Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Η πολιτική και οικονομική ολοκλήρωση της Ευρώπης, μια διαδικασία που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50, είναι ένα διαχρονικό ζήτημα, που απασχολεί τους ακαδημαϊκούς, πολιτικούς και όχι μόνο κύκλους, καθώς είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την πολιτική και οικονομική κατάσταση που επικρατεί στο εσωτερικό της. Ξεκινώντας από 6, σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αποτελείται από 27 μέλη. Στο μέλλον η ΕΕ ενδέχεται να διευρυνθεί περαιτέρω, καθώς τον Μάρτιο του 2020 ξεκίνησε διαπραγματευτική διαδικασία για την προσχώρηση της Αλβανίας και της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, 2020). Υπάρχει συμφωνία ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει βελτιώσει την οικονομική και πολιτική θέση της ΕΕ στο σύνολο της, όμως υπάρχει διαφωνία για το αν η ολοκλήρωση έχει θετικά αποτελέσματα στα επιμέρους τμήματα της ΕΕ. Σε αυτό το άρθρο επιδιώκεται να τεθεί το ζήτημα της σύγκλισης των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Η διεύρυνση της ΕΕ όλα αυτά τα χρόνια, έχει μεταμορφώσει τον ευρωπαϊκό χώρο σε ένα μπλοκ ετερογενών οικονομιών με έντονες οικονομικές ανισορροπίες. Στο παρακάτω χάρτη απεικονίζεται το μέσο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα για το έτος 2018 (προσαρμοσμένο στην εθνική καταναλωτική δύναμη και ανά κάτοικο). Παρατηρούμε ότι οι ανατολικές ευρωπαϊκές χώρες και η Ελλάδα, έχουν εισόδημα κάτω από 10.000, ακολουθούν χώρες του νότου και βορειοανατολικές χώρες με εισόδημα που δεν ξεπερνούν τις 20.000 και τέλος οι κεντρικές και σκανδιναβικές χώρες με εισόδημα άνω των 20.000.
Με την υπόθεση ότι όλες οι χώρες είναι ίδιες και έχουν πρόσβαση στην ίδια τεχνολογία (όπως θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος για τον ευρωπαϊκό χώρο) και διαφέρουν μόνο στις αρχικές τους συνθήκες (π.χ. εισόδημα), σύμφωνα με τις προβλέψεις του νεοκλασικού μοντέλου του Solow (1956), οι φτωχότερες θα μεγεθύνονται με μεγαλύτερο ρυθμό και άρα κάποια στιγμή θα συγκλίνουν με τις πλουσιότερες σε ένα κοινό σημείο ισορροπίας (Martin, 1999). Με τεχνικούς όρους, λαμβάνει χώρα απόλυτη β-σύγκλιση. Συμπερασματικά, αν η τεχνολογία είναι ίδια σε όλες τις οικονομίες, δεν έχουν σημασία οι διαφορές στην οικονομική διάρθρωση και άρα η ελεύθερη μετακίνηση των συντελεστών (κεφάλαιο και εργασία, δηλαδή επενδύσεις και μετανάστευση) θα οδηγήσουν σε σύγκλιση και άρα η οικονομική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει οικονομικά οφέλη και για τις φτωχότερες χώρες.
Βέβαια, αυτή η υπόθεση έχει δεχθεί πολλές κριτικές, καθώς οι χώρες διαφέρουν θεμελιωδώς (π.χ. σε επίπεδο τεχνολογίας και θεσμικό περιβάλλον), με αποτέλεσμα οι διαφορετικές αρχικές συνθήκες εισοδήματος να εξηγούνται από αυτές τις θεμελιώδεις συνθήκες, οι οποίες πρέπει να συμπεριληφθούν στις υποθέσεις. Άρα, εφόσον υπάρχουν διαφορές των οικονομιών στο επίπεδο τεχνολογίας, τελικά συγκλίνει η κάθε οικονομία στο δικό της σημείο ισορροπίας (Le Gallo & Fingleton, 2014). Με τεχνικούς όρους λαμβάνει χώρα υπό-συνθήκη β-σύγκλιση.
