16.5 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΑρχή τεκμαιρόμενης ευθύνης και υποκειμενική ευθύνη

Αρχή τεκμαιρόμενης ευθύνης και υποκειμενική ευθύνη


Της Χαράς Αναστασιάδου,

Στη σύγχρονη δικαστική πρακτική, το ενδιαφέρον περιστρέφεται γύρω από το αν υπάρχει ευθύνη στο πρόσωπο του εναγομένου, καθώς από αυτό θα εξαρτηθεί αν είναι άξιος προστασίας ή αν θα υποχρεωθεί να αποκαταστήσει το αποτέλεσμα της παράνομης συμπεριφοράς του. Βάση του ως άνω, αποτελεί το άρθρο 330 του Αστικού Κώδικα, όπου ορίζεται ότι: «Ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές». Το κρίσιμο της διάταξης είναι η έκφραση για κάθε αθέτηση, πράγμα που σημαίνει καθολικότητα για τις μη σύντομες ενέργειες ή παραλείψεις του αντισυμβαλομένου.

Στο παρόν άρθρο, το ενδιαφέρον θα εστιαστεί στη διάκριση της ευθύνης ανάλογα με το αν υπάρχει σύμβαση ή ενοχή εκ του νόμου, όπως η αδικοπραξια. Στις συμβάσεις υπάρχει η λεγόμενη τεκμαιρόμενη ευθύνη ή αλλιώς η νόθος αντικειμενική ευθύνη. Η αρχή pacta sund servanda (οι συμβάσεις πρέπει να τηρούνται) αποτελεί θεμελιώδη αρχή του Ενοχικού Δικαίου, καθώς ανέλαβε υποχρεώσεις και δεσμεύσεις, έτσι οφείλει να τις εκπληρώνει και αν αδυνατεί προς τούτο, να τις αποκαθιστά. Νόθος αντικειμενική ευθύνη σημαίνει ότι ο εναγόμενος του δικαστικού αγώνα ευθύνεται χωρίς να έχει σχετική υποχρέωση για απόδειξη ο ενάγων και αυτό γιατί η νομοθετική βούληση ήταν να προστατευθεί ο δανειστής της απαίτησης χωρίς να είναι στην δύσκολη θέση απόδειξης της παρανομίας, αφού αρκεί το γεγονός ότι συνήψαν σύμβαση. Με άλλα λόγια, ο οφειλέτης ευθύνεται σαν να είναι αντικειμενική η ευθύνη του, δηλαδή χωρίς να μας ενδιαφέρει η ύπαρξη πταίσματος (δόλου ή αμελείας) στο πρόσωπο του. Γι’ αυτό, όταν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του, ενεργεί τουλάχιστον με ελαφρά αφηρημένη αμέλεια (=απόκλιση από αυτό που κάνει ο μέσος συνετός οφειλέτης του κύκλου του, π.χ. ο μέσος συνετός πωλητής). Το τελευταίο βέβαια, δεν θέτει τον οφειλέτη σε οριστικά δυσμενή θέση, καθώς έχει τη δυνατότητα να ανταποδείξει ότι φέρθηκε με νόμιμο τρόπο, χωρίς να επιδείξει πταίσμα. Αν επιτευχθεί η ανταπόδειξη, τότε θα προστατευθεί και δεν υπάρχει ευθύνη στο πρόσωπο του.

Το ότι ο οφειλέτης μπορεί να αποκρούσει τον ψόγο που σχετίζεται με την ευθύνη του επιβεβαιώνεται από τα άρθρα 336 (αδυναμία παροχής) και 342 (υπερημερία οφειλέτη). Παράδειγμα για την πρώτη περίπτωση θα αποτελούσε το ότι προκλήθηκε πυρκαγιά, που δεν μπορούσε να περιοριστεί, προκειμένου να μην επέλθει ολική καταστροφή της οφειλόμενης παροχής, ενώ για την δεύτερη περίπτωση αν υπήρχε εύλογη αμφιβολία του οφειλέτη για την ύπαρξη ή μη του χρέους ή για το πρόσωπο στο οποίο οφείλει.

Πηγή εικόνας: enikonomia.gr

Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει αναφορά στην ευθύνη του πωλητή και του εκμισθωτή αντίστοιχα, όπως θεμελιώνεται βάσει των άρθρων 537 και 576-578, όπου η ευθύνη του οφειλέτη είναι πρωτογενής, δηλαδή ενέχεται για τον λόγο ότι υποσχέθηκε πως θα παράσχει συγκεκριμένη παροχή και στην περίπτωση που αυτή διαφέρει ή εμφανίσει κάποιο ελάττωμα, αυτό είναι αρκετό για να βρεθεί στην θέση να αποζημιώσει τον δανειστή / αντισυμβαλλόμενο του. Γενικώς, στις συμβάσεις ισχύει η δευτερογενής ευθύνη, δηλαδή αυτή που γεννάται μετά από μη εκπλήρωση της προηγούμενης πρωτογενούς  ενοχής (παροχής). Όμως, στις ως άνω περιπτώσεις εισάγεται εξαίρεση, διότι αρκεί το ότι ο δανειστής έδειξε εμπιστοσύνη στα όσα δήλωσε ο οφειλέτης. Ο οφειλέτης, εξάλλου, είναι αυτός που οργανώνεται επιχειρηματικά και οφείλει να πάσχει πράγματα που να ανταποκρίνονται σε αυτό που συνήθως διαφημίζει ή έστω σε αυτό το οποίο εγγυήθηκε.

Έχοντας πει αυτά, θα εξεταστεί τι ισχύει στην περίπτωση των αδικοπραξιών, όπου τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, καθώς η ευθύνη είναι υποκειμενική. Εδώ, οι ζημιωθείς και ζημιώσας δεν συνδέονται με κάποια προηγούμενη σχέση, αλλά μόνο εκ του λόγου ότι ο ζημιώσας φέρθηκε με τρόπο που αντιτίθεται στις επιταγές της έννομης τάξης. Μόνος ο χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος ως παράνομης δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί αδικοπρακτική ευθύνη για αποζημίωση. Έτσι, στην περίπτωση που εναχθεί αυτός που προκάλεσε τη ζημία, θα πρέπει ο ενάγων να αποδείξει την ευθύνη του, στηριζόμενη σε δόλο ή αμέλεια, για να επιτύχει την καταβολή αποζημίωσης υπέρ του, δείχνοντας ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά είχε την τάση να προκαλέσει την ζημία που επήλθε (χωρίς να εξειδικεύσει ποια ακριβώς συμπεριφορά επέφερε τη ζημία). Με άλλα λόγια και σε συσχέτιση με τα παραπάνω, δεν ισχύει η αρχή της τεκμαιρόμενης ευθύνης και το βάρος απόδειξης υπάρχει εξυπαρχής σε αυτόν που προέβη στην άσκηση της αγωγής.

Για παράδειγμα, σε ένα τροχαίο ατύχημα, αυτός που τραυματίστηκε ή/και υπέστη φθορά στην περιουσία του (αυτοκίνητο), όταν θα ενάγει αυτόν που το προκάλεσε, οφείλει να θεμελιώσει την παρανομία του σε υπαιτιότητά του. Δηλαδή, να πει ότι από απροσεξία δεν έλαβε υπόψη του το σήμα που του υπαγόρευε να σταματήσει, καθώς την στιγμή της οδήγησης μιλούσε στο τηλέφωνο του, με αποτέλεσμα να προκαλέσει ατύχημα.

Πηγή εικόνας: oikonomakislaw.com

Παρατηρείται, επομένως, πως στις αδικοπραξίες ο νομοθέτης ήθελε να προστατεύσει περισσότερο τον εναγόμενο ζημιώσαντα, και για τον λόγο αυτό δεν προέβλεψε την τεκμαρτή υπαιτιότητα στο πρόσωπό του. Το τελευταίο είναι εύλογο, καθώς τα δύο μέρη δεν δεσμεύθηκαν υπό το πρίσμα κάποιας σύμβασης, για να οφείλει να λάβει τα μέτρα του ο ζημιώσας, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα επλήττετο το άλλο μέρος.

Ως συμπέρασμα των ανωτέρω, αξίζει να αναφερθεί ένα παράδειγμα, στο οποίο υπάρχει συρροή ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, δηλαδή όταν μπορεί να διεκδικηθεί αποζημίωση στηριζόμενη και στις δύο βάσεις, αν ελλειπούσης της σύμβασης, η συμπεριφορά θα ήταν παράνομη ως αντίθετη στον νόμο ή στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη. Σε μια σύμβαση μίσθωσης, αν ο μισθωτής δεν κάνει χρήση των πραγμάτων με την απαιτούμενη επιμέλεια και λόγω αυτού ζημιώνει περιουσιακά την ξένη περιουσία του εκμισθωτή, ο τελευταίος μπορεί να αξιώσει προστασία και με βάση τη σύμβαση που συνήψαν (εξάλλου και άρθρο 594 και 599) και με τις διατάξεις για αδικοπραξία, για τον λόγο ότι το μίσθιο συνιστά ξένο πράγμα και δεν επιτρέπεται τρίτοι να το περιάγουν σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, όπως ορίζει η σχετική διάταξη του Ποινικού Κώδικα για τη φθορά ξένης ιδιοκτησίας (387ΠΚ). Ο ζημιωθείς, όμως, κατά πάσα πιθανότητα θα στραφεί με βάση τις διατάξεις της μίσθωσης, αφού στις συμβάσεις, όπως και η μίσθωση, η υπαιτιότητα του αντισυμβαλλομένου τεκμαίρεται.


Πηγές
  • Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Γεωργιάδης (σελ. 253 επ. και 692)
  • Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Γεωργιάδης (σελ. 650επ.)
  • curia.europa.eu , αρχή τεκμαιρόμενης ευθύνης
  • Greek Law, ζητήματα αδικοπραξιών
  • ΑΠ 1667/2009

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χαρά Αναστασιάδου
Χαρά Αναστασιάδου
Γεννήθηκε το 2000 στην πόλη της Καστοριάς, όπου διέμενε μέχρι να μετακομίσει στην Αθήνα για σπουδές. Διανύει το τρίτο έτος των σπουδών της στο τμήμα της Νομικής και ο τομέας δικαίου που την ενδιαφέρει περισσότερο, είναι αυτός του Ιδιωτικού Δικαίου. Από μικρή ηλικία , ασχολείται με τον αθλητισμό και ειδικότερα με την κωπηλασία. Της αρέσει να ταξιδεύει, να κάνει νέα πράγματα και να κυνηγά τα όνειρά της.