Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Το δεύτερο κύμα της πανδημίας στη χώρας μας δείχνει ν’ αποκλιμακώνεται, αν και με βραδείς ρυθμούς. Με τους ίδιους ρυθμούς υλοποιείται η επιστροφή στην κανονικότητα, κατά την προσφιλή έκφραση κυβερνητικών στελεχών και δημοσιογράφων. Οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες ανοιγοκλείνουν αναλόγως των εξελίξεων στο υγειονομικό μέτωπο: το εμπόριο από το καθεστώς των διαδικτυακών αγορών πέρασε σε αυτό των παραλαβών από το κατάστημα κατόπιν παραγγελίας και συνεννόησης, για να κλείσει και πάλι για δύο εβδομάδες και τελικά να ξανανοίξει με μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων από την προσεχή Δευτέρα, αλλά και πάλι με προϋποθέσεις που ακόμη δεν έχουν διασαφηνιστεί πλήρως. Παρομοίως και με τα κομμωτήρια και τα κέντρα αισθητικής που άνοιξαν για δύο εβδομάδες, έκλεισαν και ανοίγουν εκ νέου. Επίσης, ανακοινώθηκε η έναρξη της λειτουργίας της σχολικής εκπαίδευσης, αρχικά, ως πολιτική επιλογή καθότι η επιτροπή των λοιμωξιολόγων του Υπουργείου Υγείας δεν είχε συνεδριάσει καν, ώστε να καταλήξει σε εισήγηση επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Μετά από διχογνωμίες των ειδικών, επικυρώθηκε, τελικά, η έναρξη των δια ζώσης μαθημάτων πρώτου βαθμού, παραπέμφθηκε στο μέλλον, κι αναλόγως των εξελίξεων, το άνοιγμα του δεύτερου βαθμού, για να υπάρξει τελικά παραθυράκι για να επιτραπεί η φυσική παρουσία των μαθητών μόνο της Γ΄ Λυκείου. Ο κλάδος της εστίασης, δε, βρίσκεται σε κώμα με επιχειρηματίες κι εργαζομένους σε απόγνωση. Την ίδια στιγμή, η έναρξη του εμβολιασμού κατέστη επικοινωνιακό θέαμα και μόνο κατόπιν εορτής παρενέβη ο Πρωθυπουργός, όταν πλέον η ελληνική κοινωνία είχε αγανακτήσει να παρακολουθεί υπουργούς και συγγενείς κυβερνητικών στελεχών να φωτογραφίζονται με τη σύριγγα στο μπράτσο.
Είναι πασιφανές ότι δεν υπάρχει σαφής οδικός χάρτης εξόδου από την κρίση. Πορευόμαστε στη λογική «βλέποντας και κάνοντας» κι αυτή η αίσθηση της αβεβαιότητος που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία είναι ο μεγαλύτερο εχθρός κατά του κορωνοϊού. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει η αναγκαία πειθαρχία στα περιοριστικά μέτρα αν αυτά δεν αποτελούν το αναγκαίο «πικρό ποτήρι» για την επιστροφή στους συνήθεις ρυθμούς της ζωής μας, εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος. Αυτός ήταν κι ένας εκ των βασικών παραγόντων που συνετέλεσαν στην επιτυχή αντιμετώπιση του πρώτου κύματος. Ξέραμε ότι στα τέλη Μαΐου επανερχόμαστε -σε πολύ μεγάλο βαθμό- σε φυσιολογικούς ρυθμούς ζωής. Τώρα, έχοντας ήδη υποστεί σωματική, ψυχολογική, οικονομική κόπωση δεν ξέρουμε μέχρι πότε θα συνεχισθεί αυτή ανώμαλη κατάσταση. Τα ΜΜΕ βομβαρδίζουν συνεχώς την κοινή γνώμη με δυσάρεστα μηνύματα και στοχοποιούν διάφορες κοινωνικές ομάδες ως ένοχες για τις αρνητικές εξελίξεις. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο ήταν οι νέοι που διασκέδαζαν και οι επιχειρηματίες της εστίασης που «ήθελαν να βγάλουν τα σπασμένα της πρώτης καραντίνα αδιαφορώντας για τη δημόσια υγεία». Μετά ήταν η Εκκλησία και οι πιστοί. Κατόπιν ο εμπορικός κόσμος και αυτοί που ήθελαν να επισκεφτούν ένα φιλικό σπίτι τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Αύριο θα είναι οι γονείς των μικρών μαθητών που δεν θα τηρούν τις αποστάσεις όταν τους παίρνουν από το σχολείο. Υποψήφιοι αποδιοπομπαίοι τράγοι, επίσης, είναι οι επαγγελματίες και οι καταναλωτές που δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν με υπευθυνότητα των άνοιγμα του λιανεμπορίου.
Σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχουν για την κατάσταση αυτή και ορισμένοι εκ των επιστημόνων που διαθέτουν δημόσιο βήμα. Με απόλυτο σεβασμό στις γνώσεις και στην προσφορά τους, θα πρέπει κάποια στιγμή ν’ αντισταθούμε όχι μόνο στη συνωμοσιολογία που αρνείται τα επιστημονικά κι εμπειρικά δεδομένα, αλλά και στο τσουβάλιασμα κάθε λογικής και σοβαρής κριτικής μαζί με «ψεκασμένες» θεωρίες μόνο και μόνο, επειδή επιμένει να προσεγγίζει με κριτικό πνεύμα τις δράσεις ανθρώπων που αποφασίζουν για το μέλλον μας. Ουδείς βρίσκεται υπεράνω κριτικής και είναι γεγονός ότι υπάρχουν σήμερα προβεβλημένοι από τον τύπο επιστήμονες των οποίων οι δημόσιες τοποθετήσεις χαρακτηρίζονται από έλλειψη ενσυναίσθησης, περιφρόνηση των λοιπών παραμέτρων της πανδημίας και μια έντονη ανάγκη αυτοπροβολής. Αλήθεια πιστεύουν κάποια στα σοβαρά ότι με τον τρόπο αυτό θα συνετίσουν τους πολίτες; Θα βρει ο κόσμος το κουράγιο να συνεχίσει να υπομένει την περιστολή βασικών δικαιωμάτων του και την οικονομική δυσπραγία για ν’ ακούσει στο τέλος της ημέρες ότι πάλι κάτι δεν έκανε σωστά και ότι δεν υπάρχει ένα σαφές χρονοδιάγραμμα εξομάλυνσης της κατάστασης; Μήπως, όταν κάποιος μεμονωμένος ασθενής καλείται να δώσει μάχη για τη ζωή του, ο ιατρός συμπεριφέρεται ως παλαιάς κοπής επιλοχίας που συνεχώς τον επιπλήττει και του βάζει αγγαρείες;
Δυστυχώς, φαίνεται ότι και στην υγειονομική κρίση οι ιθύνοντες κάνουν τα ίδια λάθη με αυτά που έκαναν οι αντίστοιχη στην οικονομική. Λάθη, τα οποία είχαν αποφευχθεί στο πρώτο κύμα. Το βασικότερο είναι η ψυχική απόσταση από την κοινωνία, η επικράτηση αισθήματος ματαιότητας και η εμπέδωση της αίσθησης ότι ο ρόλος των δημοκρατικά εκλεγμένων αντιπροσώπων του καθίσταται εν πολλοίς διεκπεραιωτικός. Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι η Επιτροπή του Υπουργείου Υγείας μελετά τα στοιχεία και εισηγείται στην κυβέρνηση μέτρα. Δεν κυβερνά. Η κυβέρνηση οφείλει να λαμβάνει αποφάσεις βασισμένη στις εισηγήσεις των ειδικών μιας και η αντιμετώπιση της πανδημίας αποτελεί το πρωτεύον, αλλά ο ρόλος της δεν είναι να «παίρνει χαρτάκι», κατά την ποδοσφαιρική ορολογία. Οι παράμετροι που οφείλει να λαμβάνει υπόψη της κατά την άσκηση πολιτικής είναι πολλοί και οφείλει σήμερα να συγκροτήσει δομές, οι οποίες κατέθεσαν απόψεις για την αντιμετώπιση και των παρεπόμενων συνεπειών της πανδημίας και θα προτείνουν λύσεις που θ’ ανακουφίζουν από τις πληγές που προκαλούν τα σκληρά περιοριστικά μέτρα. Ουσιαστική ψυχολογική στήριξη των πολιτών, ειδικά των ψυχικά νοσούντων. Εντοπισμός κι επέμβαση για την αποτροπή και τον κολασμό φαινομένων ενδοοικογενειακής βίας. Προτεραιότητα στην προσπάθεια πλήρους επαναφοράς της δια ζώσης εκπαίδευσης, αντί για προκλητικές θριαμβολογίες για την τηλεκπαίδευση που ενέτεινε τις ανισότητες πρόσβασης στην εκπαίδευση. Κομβικής σημασίας, φυσικά, είναι και η ουσιαστική, έμπρακτη στήριξη της οικονομίας με πόρους κι εκπόνηση στρατηγικού σχεδιασμού ανοίγματος των περισσοτέρων, αν όχι όλων, των δραστηριοτήτων της μέχρι τον Ιούνιο.
Η κυβέρνηση πρέπει επιτέλους να συγκεκριμενοποιήσει τους όποιους σχεδιασμούς της και ν’ αντιληφθεί ότι η κατάσταση στην ελληνική κοινωνία είναι οριακή. Φαιδρότητες, όπως η αύξηση του προστίμου γι΄αυτούς που κυκλοφορούν ασκόπως, προκαλούν οργή και προδίδουν βαθύτατη υποτίμηση της κοινής γνώμης. Τελικά, ας σκεφτούν οι κυβερνώντες πώς επιθυμούν να τους φερθεί η Ιστορία…