Του Νίκου Μελιτσιώτη,
Ένας φλογερός πατριώτης, ένας γενναίος στρατιωτικός, ένας σπουδαίος ηγέτης. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα ανθρώπου, ο οποίος θυσιάζει τα πάντα, προκειμένου να βοηθήσει την πατρίδα του και τους κατατρεγμένους κατοίκους της. Θυσιάζοντας το προσωπικό συμφέρον για χάρη του συλλογικού, αγωνίστηκε με όλα τα μέσα για τα ιδανικά της Φιλικής Εταιρείας, πεθαίνοντας άδοξα στο βωμό των σκοπιμοτήτων και των συμμαχιών, που η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε χτίσει.
Η οικογένεια Υψηλάντη εντοπίζει τις ρίζες της στην Τραπεζούντα. Εκεί, ο γενάρχης της οικογένειας, Κωνσταντίνος Ξιφιλλινός, κατέφυγε ακολουθώντας τον Αλέξιο Κομνηνό, Δούκα της Τραπεζούντας, ο οποίος ίδρυσε την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η οποία έμελλε να γευτεί τελευταία τη μανία των Τούρκων, οι οποίοι την κατέλαβαν το 1461. Από τότε βρίσκουμε τα ίχνη τους στην Κωνσταντινούπολη, σε πολύ στενές σχέσεις με την οικογένεια Μουρούζη.
Ο πατέρας του Αλέξανδρου Υψηλάντη, Κωνσταντίνος Υψηλάντης, αφού προσπάθησε να οργανώσει αντιτουρκική εξέγερση στην περιοχή της Βλαχίας, έπεισε τους Τούρκους για την υπακοή του και εργάστηκε στην αυλή του Σουλτάνου ως μεγάλος διερμηνέας, από το 1796 έως το 1799. Ύστερα, το 1802, και για τέσσερα χρόνια διετέλεσε Ηγεμόνας της Βλαχίας με εξαίρετη θητεία, ενώ το 1806 καθαιρέθηκε, εξαιτίας της συμμετοχής του στο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο στο πλευρό των Ρώσων. Ο Κωνσταντίνος είχε επτά παιδιά. Τον πρωτότοκο Αλέξανδρο, τονΝικόλαο, το Δημήτριο, το Γεώργιο, το Γρηγόριο, την Αικατερίνη και τη Μαρία.
Ο πρωτότοκος Αλέξανδρος γεννήθηκε το 1792 στην πόλη της Κωνσταντινούπολης και σε ηλικία 18 ετών εισέρχεται στο σώμα της Φρουράς του Τσάρου. Στο δίπλωμα του χαρακτηριζόταν ως “Αλέξανδρος Υψηλάντης Ηγεμονίδης της Μολδαβίας”. Καθώς στο σώμα αυτό δεν υπήρχε ενδιάμεσος μεταξύ λοχαγού και Συνταγματάρχου, έλαβε τον προβιβασμό του 1813. Από τη θέση αυτή πολέμησε κατά του Ναπολέοντα, χάνοντας μάλιστα το δεξί του χέρι στη μάχη της Δρέσδης, στις 27 Αυγούστου 1813, και τιμήθηκε για τον ηρωισμό του. Το 1815 λαμβάνει το αξίωμα του Υπασπιστή του Αυτοκράτορα, ενώ δύο χρόνια του απονεμήθηκε ο βαθμός του Υποστρατήγου.
Σε αυτή την περίλαμπρη θέση, θέση την οποία μπορούσε να διατηρήσει, ακόμη και να εξελίξει, τον βρήκε ο Εμμανουήλ Ξάνθος. Έχοντας ήδη επεκτείνει το δίκτυο της Φιλικής Εταιρείας σε μεγάλο βαθμό, η Αόρατος Αρχή έψαχνε τον άνθρωπο, στον οποίο θα ανέθεταν την αρχηγία της Εταιρείας. Μετά την άρνηση του Καποδίστρια, ο οποίος υποστήριξε πως δεν είχε έρθει ακόμη ο κατάλληλος καιρός για την κήρυξη της Επανάστασης, ο Εμμανουήλ Ξάνθος, έχοντας πληροφορηθεί για τα πατριωτικά του αισθήματα, τα οποία είχε απροκάλυπτα γνωστοποιήσει σε κύκλους Ελλήνων και Φιλελλήνων, στράφηκε σε αυτόν. Η θετική απάντηση ήταν δεδομένη, και στις 12 Απριλίου 1820, η Φιλική Εταιρεία διέθετε αρχηγό. Είχε προηγηθεί η βεβαίωση του Καποδίστρια, ο οποίος αγνοούσε τις προθέσεις του Τσάρου, πως η Ρωσία θα έδραμε προς βοήθεια των Ελλήνων, μόλις το κίνημα ξεσπούσε.
