Του Γιώργου Δαλακούρα,
Το πέρασμα στον 4ο προχριστιανικό αιώνα για την πόλιν των Λακεδαιμονίων αποτελούσε αδιαμφισβήτητα μία μεταβατική εποχή. Η Σπάρτη, μετά τη νίκη της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.), αναδείχθηκε σε ηγεμονεύουσα δύναμη μεταξύ των ελληνίδων πόλεων-κρατών. Η κυριαρχία της απλώθηκε από άκρη σε άκρη του ελληνικού χώρου και η νικητήρια δύναμη πέρασε μία φάση εξωτερίκευσης της πολιτικής της, παραμερίζοντας ως ένα βαθμό τον αυστηρά εσωστρεφή χαρακτήρα της. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, έλαβε χώρα η συνωμοσία του Κινάδωνα (399/8 π.Χ.), ένα ιδιαίτερο συμβάν στην ιστορική πορεία της Σπάρτης.
Προτού παρουσιαστεί το ζήτημα, είναι σημαντικό, να γίνουν ορισμένες επισημάνσεις περί της οργάνωσης και της λειτουργίας της πελοποννησιακής πόλης-κράτους.
Το πολίτευμα της Σπάρτης ήταν μεικτό, υπό την έννοια, ότι συνδύαζε αρχές από κάθε γνωστό πολιτειακό τρόπο οργάνωσης της αρχαιότητας (διπλή βασιλεία, πέντε έφοροι, γερουσία, στρατιωτική λαϊκή συνέλευση). Οι Πέντε Έφοροι είχαν αναδειχθεί, με τον καιρό, ως ο κεντρικός πυλώνας και η κορωνίδα του πολυσύνθετου αυτού πολιτικού σχηματισμού. Ο πληθυσμός διακρινόταν σε τρεις ευδιάκριτες κοινωνικές ομάδες: τους ὁμοίους, δηλαδή τους Σπαρτιάτες πολίτες, οι οποίοι στρατεύονταν και κατείχαν έγγειο ιδιοκτησία και την ήλεγχαν, ενώ ήταν και οι μόνοι που είχαν δικαίωμα συμμετοχής στη λαϊκή συνέλευση, τους περιοίκους, οι οποίοι δεν είχαν πλήρη δικαιώματα, και τους εἴλωτες, τους προδωρικούς εκείνους πληθυσμούς, οι οποίοι είχαν υποπέσει σε ειδικό καθεστώς δουλείας. Ανάμεσα στις δύο τελευταίες ομάδες, υπήρχαν οι νεοδαμώνες, οι υπομείωνες και οι μόθακες, οι οποίοι, επίσης, δεν είχαν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ιδιότητα των ομοίων. Οι όμοιοι δεν αποτελούσαν την πλειοψηφία της πόλεως, αλλά η επιρροή και η ισχύς τους ξεπερνούσε κάθε όριο. Έτσι, οι λοιπές κοινωνικές ομάδες κυβερνούνταν ουσιαστικά από αυτούς, καθώς μόνον αυτοί μπορούσαν να λαμβάνουν τις αποφάσεις και να κατέχουν τη γη.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, φθάνει στους Πέντε Εφόρους μία πληροφορία, κατά την οποία επρόκειτο να ξεσπάσει επαναστατικό κίνημα εντός της πολιτείας, ώστε να ανατραπεί η καθεστηκυία τάξη. Υποκινητής αυτού ήταν ο Κινάδων, ένας νέος άνδρας, ο οποίος δεν άνηκε στο σώμα των πολιτών. Δεν είναι ξεκάθαρο σε ποια ομάδα άνηκε ο ίδιος, αλλά, μάλλον, είχε υποπέσει από την τάξη των ομοίων. Δεν φαίνεται, ωστόσο, να εντασσόταν σε καθεστώς δουλείας, λόγω των χαρακτηριστικών του. Γνώριζε γραφή, επομένως συμμετείχε στην Αγωγή, την επίσημη μορφή εκπαίδευσης των Σπαρτιατών και εργαζόταν για τους Εφόρους και την πολιτεία, ασκώντας καθήκοντα, μάλλον, αστυνομικού χαρακτήρα. Επομένως, πρέπει να άνηκε σε κάποια ενδιάμεση κοινωνική ομάδα την εποχή εκείνη.
Ο Κινάδων είχε ανεβάσει τον καταδότη σε ένα ψηλό σημείο της πόλης και του έδειξε τους ομοίους. Του είπε πως αυτοί είναι, στην πραγματικότητα, οι δικοί του εχθροί, όχι όσοι δεν ανήκουν σε αυτό το σώμα. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός, πως η ολιγανθρωπία στη Σπάρτη ήταν εμφανής, καθώς οι δύο συνομιλητές μπορούσαν να μετρήσουν πόσοι ανήκαν στους πολίτες (βασιλείς, γερουσιαστές, έφοροι και άλλοι περίπου σαράντα άνδρες). Πάνω από τέσσερις χιλιάδες ήταν αυτοί οι οποίοι εντάσσονταν στις υποομάδες και θα μπορούσαν να συμμετάσχουν στην πραξικοπηματική κίνηση, που οργανωνόταν.
Κοντά στον Κινάδωνα ήταν και ο μάντης Τισαμενός. Αυτός καταγόταν από την Ήλιδα. Φαίνεται πως και αυτός είχε ενταχθεί στους ομοίους επί της εποχής των Περσικών Πολέμων, αλλά πλέον είχε υποβιβαστεί σε κάποια άλλη κοινωνική τάξη· για αυτό, συνεργάστηκε με τον πρώτο.
Οι Έφοροι, αφού έλαβαν γνώση των όσων συνέβαιναν, αντελήφθησαν πως δεν επρόκειτο για μία απλή εξέγερση, αλλά για ένα καλά οργανωμένο κίνημα ανατροπής του πολιτεύματος και αναπροσαρμογής των κοινωνικών ομάδων, με όσα αυτό συνεπάγεται (π.χ. αναδασμός, ευρύτερη συμμετοχή περισσοτέρων στη συνέλευση κ.α.). Έτσι, έδρασαν άμεσα, δίχως να ενημερώσουν τη συνέλευση ή τη γερουσία.
Οι Πέντε Έφοροι έστειλαν τον Κινάδωνα στον Αυλώνα, δήθεν να φέρει ορισμένους είλωτες ενώπιον αυτών. Η αποτελούμενη από λίγους άνδρες φρουρά, που τον συνόδευε, μόλις απομακρύνθηκαν από τη Σπάρτη, τον συνέλαβαν και τον ανάγκασαν να ομολογήσει τα ονόματα όσων μετείχαν στο κίνημα. Ο Κινάδων τα αποκάλυψε και επέστρεψαν στην πόλη. Εκεί, κατόπιν ανακρίσεως από τους Εφόρους, ο νεαρός ανέφερε, ότι δεν επιθυμούσε να είναι κατώτερος από κανέναν στη Σπάρτη. Αυτός ήταν ο λόγος της συνωμοσίας, δηλαδή η απονομή των δικαιωμάτων του πολίτη σε όσους δεν τα κατείχαν και η κοινωνική, οικονομική και πολιτική ισότητα όλων. Όσοι συνεργάστηκαν με τον Κινάδωνα τιμωρήθηκαν με δημόσιο βασανισμό. Πιθανός, ακόμη, είναι ο εξορισμός τους, στη συνέχεια, από τη Λακεδαίμονα.
Η συνωμοσία του Κινάδωνα αποτέλεσε μία ιδιαίτερη και άκρως σημαντική περίπτωση για την πολιτειακή ισορροπία της Σπάρτης. Η ολιγαρχική αρχή των Πέντε Εφόρων έδρασε άμεσα, ώστε να καταστείλει την ενδεχόμενη λαίλαπα ενός πραξικοπήματος. Η πόλις των Λακεδαιμονίων και ο αυστηρός στρατιωτικός της χαρακτήρας δεν άφηνε περιθώριο για κανενός είδους διαμαρτυρίας κατά της τάξης. Το πολίτευμα επέφερε την εὐνομία και έπρεπε να διαφυλαχτεί με κάθε τρόπο. Η κοινωνική κινητικότητα δεν ήταν διόλου απλή υπόθεση στα όρια αυτής της συντηρητικής κοινωνίας.
Ο Κινάδων δεν ήταν ένας τυχοδιώκτης και η συνωμοσία του δεν ήταν ένα τυχαίο περιστατικό στην τέλεια σχηματισμένη κοινωνία των Λακεδαιμονίων. Οι Σπαρτιάτες ζούσαν υπό τον φόβο των συνεχών επαναστάσεων των ειλώτων, οι οποίοι επιζητούσαν την ελευθερία τους. Όπως οι Πέντε Έφοροι έδρασαν τάχιστα σε αυτήν την περίπτωση, για να προλάβουν τον επαναστατικό αναβρασμό, έτσι κι η πολιτεία εν γένει ήταν προετοιμασμένη και ελάμβανε δράση κάθε φορά που οι είλωτες εξεγείρονταν. Η διαφύλαξη του πολιτεύματος ήταν πάντοτε το ζητούμενο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ξενοφών, Ἐλληνικά, εκδ. Loeb.
- Cartledge P. (1979), Sparta and Lakonia: A regional history (1300-362 BC), London, New York.
- Hornblower S. (1983), The Greek World (473-323 BC), London, New York.
- Levy E. (2003), Σπάρτη, Κοινωνική και Πολιτική Ιστορία έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση (μτφρ. Α. Στεφανής), Αθήνα.