Έτσι, μπορεί να οριστεί μια ομάδα χωρών (π.χ. Νότια Ευρώπη) που έχει παρόμοια χαρακτηριστικά η οποία θα τείνει να συγκλίνει σε ένα σημείο ισορροπίας, το οποίο ενδέχεται να είναι διαφορετικό από το σημείο ισορροπίας κατά τη διαδικασία σύγκλισης μιας άλλης ορισμένης ομάδας χωρών (π.χ. Κεντρική Ευρώπη). Η θεωρία των ομάδων σύγκλισης (club convergence) είναι ιδιαίτερης σημασίας (η οποία δεν πρέπει να ταυτίζεται με την υπό συνθήκη β-σύγκλιση), διότι μπορεί να διαπιστώνεται σύγκλιση, αλλά μεταξύ τους οι ομάδες χωρών να αποκλίνουν.
Έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι το μοτίβο σύγκλισης, τείνει να διαφέρει διαχρονικά, για παράδειγμα υπήρχε ισχυρή υπό συνθήκη β-σύγκλιση μέχρι και το 1970 στις χώρες της ΕΕ, διακόπηκε την δεκαετία του 1980, συνεχίστηκε ξανά με την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος (Magrini, 2004). Η σ-σύγκλιση, είναι ένας εναλλακτικός τρόπος μέτρησης της σύγκλισης και μελετά τη διάρθρωση της κατανομή μιας μεταβλητής μεταξύ των χωρών. Στο παρακάτω γράφημα είναι εμφανείς οι 3 φάσεις που έχουν λάβει χώρα από το 1974 έως το 2008. Όσο πέφτει η τιμή της διασποράς (καθοδική τάση στη καμπύλη), λαμβάνει χώρα σ-σύγκλιση, αντίθετα όσο αυξάνεται η τιμή της διασποράς (ανοδική τάση στη καμπύλη) λαμβάνει χώρα απόκλιση.
Οι περισσότερες μελέτες και σε ό,τι έχουμε αναφερθεί μέχρι τώρα, αφορά το εθνικό επίπεδο, όμως αν εστιάσουμε σε περιφερειακό επίπεδο τα αποτελέσματα είναι αρκετά διαφορετικά. Από την συγκριτική ανάλυση της σ-σύγκλισης σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο για την περίοδο 2000-2015 (γράφημα 2) μπορούμε να εξάγουμε τα εξής δύο συμπεράσματα. Πρώτον, από την εισαγωγή του ευρώ η σύγκλιση μεταξύ των κρατών-μελών ήταν πολύ πιο έντονη σε εθνικό επίπεδο από ότι σε περιφερειακό και δεύτερον, η όποια σύγκλιση είχε λάβει χώρα σε περιφερειακό επίπεδο την περίοδο 2000-2009, από το ξέσπασμα της κρίσης εξανεμίστηκε. Με άλλα λόγια, την τελευταία 15ετία, οι περιφερειακές ανισότητες δεν παρουσιάζουν βελτίωση, άρα η οικονομική ολοκλήρωση δεν φαίνεται να έχει ευνοήσει όλο τον ευρωπαϊκό χώρο το ίδιο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η δυναμική σύγκλισης ήταν αρκετά αδύναμη στα κράτη μέλη, ιδιαίτερα μετά την κρίση. Χαρακτηριστικά, οι περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, είναι ακραίες περιπτώσεις αποκλίσεις χωρών, παρά το γεγονός ότι στο σύνολο τους επιβεβαιώνουν την υπόθεση της σύγκλισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό γίνεται ακόμα πιο εμφανές, αν κατέβουμε σε χαμηλότερη χωρική κλίμακα (από NUTS2-περιφέρειες σε NUTS3-νομοί). Είναι εμφανές ότι στις περισσότερες χώρες, οι 10% περισσότερο ανεπτυγμένοι νομοί, κατέγραψαν υψηλότερες τιμές μεγέθυνσης σε σύγκριση με τους 10% λιγότερο ανεπτυγμένους νομούς. Δηλαδή, οι πιο πλούσιες γίνονται πλουσιότερες με ταχύτερο βαθμό, άρα διευρύνεται το κενό με τις λιγότερο ανεπτυγμένες.