Μετά την ανάληψη της αρχηγίας, ο Υψηλάντης ανέλαβε άμεσα τη διοίκηση και την οργάνωση του αχανούς οικοδομήματος της Φιλικής Εταιρείας. Με γνώμονα τον πατριωτισμό και με προσήλωση σε κάθε λεπτομέρεια, έστειλε επιστολές και οδηγίες προς τα μέλη. Στα σχέδια του ήταν και η πρόκληση εξέγερσης ταυτόχρονης στη Σερβία και στην Κωνσταντινούπολη. Για τον δεύτερο στόχο του, συνεργάστηκε με τη δραστήρια Εφορεία της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη. Όσον αφορά την εξέγερση των Σέρβων, έστειλε άνδρες για την οργάνωση τους. Όμως, ο ενθουσιασμός των βαλκάνιων λαών ήταν παροδικός, με τον Ομπρένοβιτς να αποπέμπει τους απεσταλμένους της Φιλικής Εταιρείας. Τέλος, σημαντικό πλήγμα θα αποτελέσει και η προδοσία του Τούντορ Βλαντιμιρέσκου, ο οποίος θα εξελιχθεί από σύμμαχο σε πολέμιο του κινήματος.
Όποιες δυσκολίες και να εμπόδισαν τα σχέδια του, ο Υψηλάντης συνέχισε να οργανώνει τις δυνάμεις του. Κατάφερε να φέρει κοντά του το Μιχαήλ Σούτσο, ηγεμόνα της Βλαχίας, Γιωργάκη Ολύμπιο, το Γεώργιο Λεβέντη, τον Ιωάννη Φαρμάκη, Το χιλίαρχο Σάββα Καμινάρη Φωκιανό και τον Τούντορ Βλαδιμιρέσκου. Προκειμένου να καταφέρει να ελέγξει, να οργανώσει και να εξοπλίσει τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, αποφάσισε να ιδρύσει περισσότερες Εφορείες, προκειμένου να υπάρχει πιο συμπαγές δίκτυο και να μοιράζονται οι αρμοδιότητες.
Το σχέδιο του Υψηλάντη ήταν σε πρώτη φάση, να δημιουργήσει και να εκμεταλλευτεί έναν αντιπερισπασμό, είτε τη Σερβική Επανάσταση είτε την εξέγερση του Αλή Πασά. Αναφορικά με την επικοινωνία με τους Σέρβους, οι προσπάθειες απέβησαν μάταιες. Η καχυποψία των Σέρβων θα κοστίσει ένα πολύτιμο σύμμαχο προς το κίνημα του. Σχετικά με την εξέγερση του Αλή Πασά, ο μεγάλος Φιλικός Ιωάννης Παπαρηγόπουλος συμβούλευσε τον Υψηλάντη να μην εισέλθει σε επαναστατική δράση, αν πρώτα δεν εκδηλωθεί η εξέγερση του πασά των Ιωαννίνων.
Ακούγοντας τις παραινέσεις του Παπαρηγόπουλου να ξεκινήσει την εξέγερσή του από τα σύνορα των Ηγεμονιών με τη Ρωσία, φτάνει στο Κισνόβιο. Εκεί, αφού προετοιμάζεται και δίνει τις τελευταίες διαταγές, διαβαίνει, ως άλλος Καίσαρας, τον ποταμό Προύθο, εκκινώντας την Εξέγερση. Φτάνοντας στην αντίπερα όχθη, στις 22 Φεβρουαρίου 1821 εισέρχεται στο Ιάσιο, ενώ δύο μέρες αργότερα, εκδίδει την περίφημη προκήρυξη «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος». Την ίδια μέρα, παραιτείται από το αξίωμα του Υποστράτηγου, συνοδεύοντας την παραίτησή του με μια επιστολή προς τον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄.
Την επομένη, 25 Φεβρουαρίου, διορίζει τα αδέρφια του Γεώργιο και Νικόλαο σωματάρχες του στρατού που είχαν συγκεντρώσει και καθορίζει τις αρμοδιότητες των αξιωματούχων. Την 1η Μαρτίου 1821 στέλνει τον αδελφό του Δημήτριο στην Πελοπόννησο, ως πληρεξούσιό του, για να προετοιμάσει το έδαφος για την έκρηξη της Επανάστασης. Μαζί του φέρει ως μέντορα τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Στις 13 Μαρτίου, εκδίδει προκήρυξη προς τους Δάκες, προγόνους των Ρουμάνων, τους οποίους καλεί να συνδράμουν στον Αγώνα του. Στην περιοχή της Φωξάνης δημιουργεί τον Ιερό Λόχο, από ενθουσιώδεις αλλά απειροπόλεμους φοιτητές, οι οποίοι μοιράζονταν το ίδιο πάθος για την ελευθερία της πατρίδος.
