος ο ηγεμόνας την ανεφοδίασε με τα απαραίτητα τρόφιμα, ζώα και χρήματα για τη συντήρησή του.

Ο στρατός, όμως, που συγκεντρώθηκε δεν ήταν αρκετός για να θέσει σε τροχιά το απελευθερωτικό κίνημα. Ο Υψηλάντης είχε πλήρη επίγνωση αυτής της ανεπάρκειας και γι’ αυτό, κύριο μέλημά του ήταν η συγκέντρωση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης στρατιωτικής δύναμης. Για τον σκοπό αυτό, προχώρησε στη σύνταξη και αποστολή προκηρύξεων σε όλες τις πόλεις των Ηγεμονιών. Οι προκηρύξεις αυτές βρήκαν μεγάλη απήχηση στις φλογερές ψυχές των παρεπιδημούντων νεαρών Ελλήνων, φτωχών και πλούσιων, στην Βλαχία, Μολδαβία, Βουλγαρία, Ρωσία, Τρανσυλβανία και Οδησσό και άρχισαν να καταφθάνουν στο Ιάσιο για να καταταχθούν στο “στρατό της πατρίδος”.

Τη συγκινητική ημέρα της 26ης Φεβρουαρίου, κατά την οποία έγινε ο καθαγιασμός της επαναστατικής σημαίας, το πλήθος των στρατιωτών ορκίστηκε υπέρ της ελευθερίας της πατρίδας ενώπιον του Γενικού Αρχηγού Αλ. Υψηλάντη. Όταν ο τελευταίος επέστρεψε στο αρχηγείο, έλαβε από τον ηγεμόνα Σούτσο 6.000 χρυσά νομίσματα και από τον Αλέξανδρο Στούρτζα, ένθερμο Φιλέλληνα, 3.000 χρυσά νομίσματα, καθώς και 30 ίππους με τα απαραίτητα εξαρτήματα τους.

Ο αρχηγός μερίμνησε για τη σύνταξη και την κατάρτιση του συνεχούς αυξανόμενου στρατού, καθώς επίσης, προχώρησε στο διορισμό των πρώτων αξιωματικών του. Πιο αναλυτικά, ο Υψηλάντης διόρισε διοικητή στην πρώτη μοίρα τον αδελφό του Νικόλαο Υψηλάντη. Αυτή αποτελούνταν από την ταγματαρχία του Δ.Κ. Δούκα, η οποία αριθμούσε 1.930 άνδρες, από τη χιλιαρχία του Ορφανού, η οποία αποτελείτο από 300 άνδρες, του λόχου Γκίκα με 50 άνδρες και του λόχου των Σκλαβούνων με 60 άνδρες, οι οποίοι δρούσαν ως σωματοφύλακες του αρχιστρατήγου. Στη δεύτερη μοίρα διόρισε τον άλλο του αδερφό, Γεώργιο Υψηλάντη, και αυτή συμπεριελάμβανε την ταγματαρχία Βασιλείου Καραβιά με 350 άνδρες, τη χιλιαρχία Ιωάννου Κολοκοτρώνη με 250 άνδρες, το λόχο Μιχαήλ με 180, το λόχο Γαρνόφσκυ με 70 Ουλάνους και του Κατακουζηνού με 50 φύλακες.

Ο Μιχαήλ Σούτσος. Πίνακας του Louis Dupre. Πηγή/wikipedia.org

Τα δύο μεγάλα στρατιωτικά σώματα ήταν εκείνα του Γιωργάκη Ολύμπιου και του Σάββα Καμινάρη – Φωκιανού. Το πρώτο συμπεριελάμβανε 1.500 Έλληνες και Αρναούτους και το δεύτερο 1.000 Αρναούτους. Ο Ιερός Λόχος σχηματίστηκε από τετρακόσιους νέους, οι οποίοι εγκατέλειψαν τα πανεπιστήμια της Ευρώπης και έσπευσαν με χαρά και ενθουσιασμό στο Ιάσιο, για να ανταποκριθούν στο κάλεσμα του Έθνους. Στο Λόχο θα προστεθούν αργότερα άλλοι τριακόσιοι, οι οποίοι αναμενόταν να καταφθάσουν από τη Φωξάνη.

Η κατάταξη των Ιερολοχιτών πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τους κανόνες στρατολογίας των τότε τακτικών στρατών. Για το λόγο αυτό, ο Ιερός Λόχος θεωρείται το πρώτο οργανωμένο σώμα τακτικού ελληνικού στρατού. Η στολή των Ιερολοχιτών ήταν ευρωπαϊκού τύπου, κατασκευασμένη από μελανό ύφασμα και έφερε πάνω της ελληνικά σήματα. Πάνω στο ψηλό κράνος και κάτω από το λοφίο, υπήρχε η φράση “ελευθερία ή θάνατος” και πάνω από αυτήν υπήρχε ένα κρανίο με δύο οστά σε σχήμα χιαστό. Όσον αφορά το εθνόσημο, αυτό έφερε τα χρώματα κόκκινο, κυανό και λευκό.

Ο οπλισμός τους ήταν η λόγχη και το τυφέκιο, και οι αξιωματικοί τους εκπαίδευαν στην χρήση τους. Διοικητής του σώματος αυτού ανέλαβε ο Γεώργιος Κατακουζηνός και κάτω από αυτόν, οι αξιωματικοί Δημήτριος Σούτσος, Σπύρος Δρακούλης, Λουκάς Βαλσαμάκης, Ιωάννης Κρόκιας και Ιάκωβος Ρίζος.

Για την ορκωμοσία των Ιερολοχιτών έγινε ειδική τελετή στον ιερό ναό της Φωξάνης. Εκεί, οι Ιερολοχίτες κατέθεσαν το μακροσκελή όρκο, με τον οποίο έδιναν, μεταξύ άλλων, την υπόσχεση να χύσουν και την τελευταία σταγόνα αίματός τους υπέρ πίστεως και πατρίδος, να σκοτώσουν ακόμα και τον αδερφό τους αν αποδειχθεί προδότης, να μην λιποτακτήσουν και να μην εγκαταλείψουν τα όπλα, έως ότου δουν απελευθερωμένη την πατρίδα. Τα μέλη του Ιερού Λόχου απέδειξαν αργότερα με την ηρωική τους αυτοθυσία, όχι μονάχα στη μάχη του Δραγατσανίου, ότι τήρησαν τη δραματική υπόσχεση που έδωσαν στο ναό της Φωξάνης.

O Υψηλάντης διαβαίνει τον ποταμό Προύθο, ενδεδυμένος την μελανή στολή του Ιερού Λόχου. Πίνακας του Peter Von Hess. Πηγή/Η Ελληνική Επανάστασις (1974)

Στους υπόλοιπους τρεις ανεξάρτητους λόχους διόρισε διοικητές τον Μάνο με 150 άνδρες, τον Κώστα Βαλτινό με 60 και τον Καλογιάννη με 100 άνδρες. Το ιππικό αποτελούσαν 260 ιππείς, οι οποίοι έφεραν τη στολή των Κοζάκων. Σε αυτή τη στρατιωτική δύναμη του αρχιστράτηγου Υψηλάντη επρόκειτο να προστεθεί, όπως είχε συμφωνηθεί, και η στρατιωτική δύναμη του Βλαδιμηρέσκου, η οποία ανερχόταν σε 6.000 περίπου άνδρες.

Αυτή ήταν η τελική μορφή της στρατιωτικής δύναμης του Υψηλάντη, ο οποίος σε συνεννόηση με τους επιφανείς φιλικούς, άρχισε να εφαρμόζει τα σχέδια των στρατιωτικών επιχειρήσεων για να έχει επιτυχία η εκστρατεία. Ο Υψηλάντης και οι συνεργάτες του δεν ήταν μόνο έξυπνοι στρατιωτικοί, με αξιόλογη κατάρτιση σε στρατιωτικά θέματα, με την οποία εφάρμοσαν και το συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά υπήρξαν και άριστοι πολιτικοί με ευρεία διορατικότητα.

Δυστυχώς όμως, η προσδοκία για επιπλέον ρωσική βοήθεια δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, ενώ αφορίστηκαν ο Αλ. Υψηλάντης και ο Μιχαήλ Σούτσος, αποσκίρτησε ο σημαντικός οπλαρχηγός Βλαδιμηρέσκου, καθώς επίσης προσχώρησε στο οθωμανικό στρατόπεδο ο ισχυρός οπλαρχηγός Σάββας Καμινάρης – Φωκιανός. Τέλος, με τη συγκατάθεση της Ρωσίας, ισχυρά οθωμανικά στρατεύματα από την Κωνσταντινούπολη εισήλθαν στις Ηγεμονίες. Τα γεγονότα αυτά, στάθηκαν, μεταξύ άλλων γεγονότων, ικανά να προδιαγράψουν την αποτυχία του αγώνα του Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Αν και απέτυχε να επικρατήσει, ο στόχος του αντιπερισπασμού επετεύχθη, δίνοντας την ευκαιρία στο Μοριά να εναντιωθεί σε έναν αποδυναμωμένο, έστω και σε μικρό βαθμό, αντίπαλο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Χ. Βυζαντίου (1901) Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών (3η Εκδ) Αθήνα
  • Π. Δ. Ζούβα (1969), Η οργάνωσις στρατού κατά την Επανάστασιν του 1821. Αθήνα
  • Δ. Κόκκινος (1974) Η Ελληνική Επανάστασις – τόμος Α΄. Αθήνα: Εκδ. Μέλισσα

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Τσέα
Μαρία Τσέα
Γεννήθηκε στη Βέροια το 2002. Το 2020 εισήλθε, με πανελλαδικές εξετάσεις, πρώτη στην πρώτη της επιλογή, το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ. Ενδιαφέρεται για την σύγχρονη ιστορία με την μελέτη της οποίας θα ήθελε να ασχοληθεί στο μέλλον. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα κιθάρας για 7 χρόνια και είναι αθλήτρια του βόλεϊ στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης.