Του Εμμανουήλ Προκάκη,
Η Βουλγαρία, όπως άλλωστε και άλλες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, ήρθε αντιμέτωπη με πολλές οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες κατά την μετάβαση της από το σύστημα της κεντρικά σχεδιαζόμενης οικονομίας στην οικονομία της αγοράς. Φτώχεια, ανεργία και πληθωρισμός σε συνδυασμό με διαφθορά και πολιτική αστάθεια ήταν μερικά από τα χαρακτηριστικά της καθημερινότητας στην Βουλγαρία της δεκαετίας του 1990. Η οικονομία βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση, χωρίς κάποια άμεση προοπτική βελτίωσης.
Πιο συγκεκριμένα, το 1996 και το 1997, ο πληθωρισμός έφθασε σε πολύ υψηλά επίπεδα προκαλώντας τεράστια υποτίμηση του λεβ έναντι του δολαρίου. Στο πρώτο τρίμηνο του 1997, ο πληθωρισμός προσέγγισε το 2040,4% και η συναλλαγματική ισοτιμία για το 1997 είχε μεταβληθεί στα 1776,5 λέβα ανά δολάριο Η.Π.Α., σε σχέση με τα 66 λέβα ανά δολάριο Η.Π.Α. το 1994. Τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού χρηματοδοτούνταν μέσω της κοπής χρήματος από την κεντρική τράπεζα -με αρνητικές συνέπειες για τον πληθωρισμό-, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα αδυνατούσε να σταθεί στα πόδια του και απαιτούσε συνεχείς χορηγήσεις ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα, η παραγωγή, παρά μία σχετική βελτίωση τα έτη 1994 και 1995, παρουσίασε σημαντική πτώση το 1996 και η εμπιστοσύνη στο λεβ ήταν πρακτικά ανύπαρκτη.
Για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού και τη βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών της βουλγαρικής οικονομίας προκρίθηκε η συναλλαγματική διευθέτηση του νομισματικού συμβουλίου. Το παραπάνω πλαίσιο άσκησης πολιτικής θεωρήθηκε ότι θα συνέβαλε στην σταθεροποίηση και στην ανάπτυξη, μειώνοντας, παράλληλα, τα επιτόκια και τον ρυθμό αύξησης των τιμών πιο κοντά στο επίπεδο του νομίσματος πρόσδεσης. Αποφασίστηκε, στις 7 Ιουνίου 1997, η πρόσδεση του λεβ στο γερμανικό μάρκο με σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία 1000 λέβα ανά 1 μάρκο. Τον Μάιο του 1997 η συναλλαγματική ισοτιμία λεβ/μάρκου προσέγγιζε αλλά δεν ήταν ίση με 1000 λέβα ανά μάρκο, ωστόσο προτιμήθηκε η στρογγυλοποίηση για να επιτευχθεί διαφάνεια τιμών και να καταστεί ευκολότερη η σύγκριση αυτών. Με το καθεστώς του νομισματικού συμβουλίου όλες οι νομισματικές υποχρεώσεις της κεντρικής τράπεζας πρέπει να καλύπτονται από χρυσό ή ξένο συνάλλαγμα. Το νομισματικό συμβούλιο οφείλει να εξασφαλίζει τη σταθερότητα της ορισθείσας συναλλαγματικής ισοτιμίας και την άμεση μετατρεψιμότητα, χωρίς περιορισμούς, του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα. Η κεντρική τράπεζα χάνει το δικαίωμα χάραξης νομισματικής πολιτικής και αυτή η αρμοδιότητα αναλαμβάνεται από το ίδιο το νομισματικό συμβούλιο, με την κεντρική τράπεζα να υπακούει στις επιταγές πολιτικής του. Τέλος, η κεντρική τράπεζα, που εφαρμόζει την χαραχθείσα από το νομισματικό συμβούλιο νομισματική πολιτική, απαγορεύεται να παρέχει πιστώσεις στο δημόσιο.
Η εφαρμογή του συστήματος του νομισματικού συμβουλίου ήταν σωτήρια για την Βουλγαρία. Μέχρι το τέλος του 1998 ο πληθωρισμός είχε μειωθεί στο 1% και τα επιτόκια, τον Οκτώβριο του 1998, κυμαίνονταν πια στο 5,3%. Μετά από την καθιέρωση του νομισματικού συμβουλίου, η Βουλγαρία γνώρισε σημαντική μακροοικονομική σταθερότητα, αύξηση του ΑΕΠ, προσέλκυση ικανών άμεσων ξένων επενδύσεων και σχετικά ισολογισμένους κρατικούς λογαριασμούς. Το σύστημα του νομισματικού συμβουλίου, εντούτοις, δεν είναι ένα τέλειο σύστημα. Η χώρα που το εφαρμόζει υιοθετεί τη νομισματική πολιτική του νομίσματος πρόσδεσης. Αν για παράδειγμα η χώρα με το νόμισμα πρόσδεσης αποφασίσει να αυξήσει τα επιτόκια, η χώρα που έχει καθιερώσει το σύστημα του νομισματικού συμβουλίου είναι αναγκασμένη να ακολουθήσει σε αυτή την κατεύθυνση. Σε περίπτωση που αντιμετωπίζει ύφεση στο εσωτερικό της, μία ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την εγχώρια οικονομία, δεδομένου ότι θα επιτείνει την ύφεση, συρρικνώνοντας τη συνολική ζήτηση ακόμη περαιτέρω. Επομένως, η χώρα που εφαρμόζει το σύστημα του νομισματικού συμβουλίου αναγκάζεται να απωλέσει το πολύτιμο εργαλείο της άσκησης αυτόνομης οικονομικής πολιτικής. Αυτό ενδέχεται να αποβεί ιδιαίτερα προβληματικό για τις εγχώριες οικονομικές συνθήκες, αν δεν υπάρχει σύγκλιση στους οικονομικούς κύκλους μεταξύ των δύο οικονομιών.
Το 1999 η Βουλγαρία εισήγαγε το 4ο λεβ, αντικαθιστώντας το παλαιό νόμισμα της, με αντιστοιχία 1000 λέβα ανά 1 νέο λεβ. Έτσι, η συναλλαγματική ισοτιμία με το μάρκο διαμορφώθηκε ένα προς ένα. Σύντομα, όμως, το νόμισμα πρόσδεσης αντικαταστάθηκε από το ευρώ με τη συναλλαγματική ισοτιμία να ορίζεται στα 1,95583 λέβα/€. Η παρούσα συναλλαγματική ισοτιμία υφίσταται μέχρι και σήμερα.
Συνεπώς, ο τρόπος με τον οποίο η Βουλγαρία κατόρθωσε να ξεφύγει από την δίνη της μακροοικονομικής αστάθειας ήταν μέσω της υιοθέτησης ενός αυστηρού συναλλαγματικού συστήματος, το οποίο βέβαια της κόστισε το δικαίωμα άσκησης αυτόνομης νομισματικής πολιτικής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Tsvetelina M. (2016), “Comparative Study on Monetary and Fiscal Policy in the Eurozone and Bulgaria”, Economic Alternatives, Issue 3.
- Ialnazov D., Nenovsky N. (2001), “The Currency Board and Bulgaria’s Accession to the European Monetary Union”, The Kyoto University Economic Review, 2001, vol. LXX, n 1/2, whole n 148/149, pp. 31-48.
- Gulde A. (1999), “The role of the Currency Board in Bulgaria’s stabilization”, Policy Discussion Paper of the International Monetary Fund.
- “Bulgaria Inflation Rate 1986-2021”, Macrotrends. Διαθέσιμο εδώ.
- “Flags, Symbols & Currency of Bulgaria”, WorldAtlas. Διαθέσιμο εδώ.