Οι ατυχίες και οι δυσκολίες δεν αργούν να χτυπήσουν την πόρτα του στρατοπέδου του. Σύντομα πληροφορείται την προδοσία του Σάββα Καμινάρη – Φωκιανού και αυτή του Βλαδιμιρέσκου. Η αποκήρυξη του κινήματός του από τον Τσάρο και ο αφορισμός του Υψηλάντη, του Σούτσου και των λοιπών επαναστατών από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, προς αποφυγή αντιποίνων από την Πύλη, κλόνισε τους επαναστάτες, όχι όμως και τον ηγέτη τους. Εξέδωσε στρατιωτικό νόμο και όρκο, τον οποίο έπαιρναν όλοι οι αγωνιστές.
Η πρώτη σπουδαία μάχη των Επαναστατών ήταν στο Γαλάτσι, στην οποία ανδραγάθησε ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης, χωρίς όμως, να καταφέρει να ανακόψει την Τουρκική πλημμυρίδα. Οι Τούρκοι είχαν εισέλθει στις Ηγεμονίες κατόπιν άδειας του Τσάρου, γκρεμίζοντας τις ελπίδες των εξεγερμένων για υποστήριξη της Ρωσίας. Η επόμενη και πιο καταστρεπτική μάχη ήταν αυτή στο Δραγατσάνι, η οποία κατέληξε σε πανωλεθρία παρά την ηρωική πάλη του Ιερού Λόχου, εξαιτίας βεβιασμένων κινήσεων και λιποταξιών.
Μετά τη διάλυση του στρατού του στο Δραγατσάνι, ο Υψηλάντης είχε δύο επιλογές. Είτε να επιλέξει το δρόμο της θυσίας, όπως ο Ολύμπιος και ο Φαρμάκης, είτε να κατευθυνθεί προς τη Ρωσία, με την ελπίδα της ασφαλούς διέλευσης. Εν τέλει, αποφάσισε να ακολουθήσει μια άλλη οδό, η οποία προέβλεπε το πέρασμα στην Αυστρία, μαζί με τα αδέρφια του, με ψεύτικο διαβατήριο, και από εκεί να διαφύγει προς την Αμερική. Σε αυτό τον βοήθησε ο πιστός του συνεργάτης Γεώργιος Λασσάνης, ο οποίος του χορήγησε το διαβατήριο, με ψευδώνυμο Δημήτριος Παλαιογενίδης.
Όμως, η Αυστρία έμελλε να είναι ο τελευταίος του σταθμός. Μόλις εισήλθε στη χώρα, συνελήφθη και ρίχτηκε, το πρώτο από τα έξι συνολικά έτη φυλάκισης, στις φυλακές της Μουγκάστης, όπου και πέρασε τα πάνδεινα από τις στερήσεις και τις κακουχίες. Το επόμενο έτος μεταφέρθηκε στις φυλακές της Θηρεσιούπολης, απ’ όπου αποφυλακίστηκε στις 24 Νοεμβρίου 1827. Δύο μήνες μετά, στις 19 Ιανουαρίου 1828, αφήνει την τελευταία του πνοή στη Βιέννη, σε συνθήκες ένδειας. Ο ένθερμος αυτός πατριώτης θυσίασε, για την ελευθερία της πατρίδος, σταδιοδρομία περιουσία και, στο τέλος, την ίδια του τη ζωή για τον ανώτατο σκοπό της ελευθερίας του Γένους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Α. Ν. Γούδας (1874) Βίοι Παράλληλοι των επι της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών – Τόμος ΣΤ Πολιτικοί άνδρες. Αθήνα: Τυπογρ. Νικήτα Γ. Πάσσαρη.
- Δ. Κόκκινος (1974) Η Ελληνική Επανάστασις – τόμος Α΄ Αθήνα: Εκδ. Μέλισσα
- National Geographic (2009) 1821 Ο Ξεσηκωμός του Γένους. (Επιμ. Β. Δρακόπουλος, Γ. Ευθυμίου) Αθήνα: Lambrakis Press
- Κ. Μ. Μπαρτόλντι (2011) Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης. Αθήνα: Εκδ. Τεγόπουλος Α. Ε. για την Εφημ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία