Της Σοφίας Χρηστακίδου,
Η Ζιμπάμπουε αποτελεί χώρα της Νότιας Αφρικής, η οποία είναι περίκλειστη και συνορεύει με τη Νότια Αφρική, τη Μποτσουάνα, τη Ζάμπια και τη Μοζαμβίκη. Οι κάτοικοι της χώρας ανέρχονται περίπου σε 14 εκατομμύρια, ενώ το κράτος έχει 16 επίσημες γλώσσες. Κυρίως, όμως, ομιλούνται τα Αγγλικά. Είναι μέλος διεθνών οργανισμών, όπως είναι για παράδειγμα η Αφρικανική Ένωση, η Αναπτυξιακή Ένωση Κρατών Δυτικής Αφρικής, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών κλπ. Η πλειοψηφία των οργανισμών στους οποίους ανήκει η Ζιμπάμπουε όμως έχουν τοπικό χαρακτήρα και η εμβέλειά τους περιορίζεται στην αφρικανική ήπειρο. Αυτό συμβαίνει, γιατί πολλές φορές λαμβάνουν χώρα παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για τον λόγο αυτό οι ηγεσίες των διεθνών οργανισμών επιβάλλουν κυρώσεις στη χώρα. Επίσημο νόμισμα είναι κανονικά το δολάριο της Ζιμπάμπουε, το οποίο εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα της χώρας. Ωστόσο, λόγω του άκρατου πληθωρισμού που χαρακτηρίζει την οικονομία, η ηγεσία της έχει υιοθετήσει πολλές φορές και για μεγάλα χρονικά διαστήματα το δολάριο ΗΠΑ ως μέσο συναλλαγών του κράτους, όπως επίσης και το ευρώ και διάφορα άλλα νομίσματα.
Η τοποθεσία της Ζιμπάμπουε ήταν ανέκαθεν μείζονος στρατηγικής σημασίας. Αποτελούσε μία από τις κύριες εμπορικές διαδρομές των Αράβων και των Πορτογάλων. Κατά τον 17ο αιώνα, οι Πορτογάλοι λοιπόν θέλησαν να επικαρπωθούν τα στρατηγικά οφέλη της περιοχής και να αποκτήσουν περισσότερο έλεγχο σε αυτή. Για τον λόγο αυτό, ξεκίνησαν μία σειρά από πολέμους, οι οποίοι άφησαν την τοπική αυτοκρατορία των φυλών της περιοχής σε πολύ άσχημη κατάσταση, κοντά στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Στη συνέχεια, περί το 1880, κατέφθασε στην περιοχή η Βρετανική Εταιρεία της Νοτίου Αφρικής υπό την ηγεσία του Cecil Rhodes. Η εταιρεία αυτή είχε ως αντικειμενικό της σκοπό να κατακτήσει την περιοχή και να εκμεταλλευτεί οποιονδήποτε πλούτο αυτή διέθετε. Μάλιστα, το μέρος στο οποίο κυριάρχησαν οι Βρετανοί ονομάστηκε Ροδεσία από τον επικεφαλής της εταιρείας.
Το 1922, η Ζιμπάμπουε ανακηρύχθηκε ως μία αυτοδιαχειριζόμενη βρετανική αποικία, διατηρώντας βέβαια το όνομα «Ροδεσία», μετά από δημοψήφισμα που διεξήχθη στη χώρα. Τα εθνικιστικά αισθήματα των έγχρωμων άρχισαν να υποδαυλίζονται σταδιακά και η δυσαρέσκεια απέναντι στη βρετανική κυβέρνηση αυξανόταν όλο και περισσότερο. Τελικά, ο Ian Smith (λευκός από βρετανούς γονείς), ηγέτης της χώρας εκείνη την περίοδο, ανακήρυξε την ανεξαρτησία της από την Μεγάλη Βρετανία μονομερώς το 1965. Μετά την ανακήρυξη επιβλήθηκαν διεθνείς κυρώσεις στη χώρα. Ο Ian Smith παρέμεινε στο τιμόνι της χώρας για 14 χρόνια και όσο βρισκόταν στην εξουσία ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Απέναντι στη λευκή κυβέρνηση μειοψηφίας του Smith βρίσκονταν οι μαύροι εθνικιστές της Ζιμπάμπουε. Οι λευκοί, παρόλο που ήταν λιγότεροι, είχαν στην κατοχή τους όλες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του κράτους. Μάλιστα η γη παρέμεινε στα χέρια λευκών αρκετά χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου και αποσπάστηκε από τα χέρια τους με τη χρήση βίας. Από την άλλη, οι έγχρωμοι εθνικιστές υποστηρίζονταν από τα γειτονικά κράτη, από τη Σοβιετική Ένωση, καθώς και από άλλες χώρες οι οποίες είχαν ενταχθεί στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Οι επαναστάτες υποστηρίζονταν δηλαδή κυρίως από τις κομμουνιστικές χώρες.
Το 1978, ο Smith ήρθε σε συμφωνία με τους αρχηγούς της επανάστασης, οι οποίοι συμφώνησαν να επιτρέψουν στους λευκούς που ζούσαν στη χώρα να παραμείνουν εκεί, εφόσον καθιερωθεί μία «δια-φυλετική» δημοκρατία. Στην ουσία δηλαδή οι επαναστάτες επιθυμούσαν την κατάργηση της λευκής ελίτ και τη συμμετοχή του αφρικανικού λαού στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας.
Το 1980, λοιπόν, διεξάγονται εκλογές, τις οποίες κερδίζει ο Robert Mugabe. Επίσης, τη χρονιά εκείνη η Ζιμπάμπουε αναγνωρίζεται διεθνώς ως ανεξάρτητο κράτος. Ο πρόεδρος Mugabe παρέμεινε στην εξουσία από εκείνη τη χρονιά μέχρι και το 2017. Πολλοί τον θεωρούν εθνικό ήρωα, ενώ κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι ήταν ακόμα ένας δικτάτορας που αρνούταν να φύγει από την εξουσία. Η αλήθεια είναι ότι ο πρόεδρος Mugabe ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως επαναστάτης, ο οποίος αγωνιζόταν για τα δικαιώματα των μαύρων, τα οποία καταπατούσε μία λευκή μειοψηφία. Μάλιστα, ήταν ο πρόεδρος Mugabe που προσπάθησε να αποσπάσει τη γη από τα χέρια των λευκών και να την δώσει στον λαό του, ασχέτως του αν κάτι τέτοιο δεν βγήκε σε καλό τελικά.
Ενώ λοιπόν ο Mugabe ξεκίνησε με τις καλύτερες προοπτικές, δεν άργησε να δείξει το άσχημο πρόσωπό του. Φυλάκισε πολλούς από τους πολιτικούς του αντιπάλους, καταλογίζοντάς τους ποταπές κατηγορίες. Για παράδειγμα, ισχυρίστηκε ότι πολλοί από αυτούς επιδίδονταν σε ομοφυλοφιλικές πράξεις, πράγμα το οποίο κατά τη γνώμη του είναι αξιόποινο. Συνέβησαν, επίσης, πολλές συγκρούσεις του λαού της Ζιμπάμπουε με την αστυνομία και τον εθνικό στρατό, κατά τη διάρκεια των οποίων σκοτώθηκαν πολλές χιλιάδες άνθρωποι με τραγικό τρόπο. Επίσης, πολλές φορές έχει καταγγελθεί η κακομεταχείριση των πολιτών από τις αρχές. Ένα ακόμη συχνό φαινόμενο είναι η παροχή μεγάλων αμοιβών σε στρατό και αστυνομία προκειμένου αυτοί οι δύο φορείς να είναι φιλικά προσκείμενοι στο καθεστώς. Ο Πρόεδρος Mugabe έφυγε από την εξουσία μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα το 2017. Επανεκλέχθηκε πολλές φορές κατά τη διάρκεια των 35 χρόνων της διακυβέρνησής του με τη χρήση βίας, με νοθεία του εκλογικού αποτελέσματος και με εκθειασμό των εθνικιστικών φρονημάτων. Πλέον πρόεδρος της χώρας είναι ο Emmerson Mnangagwa, πρώην παράγων του καθεστώτος. Η κατάσταση στη χώρα δεν έχει βελτιωθεί και, από ό,τι προβλέπεται, μάλλον τα ανθρώπινα δικαιώματα θα συνεχίσουν να καταπατώνται πάραυτα για τα επόμενα χρόνια.
