Του Νίκου Παπάζογλου,
Στις 14 του Σεπτέμβρη του 1814, τρεις φίλοι Έλληνες που ζούσαν στην Οδησσό της Ρωσίας, παρακινημένοι από τη φλόγα να δουν την πολυπόθητη και πολυχρονεμένη αιχμάλωτη πατρίδα τους ελεύθερη, ιδρύουν μια μυστική εταιρεία με μοναδικό σκοπό την απελευθέρωση του γένους τους από τον τουρκικό ζυγό. Το όνομά της: Φιλική Εταιρεία. Οι τρεις πρώτοι ιδρυτές-φίλοι είναι ο Εμμανουήλ Ξάνθος, Αθανάσιος Τσακάλωφ και Νικόλαος Σκουφάς, ο οποίος όμως, πέθανε τον Ιούλιο του 1818 χωρίς να προλάβει να δει τι θα απογίνουν οι σπόροι για το βλαστό της ελευθερίας του γένους που ρίξανε. Στη συνέχεια, προστέθηκαν και άλλοι σημαντικοί Έλληνες και φιλέλληνες των Βαλκανίων. Η Εταιρεία έπαιρνε εντολές από την «Αόρατο Αρχή», μια επινόηση των ιδρυτών της, που λειτουργούσε ως κινητήρια δύναμη να ξεσηκωθούν οι Έλληνες κατά της Τουρκιάς.
Με τον καιρό όμως, έπρεπε να αποκαλυφθεί η Αόρατος Αρχή και να δώσει το εναρκτήριο σύνθημα. Ο πρώτος υποψήφιος ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας, Έλληνας από την Κέρκυρα και υπουργός εξωτερικών του τσάρου της Ρωσίας, με σεβαστό και διάσημο όνομα στο χώρο της Ευρώπης. Ο Εμμανουήλ Ξάνθος τον πλησίασε μυστικά το Φεβρουάριο του 1820 στην Πετρούπολη, για να του μεταφέρει την πρόταση της αρχηγίας του επαναστατικού αγώνα. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε την πρόταση αιτιολογώντας πως αυτό θα σήμανε ρήξη μεταξύ της Τουρκίας με τη Ρωσία σε περίοδο σταθερής ουδετερότητας και αναστάτωσης στα κράτη της Ιερής συμμαχίας, που έβλεπε με εχθρότητα κάθε επαναστατική κίνηση που θα δημιουργούσε ταραχές. Τέλος, ο φόβος για αιματηρές συνέπειες στην περίπτωση της καταστολής από τους Τούρκους κατά των υποκινητών, αλλά και των αθώων συμπεριλήφθηκε στην άρνηση του Έλληνα υπουργού.
Η εταιρεία τότε προχώρησε προς τον πρίγκιπα Υψηλάντη. Πρόκειται για τον υπασπιστή του Τσάρου και γιο του ηγεμόνα της Βλαχίας και Μολδαβίας Κωνσταντίνο Υψηλάντη που είχαν διωχθεί από την Πόλη και έγιναν πρόσφυγες στη Ρωσία. Σαν Έλληνας κι αυτός και παρά τα αξιώματα και τις ανέσεις που το πρόσφερε η θέση του, η καρδιά του πονούσε για το έθνος και τη μακραίωνη σκλαβιά του. Όταν του έγινε η πρόταση για να αναλάβει την αρχηγία του επαναστατικού αγώνα, απάντησε αμέσως καταφατικά χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες για το αξίωμά του, παρά μόνο να ξανά ανασάνει η υπόδουλη Ελλάδα. Ο Ξάνθος κανόνισε για να υπογραφεί το πρακτικό της ανάληψης της αρχηγίας και από τις 12 Απριλίου του 1820, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανέλαβε επίσημα να ανοίξει την αυλαία του πολέμου. «Ὁ ἀποσταλείς (Ξάνθος), εὑρὠν τόν Ὑψηλάντην πρόθυμον νά τήν προσυπογράψῃ, τόν ἐχειροτόνησεν ἐπίτροπον τῆς Ἀρχῆς·». Τον Μάιο ή Ιούνιο επισκέφτηκε μυστικά τον Καποδίστρια στο Υπουργείο Εξωτερικών και ο τελευταίος τον ενθάρρυνε και τον συμβούλεψε.