Συμπερασματικά, η πρωτεύουσα των χωρών φαίνεται να ανακηρύσσεται η «περιφέρεια πρωταθλητής», όπου τις περισσότερες φορές είναι υπεύθυνη για την βελτίωση της εθνικής εικόνας, ενώ οι υπόλοιπες περιφέρειες «μένουν πίσω» και δεν μπορούν να ακολουθήσουν τους ρυθμούς μεγέθυνσης.
Μία εξήγηση που δίνεται για αυτό το φαινόμενο, είναι ότι οι λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες δεν αξιοποιούν πλήρως τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, δεν επενδύουν στην καινοτομία, δεν έχουν γόνιμο μακροοικονομικό περιβάλλον, άρα το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να ακολουθήσουν το παράδειγμα των πιο πλούσιων περιφερειών και με λίγη βοήθεια από διαρθρωτικά κονδύλια, επενδυτικά κίνητρα και μεταρρυθμίσεις (πάσης φύσης) το πρόβλημα λύθηκε. Παραλείπεται όμως η έννοια της χωρικής εξάρτησης, όπου παρατηρείται μια μόνιμη γεωγραφική μεταφορά αξίας από την περιφέρεια στον ανεπτυγμένο κέντρο. Με άλλα λόγια, μια άλλη εξήγηση είναι ότι το κέντρο είναι υπεύθυνο για την υπανάπτυξη της περιφέρειας, είτε αφορά ΒορειοΚεντρική Ευρώπη (κέντρο) – ΝοτιοΑνατολική Ευρωπη (περιφέρεια), είτε αφορά Πρωτεύουσα (κέντρο) – υπόλοιπη χώρα (περιφέρεια). Το κέντρο θα εξάγει προϊόντα υψηλότερης ενσωματωμένης αξίας στις περιφέρειες, οι οποίες θα τροφοδοτούν το κέντρο με πρώτες ύλες και φτηνό εργατικό δυναμικό.
Κλείνοντας, η Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτηρίζεται στο εσωτερικό της από συγκρουόμενα συμφέροντα, παρά από αρμονία. Τα έθνη κράτη μάλλον δεν είναι μια καλή μονάδα ανάλυσης, καθώς το κεφάλαιο δεν έχει εθνικότητα. Άρα, μια ανάλυση με διεθνιστική προσέγγιση που δίνει έμφαση στην ενιαία φύση της παγκόσμιας οικονομίας, πιθανότατα να είναι πιο γόνιμη.
Αναφορές
-
Monfort, P. (2020). Convergence of EU regions redux–Recent trends in regional disparities. Working Papers. WP 02/2020.
- Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. (2020). Διεύρυνση της ΕΕ. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 16/01/2021.
- Alcidi, C. (2019). Economic integration and income convergence in the EU. Intereconomics, 54(1), 5-11.
- Borsi, M. T., & Metiu, N. (2015). The evolution of economic convergence in the European Union. Empirical Economics, 48(2), 657-681.
- Le Gallo, J., & Fingleton, B. (2014). Regional growth and convergence empirics. Handbook of regional science, 1, 291-315.
- Magrini, S. (2004). Regional (di) convergence. In Handbook of regional and urban economics (Vol. 4, pp. 2741-2796). Elsevier.
- Martin, R. (1999). The regional dimension in european public policy. Palgrave Macmillan UK.
-
Solow, R. M. (1956). A contribution to the theory of economic growth. The quarterly journal of economics, 70(1), 65-94.