Όσον αφορά τον οικονομικό τομέα, τα πράγματα είναι εξίσου μελανά. Λόγω της διαφθοράς και της κακής διακυβέρνησης, η χώρα πάσχει από υπερπληθωρισμό και, ως αποτέλεσμα της απαξίωσης του νομίσματός της, η κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει βασικά αγαθά για τους πολίτες της. Για να καταλάβει κανείς πόσο άσχημα είναι τα πράγματα, η χώρα δεν δύναται να παράγει από μόνη της όλη την ηλεκτρική ενέργεια που χρειάζεται, καθώς δεν έχει τα απαραίτητα χρήματα προκειμένου να κατασκευάσει τις υποδομές που χρειάζονται για κάτι τέτοιο. Υπάρχει μονάχα ένα εργοστάσιο υδροηλεκτρικής ενέργειας και από εκεί και πέρα η Ζιμπάμπουε εισάγει ηλεκτρική ενέργεια από άλλα αφρικανικά κράτη. Ως αποτέλεσμα, οι πολίτες και οι επιχειρήσεις μένουν 16 ώρες την ημέρα χωρίς ρεύμα. Επίσης, το επισιτιστικό πρόβλημα είναι ένα συχνό φαινόμενο, καθώς μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας. Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τους βασικούς μακροοικονομικούς δείκτες που χαρακτηρίζουν την οικονομία αυτή.
Με βάση το παραπάνω διάγραμμα, βλέπουμε πρώτα από όλα ότι η Ζιμπάμπουε αποτελεί μία χώρα μεσαίου/ χαμηλού εισοδήματος. Πριν το 2008, μάλιστα, ανήκε ξεκάθαρα στις χώρες χαμηλού εισοδήματος. Πιο συγκεκριμένα, βλέπουμε ότι από το 1980 μέχρι και το 1990 παρατηρείται οικονομική άνοδος. Βέβαια, εκείνα τα χρόνια χαρακτηρίζονται από άσχημα ιστορικά γεγονότα. Ο πρόεδρος Mugabe είχε διεξάγει μία σειρά βίαιων γεγονότων προκειμένου να συγκεντρώσει εξουσία στα χέρια του και να καταστείλει τους πολιτικούς του αντιπάλους. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων αυτών σκοτώθηκαν 20,000 άνθρωποι! Παρ’ όλα αυτά, όμως, η διεθνής κοινότητα αγκάλιασε τον Mugabe και προσέφερε βοήθεια στη χώρα. Για τον λόγο αυτό, βλέπουμε να υπάρχει οικονομική άνοδος την περίοδο αυτή, η οποία διακόπτεται γύρω στο 1985 λόγω πολιτικών αναταραχών. Η άνοδος αυτή όμως δεν διήρκησε. Από το 1999 και έπειτα παρατηρείται κάθετη πτώση του ΑΕΠ και η χώρα βυθίζεται σε βαθιά φτώχεια, καθώς το εθνικό της προϊόν είναι μόλις μετά βίας πάνω από 5 δις – και μιλάμε για μία χώρα 14 εκατομμυρίων κατοίκων.
Το 1999 ιδρύθηκε η Κίνηση για τη Δημοκρατική Αλλαγή (MDC), το κύριο αντίπαλο κόμμα του Mugabe. Από το 1999 λοιπόν μέχρι και το 2000 η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο άσχημη για τη Ζιμπάμπουε. Το 2000 ο Mugabe αντιμετώπισε ουσιαστικά την πρώτη του πολιτική απειλή. Η αντίδραση του καθεστώτος ήταν διεξαγωγή βιαιοτήτων κατά τη διάρκεια των εκλογών, αλλά και γενικότερα. Έλαβαν χώρα επιτάξεις γης χωρίς αποζημίωση και τυπώθηκαν χρήματα προκειμένου να αποζημιωθούν οι βετεράνοι των επαναστατικών πολέμων της χώρας ώστε να υποστηρίξουν το καθεστώς. Όπως είναι λογικό, σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν μπορεί να υπάρξει άνθηση της οικονομικής δραστηριότητας. Εφόσον τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα δεν εξασφαλίζονται, δεν πρόκειται να υπάρξουν ξένοι επενδυτές, αλλά και οι αποταμιευτές του εσωτερικού θα προσπαθήσουν να διαφυλάξουν τα χρήματά τους και όχι να αναλάβουν επενδυτικό ρίσκο. Επίσης, λόγω της μείωσης των επενδύσεων, το ΑΕΠ πέφτει κατακόρυφα και η βύθιση του κόσμου στη φτώχεια έχει ως συνέπεια τη μείωση της κατανάλωσης. Η πλειοψηφία των πολιτών δεν είχε το απαραίτητο εισόδημα ούτε για να καλύψει τις επισιτιστικές της ανάγκες. Η μείωση της κατανάλωσης λοιπόν βυθίζει την οικονομία σε ακόμη βαθύτερη ύφεση και ούτω κάθε εξής. Επομένως, η χώρα οδηγείται σε έναν φαύλο κύκλο.
Από το 2008 όμως και έπειτα βλέπουμε το σκηνικό της χώρας να αλλάζει. Βλέπουμε το προϊόν της Ζιμπάμπουε να ανεβαίνει κατακόρυφα και οι Ρυθμοί Ανάπτυξης να αγγίζουν διψήφια ποσοστά. Εκείνη τη χρονιά λοιπόν διεξήχθησαν εκλογές κατά τις οποίες εκλέχθηκε το αντίπαλο κόμμα του Mugabe το MDC. Όπως είναι όμως αναμενόμενο, ο Mugabe δεν ήταν πρόθυμος να αφήσει την εξουσία. Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε μία νέα εκστρατεία βίας, όπου σκοτώθηκαν 200 άνθρωποι και τραυματίστηκαν χιλιάδες άλλοι. Τελικά, ο αρχηγός του MDC αποτραβήχτηκε μπροστά σε αυτή τη βιαιότητα και νικητής ανακηρύχθηκε για άλλη μία φορά ο Mugabe. Λόγω όμως των αντιδράσεων που υπήρξαν, έγινε τελικά κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ του καθεστώτος και του MDC υπό την αιγίδα της Αφρικανικής Αναπτυξιακής Κοινότητας. Με αυτόν τον τρόπο, το MDC, παρά την ηγεσία του Mugabe, κατάφερε να περάσει μία σειρά μεταρρυθμίσεων και να «δολαριοποιήσει» την οικονομία, γεγονός που οδήγησε σε μία περίοδο σταθερότητας και ανάπτυξης, όπως βλέπουμε και από το διάγραμμα. Επίσης, το διάστημα αυτό η χώρα συμφιλιώθηκε και πάλι με τη διεθνή κοινότητα, πράγμα που επίσης συνέβαλε στην αύξηση του ΑΕΠ. Όπως είναι αναμενόμενο, το καθεστώς προσπάθησε να αντισταθεί στις αλλαγές αυτές.
Τελικά, διεξήχθησαν ξανά εκλογές το 2013, τις οποίες κέρδισε και πάλι ο Mugabe. Το κόμμα όμως του τελευταίου βγήκε αποδυναμωμένο, καθότι στο εσωτερικό του επικρατούσε πλέον διαμάχη για το ποιος έπρεπε να είναι αρχηγός. Τελικά, το 2017 ο Mugabe καθαιρέθηκε από την εξουσία και ανέλαβε ο Mnangagwa, όπως αναφέραμε αρχικά. Ο τελευταίος υποσχέθηκε να προβεί σε μία σειρά μεταρρυθμίσεων και να προσελκύσει ξένους επενδυτές. Μάλιστα, μία άκρως δημοφιλής δήλωσή του είναι η έκφραση πως «η Ζιμπάμπουε είναι πλέον ανοιχτή για business». Από ό,τι φαίνεται όμως μέχρι στιγμής, δεν έχουν γίνει ουσιαστικές κινήσεις και ο Mnangagwa αρκείται μονάχα σε επιφανειακές «διορθώσεις» που εστιάζουν περισσότερο στις δημόσιες σχέσεις παρά στην ουσία.
Ένα ακόμη σοβαρό πρόβλημα της Ζιμπάμπουε είναι ο άκρατος πληθωρισμός που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια. Τα πληθωριστικά ξεσπάσματα οφείλονται κυρίως στη διαφθορά της κυβέρνησης, όπως συμβαίνει με όλα σχεδόν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Τα καθεστώτα αυτά, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν το εσωτερικό και εξωτερικό τους χρέος, προβαίνουν σε εσωτερικό δανεισμό, δηλαδή σε εκτύπωση χρήματος. Επίσης, πολλές φορές η κυβέρνηση του Mugabe χρειάστηκε να δωροδοκήσει εσωτερικούς παράγοντες -κυρίως στρατό και αστυνομία- προκειμένου οι τελευταίοι να είναι φιλικά προσκείμενοι στο καθεστώς. Έτσι, λοιπόν, οι κυβερνώντες τυπώνουν χρήμα για να μπορέσουν να βρουν τα απαραίτητα κεφάλαια προκειμένου να είναι σε θέση να δωροδοκούν πρόσωπα «κλειδιά».
Πριν αναφέραμε ότι, όσο βρισκόταν στην εξουσία το MDC, έγινε «δολαριοποίηση» της οικονομίας. Ο όρος αυτός αναφέρεται ουσιαστικά στην εισαγωγή ενός καλαθιού ξένων νομισμάτων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιούν νόμιμα οι πολίτες στις καθημερινές τους συναλλαγές. Αυτό αφαιρεί μεν από τη χώρα το δικαίωμα να διεξάγει τη δική της νομισματική πολιτική, αλλά ταυτόχρονα αποτρέπει την αλόγιστη έκδοση χρήματος προκειμένου να εξυπηρετηθούν πρόσκαιρες πολιτικές σκοπιμότητες. Εκ των πραγμάτων, φαίνεται ότι κάτι τέτοιο ήταν μία πολύ σοφή κίνηση, καθώς ο πληθωρισμός έπεσε σημαντικά (όχι όμως όσο θα έπρεπε).
Κλείνοντας, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Ζιμπάμπουε πρέπει να προχωρήσει σε καίριες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα εξαλείψουν τη διαφθορά, θα καταστήσουν σαφή τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και θα οδηγήσουν στον εκδημοκρατισμό της χώρας προκειμένου να μην υπάρχουν βίαια ξεσπάσματα και αναταραχές. Αυτό θα οδηγήσει με τη σειρά του σε εισροές ξένων κεφαλαίων, οι οποίες -σύμφωνα με πολλούς αναλυτές- είναι αυτές που θα οδηγήσουν σε μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Επίσης, η κυβέρνηση θα πρέπει να προσέξει πάρα πολύ τα επίπεδα πληθωρισμού και δημοσίου χρέους. Το τελευταίο έχει τεθεί υπό έλεγχο εδώ και αρκετά χρόνια, ωστόσο οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο λόγος Χρέους προς ΑΕΠ θα πρέπει να βρίσκεται σε επίπεδα κάτω του 57%, πράγμα το οποίο επιτυγχάνεται οριακά. Επίσης, ο Πληθωρισμός, παρόλο που μειώθηκε δραματικά, εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξωπραγματικά επίπεδα. Ο πρόεδρος Mnangagwa μέχρι στιγμής έχει κάνει επιφανειακές κινήσεις και τίποτα ουσιαστικό. Ο δρόμος προς τη σταθεροποίηση και την ευημερία της Ζιμπάμπουε φαίνεται να είναι ακόμα μακρύς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ:
- Effects of capital inflow on economic growth in Zimbabwe for the period 1980 – 2016, Mr. Sunweck Makoto, Thabani Nyoni, Retrieved from here
- A new Zimbabwe? Assessing continuity and Change after Mugabe, Alexander H. Nouyes, Retrieved from here
- The Boomerang Effects: An Analysis of the Pre and Post Dollarisation Era in Zimbabwe, Michael Takudzwa Pasara, Rufaro Garidzirai, Retrieved from here
- Can Zimbabwe be saved from the Brink of Collapse?, Qian Guo, Journal of Contemporary Educational Research, Retrieved from here
- Re-Visiting the External Debt-Economic Growth Question in Zimbabwe, Brian Tavonga Mazorodze, Journal of Economics and Behavioral Studies, Retrieved from here
- Zimbabwe profile – Timeline, BBC, Retrieved from here