Έτσι σύντομα, ξεκίνησαν οι διαδικασίες για τον ηθικό, υλικό και στρατιωτικό-στρατηγικό εφοδιασμό. Ο τόπος που είχε προτοαναφερθεί ήταν η κυρίως Ελλάδα και συγκεκριμένα, η Πελοπόννησος, καθώς το κλίμα εκεί ήταν κατάλληλα προετοιμασμένο. Όμως, ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, φίλος του Αλεξάνδρου, ανέφερε στον πρίγκιπα, πως οι πληροφορίες που του έδωσαν για την κατάσταση στην Πελοπόννησο να αρχίσει ο αγώνας από κει, ήταν εσφαλμένες. Ο Ιωάννης πρότεινε τη Μολδοβλαχία με σκοπό να προκαλέσουν αντιπερισπασμό και να στείλουν μεγάλο μέρος των δυνάμεών τους οι Τούρκοι, έτσι ώστε να γίνει πιο εύκολη η έκρηξη και στην Πελοπόννησο. Έτσι και αποφασίστηκε. Ο Υψηλάντης βρέθηκε στο Ιάσιο το Φεβρουάριο του 1821.
Την 21η Φεβρουαρίου έγινε η πρώτη ένοπλη σύγκρουση Ελλήνων και Τούρκων στο Γαλάτσι με νίκη υπέρ των επαναστατημένων. Η μάχη όμως, προκάλεσε δυσπιστία στους ντόπιους πληθυσμούς για την επανάσταση των Ελλήνων και επικρατούσε μια επιφυλακτικότητα για τις συνέπειες που θα είχαν σε περίπτωση υπεροχής των τουρκικών δυνάμεων έναντι των επαναστατών.
Ο Υψηλάντης αφουγκραζόμενος τις φοβίες τους, θέλησε να τους καθησυχάσει και εξέδωσε στις 23 του Φλεβάρη μια προκήρυξη προς τους Μολδαβούς λέγοντας «Η Γραικία ὕψωσεν…τάς σημαίας…ζητούσα την ἐλευθερίαν της…»
Ενώ την επομένη, θα προβεί σε μια δεύτερη προκήρυξη που θα μείνει γνωστή στην ιστορία με τον τίτλο «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος». Ο λόγος της παρακινεί κάθε Έλληνα σε κάθε γωνιά της Ευρώπης να πάρει τα όπλα και να μιμηθεί τους λαούς που πολέμησαν για την ελευθερία τους. Αποσπασματικά γράφει τα εξής:
«Ή ὥρα ἧλθεν, ὧ Ἄνδρες Ἔλληνες!…Οἱ ἀδελφοί μας καί φίλοι μάς εἶναι πανταχοῦ ἕτοιμοι… ἡ Πατρίς μᾶς προσκαλεῖ!… Ἡ Εὐρώπη προσηλώνουσα τούς οφθαλμοῦς της είς ἡμᾶς ἀπορεῖ διά τήν ἀκινησίαν μας…θέλει θαυμάσῃ τάς ἀνδραγαθίας μας…οἱ δέ τύραννοι ἡμῶν τρέμοντες…ἡμεῖς εἴμεθα Εὔελπεις, νά ἐπιτύχωμεν…Εἰς τήν φωνήν της Σάλπιγγος μας ὅλα τά παράλια τοῦ Ἰονίου καί Αἰγαίου πελάγους θέλουσιν ἀντιχήσῃ· τά Ἐλληνικά πλοῖα…νά πολεμῶσι…Ποία Ἐλληνική ψυχή θέλει ἀδιαφορήσῃ είς τήν πρόσκλησιν τῆς Πατρίδος; Ἡ θεία πρόνοια ὦ φίλοι Συμπατριῶται, εύσπλαχνεισθεῖσα πλέον τάς δυστυχίας μας ηὐδόκησεν οὕτω τὰ πράγματα, ὥστε μὲ μικρὸν κόπον θέλομεν ἀπολαύσῃ μὲ τὴν ἐλευθερίαν πᾶσαν εὐδαιμονίαν…Στρέψατε τοὺς ὀφθαλμούς σας, ὦ συμπατριῶται! καὶ ἴδετε τὴν ἐλεεινήν μας κατάστασιν·… Εἶναι καιρὸς νὰ ἀποτινάξωμεν τὸν ἀφόρητον τοῦτον ζυγόν, νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν Πατρίδα, νὰ κρημνίσωμεν ἀπὸ τὰ νέφη τὴν ἡμισέληνον, διὰ νὰ ὑψώσωμεν τὸ σημεῖον δι᾿ οὗ πάντοτε νικῶμεν, λέγω τὸν Σταυρόν… Ἂς κινηθῶμεν λοιπὸν μὲ ἓν κοινὸν φρόνημα, οἱ πλούσιοι ἂς καταβάλωσιν μέρος τῆς ἰδίας περιουσίας, οἱ ἱερoὶ ποιμένες ἂς ἐμψυχώσωσι τὸν λαὸν μὲ τὸ ἴδιόν των παράδειγμα, καὶ οἱ πεπαιδευμένοι ἂς συμβουλεύσωσιν τὰ ὠφέλιμα. Οἱ δὲ ἐν ξέναις αὐλαῖς ὑπουργοῦντες στρατιωτικοὶ καὶ πολιτικοὶ ὁμογενεῖς, ἀποδίδοντες τὰς εὐχαριστίας εἰς ἣν ἕκαστος ὑπουργεῖ δύναμιν…Ἡ Πατρὶς θέλει ἀνταμείψῃ τὰ εὐπειθῆ καὶ γνήσιά της τέκνα μὲ τὰ βραβεῖα τῆς δόξης καὶ τιμῆς·… Ἂς καλέσωμεν λοιπὸν ἐκ νέου, ὦ ἀνδρεῖοι, καὶ μεγαλόψυχοι Ἕλληνες, τὴν ἐλευθερίαν εἰς τὴν κλασικὴν γῆν τῆς Ἑλλάδος. Ἂς συγκροτήσωμεν μάχην μεταξὺ τοῦ Μαραθῶνος καὶ τῶν Θερμοπυλῶν. Ἂς πολεμήσωμεν εἰς τοὺς τάφους τῶν Πατέρων μας…Τὸ αἷμα τῶν τυράννων εἶναι δεκτὸν εἰς τὴν σκιὰν τοῦ Ἐπαμινώνδου Θηβαίου, καὶ τοῦ Ἀθηναίου Θρασυβούλου, οἵτινες κατετρόπωσαν τοὺς τριάκοντα τυράννους· εἰς ἐκείνας τοῦ Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος, οἱ oπoίoι συνέτριψαν τὸν Πεισιστρατικὸν ζυγόν· εἰς ἐκείνην τοῦ Τιμολέοντος ὅς τις ἀπεκατέστησε τὴν ἐλευθερίαν εἰς τὴν Κόρινθον καὶ τὰς Συρακούσας, μάλιστα εἰς ἐκείνας τοῦ Μιλτιάδου καὶ Θεμιστοκλέους τοῦ Λεωνίδου καὶ τῶν Τριακοσίων, οἵτινες κατέκοψαν τοσάκις τοὺς ἀναριθμήτους στρατοὺς τῶν βαρβάρων Περσῶν…
Εἰς τὰ ὅπλα λοιπόν, φίλοι, ἡ Πατρὶς μᾶς προσκαλεῖ!
Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης
Τῇ 24ῃ τοῦ Φεβρουαρίου 1821
Εἰς τὸ γενικὸν στρατόπεδον τοῦ Ἰασίου»
Το κείμενο συντάχθηκε στο Κισνόβιο από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, Γεώργιο Τυπάλδο Κοζάκη και λοιπούς λόγιους. Με αυτό, ο Υψηλάντης καλεί τους απανταχού Έλληνες να επαναστατήσουν. Με τα βλέμματα της Ευρώπης στραμμένα επάνω τους και με πίστη στο Θεό, η νίκη τους θα είναι εξασφαλισμένη, καθώς αγωνίζονται από τον ευγενή σκοπό της ελευθερίας της Πατρίδος. Πλούσιοι, φτωχοί, ιερείς και απλοί πολίτες πρέπει να κάνουν, ο καθένας από το μετερίζι τους, το καλύτερο που μπορούν για να τελεσφορήσει ο αγώνας τους. Ο τύραννος, που τόσο υπέφεραν κάτω από το ζυγό του, θα λυγίσει μπροστά στη σιδηρά πυγμή τους και το ακατάβλητο θάρρος τους, το οποίο ισχυροποιείται από το πνεύμα των ηρωικών προγόνων τους, των οποίων πρέπει να φανούν αντάξιοι και να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων.
Με αυτήν την προκήρυξη, το Ελληνικό Έθνος επισημοποιεί την επανάσταση του κατά του οθωμανικού ζυγού και ανοίγει ένα δρόμο με δύο μόνο πιθανούς τερματισμούς: την ελευθερία των ομογενών τους ή τον θάνατο και του τελευταίου αγωνιστή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό Έργο (1975) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. ΙΒ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- Κ. Βακαλόπουλος (2009), Νεοελληνική Ιστορία. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Οίκος Αφών Κυριακίδη,
- Σ. Τρικούπη (1861), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τομ. Α, Λονδίνο