Της Γεωργίας Βέλμαχου,
Η ψυχολογία είναι ένας τομέας ιδιαίτερα εξελίξιμος, ο οποίος έχει πολλούς υποκλάδους. Ένας από αυτούς είναι η κοινωνική ψυχολογία, ένας ιδιαίτερος κλάδος που μελετά τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις συμπεριφορές, τις προθέσεις και του στόχους των ανθρώπων. Η κοινωνική ψυχολογία για να κατασκευάσει τις θεωρίες της κάνει χρήση πειραμάτων. Ένα από τα πιο δημοφιλή πειράματά της, ήταν της Φυλάκισης του Stanford, με σκοπό να κατανοηθεί η ζωή στη φυλακή, όπως και οι ψυχολογικές επιπτώσεις που φέρει αυτή. Όμως, ένας ρόλος μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να ξεχάσει ποιος είναι;
Το πείραμα
Επικεφαλής του πειράματος ήταν ο Philip Zimbardo, ψυχολόγος και ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου του Stanford στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Ιδιαίτερα γνωστός έγινε μέσω του πειράματος. Η πρωτοβουλία του να ασχοληθεί με ένα τέτοιου είδους πείραμα γεννήθηκε από τα πολλαπλά βίαια περιστατικά στο χώρο των εθνικών φυλακών. Ήθελε να ερευνήσει τον λόγο πρόκλησης, αλλά και να δώσει ένα αίσθημα «λύτρωσης» στους φυλακισμένους και στους δεσμοφύλακες. Έτσι, λοιπόν, κατασκευάστηκε μια προσομοίωση «φυλακής», με κελιά, εσωτερική αυλή, γραφεία προσωπικού και κελί απομόνωσης. Οι ερευνητές έλαβαν συμβουλές, από έναν πρώην κατάδικο, αλλά και από το προσωπικό των φυλακών, για να είναι όσο το δυνατόν πιο πραγματική η φυλακή.
Οι συμμετέχοντες
Για αρχή, εκδόθηκε αγγελία στον τύπο, όπου ο Zimbardo ζητούσε 24 άντρες φοιτητές ψυχολογίας, ως εθελοντές, για να συμμετάσχουν στο πείραμα, αμειβόμενοι με 15$ την ημέρα. Η διάρκεια του πειράματος θα ήταν μία έως δύο εβδομάδες. Οι αιτήσεις ήταν πάρα πολλές. Όσοι επελέγησαν χωρίστηκαν με τυχαία επιλογή σε δύο ομάδες με 12 άτομα εκάστη. Έπρεπε, κανένας να μην έπασχε από κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα και φυσικά, να είχε καθαρό ποινικό μητρώο. Οι κανόνες ήταν σαφείς. Οι φυλακισμένοι θα κρατούνταν υπό αυστηρότητα. Ήταν υποχρεωμένοι να διατηρούν τα κελιά τους καθαρά, να συμμετέχουν σε όλες τις δραστηριότητες, να τρώνε συγκεκριμένες ώρες, να μην καταστρέφουν τίποτα και να συμπεριφέρονται ακριβώς σαν να ήταν φυλακισμένοι, χωρίς ποτέ να αναφερθούν στο πείραμα. Οι δεσμοφύλακες από την άλλη, έπρεπε να επιβάλλουν την τάξη και την πειθαρχία. Είχαν το δικαίωμα να «δημιουργήσουν» αδυναμία στους κρατούμενους, ενώ τους παραδόθηκαν σφυρίχτρες και γκλομπ, για να επιβάλλουν την τάξη. Ωστόσο, απαγορευόταν ρητά να ασκήσουν βία, για οποιονδήποτε λόγο.
Έναρξη Πειράματος
Η διαδικασία ξεκίνησε υπό τη συνθήκη ρεαλιστικής σύλληψης και φυλάκισης. Για την ακρίβεια, στις 14 Αυγούστου 1971, τα άτομα συνελήφθησαν στα σπίτια τους στις 9.55 π.μ. από αστυνομικούς της Palo Alto. Οδηγήθηκαν στη φυλακή με την κατηγορία σε κάποιους για «διάρρηξη» και σε άλλους για «ένοπλη ληστεία». Στο κρατητήριο ακολουθεί η τυπική διαδικασία, άνοιγμα φακέλου, δακτυλικά αποτυπώματα και στο τέλος τους δένουν τα μάτια και τους οδηγούν στις ειδικές κατασκευασμένες φυλακές του Stanford. Εκεί, τους φορέθηκε ένα φουστάνι με έναν αριθμό, με σκοπό την πλήρη ταπείνωση των κρατούμενων. Τέλος, στον αστράγαλό τους έδεσαν μια αλυσίδα, προκειμένου να χαθεί το παραμικρό αίσθημα ελευθερίας.
Η διαδικασία
Όπως προαναφέρθηκε, η διαδικασία θα διαρκούσε δυο εβδομάδες. Ωστόσο, λόγω της τρομακτικής τροπής της κατάστασης, διακόπηκε την 6η μέρα. Σε πρώτη φάση, η εγκατάστασή τους κύλησε ομαλά. Στη συνέχεια, πολλοί φυλακισμένοι εξεγέρθηκαν, εξαιτίας της κακομεταχείρισης από τους δεσμοφύλακες. Αυτή η συμπεριφορά οδήγησε τους δεσμοφύλακες στη χρήση της στρατηγικής του «διαίρει και βασίλευε». Οι ακραία βιαιότητα και οι προσβολές πυροδότησαν την διακοπή του πειράματος. Είναι σημαντικό να αναφερθεί, πως οι κρατούμενοι κατά την παραμονή τους στην φυλακή περιέγραφαν πως η ταυτότητά τους είχε εξαφανισθεί εντελώς, ενώ οι δεσμοφύλακες αισθάνονταν πως μετατράπηκαν σε κτήνη, που το μόνο που ήθελαν, ήταν να βασανίζουν τους κρατούμενους.
Ευρήματα
Τα αποτελέσματα του πειράματος ήταν «τρομακτικά», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Zimbardo με την ομάδα του. Είναι απίστευτο πόσο γρήγορα μετατρέπεται το άτομο σε απάνθρωπο oν. Οι δεσμοφύλακες απολάμβαναν τη βαναυσότητα και την κτηνώδη συμπεριφορά τους, ενώ οι φυλακισμένοι έγιναν δουλοπρεπείς, απανθρωποποιημένα ρομπότ. Αυτά τα ευρήματα αναίρεσαν την ισχύ των ανθρώπινων αξίων, η ταυτότητα του ατόμου αμφισβητήθηκε και βγήκε στο προσκήνιο η σκοτεινή και παθολογική φύση τους ανθρώπου. Αποδείχθηκε πως ο άνθρωπος μπορεί με μεγάλη ευκολία να μετατραπεί σε «αντικείμενο εκμετάλλευσης», όπως, επίσης, αποδείχθηκε ότι με ευκολία μπορεί κάποιος να προβεί σε «κατάχρηση εξουσίας» για την ικανοποίηση των σαδιστικών τάσεων του.
Ο Zimbardo κατηγορήθηκε για καταπάτηση των κανόνων δεοντολογίας, επιτρέποντας τέτοιου είδους συμπεριφορές, αλλά και λόγω ανεπαρκούς ενημέρωσης των συμμετεχόντων, καθώς ούτε ο ίδιος γνώριζε τι θα επέλθει. Ωστόσο, το πείραμα μας γεννά το ερώτημα «άνθρωπος γεννιέσαι ή γίνεσαι;». Ο άνθρωπος αποτελεί μια πολύπλευρη και πολύπλοκη οντότητα. Οι συνθήκες, τις οποίες βιώνουμε, μας μετατρέπουν και είναι πολύ πιθανό να εμφανίσουμε στοιχεία του εαυτού μας που δεν φανταζόμασταν ποτέ ότι διαθέτουμε. Άνθρωπος γεννιέσαι. Όμως, το αν εσύ διατηρήσεις αμετάβλητο αυτό το χαρακτηριστικό, βρίσκεται στην ανθεκτικότητα που διαθέτεις, ώστε να μην επηρεάζεσαι από τους κοινωνικούς παράγοντες και τις συνθήκες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Hogg. M., Vaughan. G., (2010), Κοινωνική Ψυχολογία, Εκδόσεις Gutenberg
- Κοκκινάκη Φ., (2006), Κοινωνική Ψυχολογία: Εισαγωγή στη Μελέτη της Κοινωνικής Συμπεριφοράς, Εκδόσεις Τυπωθήτω
- Psychology Now Team, (2014), «Το πείραμα του Stanford, του Philip Zimbardo», www.psychologynow.gr