16.7 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΠότε έχει κάποιος ικανότητα για καταλογισμό;

Πότε έχει κάποιος ικανότητα για καταλογισμό;


Της Μαρίας – Ειρήνης Τζαμάκου,

Κατά το ποινικό δίκαιο μια πράξη καθίσταται έγκλημα, μόνο εφόσον συνδεθεί με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Χωρίς αυτή την προσωπική σύνδεση, δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί μομφή στον δράστη. Πρωτού, βέβαια, η δικαιοσύνη προσάψει ευθύνες, ένα από τα καίρια ερωτήματα, στο οποίο πρέπει να απαντήσει θετικά είναι: είχε ο συγκεκριμένος άνθρωπος ικανότητα για καταλογισμό;

Η ικανότητα προς καταλογισμό δεν προσδιορίζεται θετικά, αλλά αντίθετα οριοθετείται από τον νομοθέτη πότε δεν υπάρχει ικανότητα προς καταλογισμό. Κατά το άρθρο 34 ΠΚ, «η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξη της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό». Γίνεται αντιληπτό, έτσι, ότι ο νομοθέτης εκκινεί από τη θέση ότι κάθε πράξη καταλογίζεται καταρχήν στον δράστη της. Στην προσπάθεια ανεύρεσης του κατ’εξαίρεση αποκλεισμού της ποινικής ευθύνης, χρησιμοποιούνται τρεις μέθοδοι που αποδεικνύουν πότε λείπει η ικανότητα προς καταλογισμό.

Πηγή εικόνας: lifo.gr

Η πρώτη είναι η βιολογική μέθοδος, στην οποία προσδιορίζεται μια κατάσταση του οργανισμού του δράστη (ψυχική ή ψυχοσωματική). Με τη λεγόμενη ψυχολογική μέθοδο διαπιστώνεται ότι η πράξη δεν καταλογίζεται σε όποιον κατά την τέλεση της πράξης δεν μπορούσε να καταλάβει τι έκανε ή καταλάβαινε αυτό που έκανε, αλλά δεν μπορούσε να ξέρει ότι αυτό είναι άδικο. Η τελευταία και πιο αποτελεσματική μέθοδος είναι η μικτή, κατά την οποία μια κατάσταση του ανθρώπινου οργανισμού οδηγεί σε συγκεκριμένη αδυναμία του δράστη να προσαρμοστεί στις επιταγές του ποινικού κανόνα.

Στη μικτή μέθοδο, λοιπόν, ενυπάρχει τόσο το βιολογικό όσο και το ψυχολογικό κριτήριο. Στο βιολογικό γίνεται λόγος για νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών και για διατάραξη της συνείδησης, ενώ σύμφωνα με το ψυχολογικό η συνέπεια μιας από τις βιολογικές καταστάσεις είναι ότι ο δράστης δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του (αδυναμία διάκρισης) είτε να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο (αδυναμία συμμόρφωσης).

Αναλυτικότερα, με τον όρο «νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών» νοείται ένα σύνολο παθήσεων που επηρεάζουν ή ακυρώνουν την ομαλή λειτουργία του πνεύματος. Απαιτείται, επομένως, η ύπαρξη ψυχικής νόσου, στην οποία σύμφωνα και με την ψυχιατρική επιστήμη, ανήκουν πρωτίστως οι ψυχώσεις. Ως ψύχωση νοείται η σοβαρή απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, η οποία εκδηλώνεται συνήθως με παραισθήσεις ή ψευδαισθήσεις. Πέρα από αυτό το κριτήριο χρησιμοποιείται και το κριτήριο της «διατάραξης της συνείδησης», το οποίο αναφέρεται σε ψυχικές διαταράξεις που δεν πηγάζουν από παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, αλλά είναι εμφανείς σε ψυχικώς υγιή άτομα.

Πηγή εικόνας: in.gr

Όσον αφορά το ψυχολογικό κριτήριο, η διαπίστωση συγκεκριμένων βαρειών ασθενειών, όταν βρίσκονται σε έξαρση, οδηγεί με μεγάλη πιθανότητα στην κρίση ότι ο δράστης δεν μπορεί καν να διακρίνει το άδικο της πράξης του. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως παραισθήσεις κατά τις οποίες ο πάσχων έχει απολέσει κάθε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο και κινείται σε έναν δικό του, αναδεικνύουν την αδυναμία διάκρισης. Από την άλλη, αδυναμία συμμόρφωσης τίθεται μόνο εφόσον ο δράστης μπορεί να διακρίνει το άδικο της πράξης του, αλλά αδυνατεί λόγω ψυχικής διαταραχής να μην τελέσει το έγκλημα.

Η έννομη συνέπεια που γεννάται όταν ο δράστης κριθεί ανίκανος για καταλογισμό είναι η αδυναμία επιβολής ποινής σε βάρος του. Η ποινή προϋποθέτει πάντα ενοχή. Προς αποφυγή παρερμηνεύσεων, η κρίση για τη δυνατότητα διάκρισης ή συμμόρφωσης ή για την ύπαρξη ψυχικής ασθένειας θα πρέπει πάντοτε να εξατομικεύεται στην κάθε αξιόποινη πράξη. Στο μέτρο που το ποινικό δίκαιο υιοθετεί την αντίληψη περί πρόληψης των αδικημάτων με μέτρα ασφαλείας, είναι δυνατή υπό προϋποθέσεις η υποβολή θεραπείας (κατά το άρθρο 69 ΠΚ).


Πηγές
  • Δημήτρης Κιούπης, «Δικαστική Ψυχολογία και Ψυχιατρική», Νομική Βιβλιοθήκη, 2η έκδοση εμπλουτισμένη
  • Χ. Μυλωνόπουλος, «Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος», Π. Ν. Σάκκουλας, Τόμος 1

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία-Ειρήνη Τζαμάκου
Μαρία-Ειρήνη Τζαμάκου
Είναι 20 ετών και σπουδάζει στη Νομική Σχολή Αθηνών. Κύρια χαρακτηριστικά της είναι η επιμονή, η αφοσίωση και το πάθος με ό,τι και αν ασχοληθεί. Λατρεύει τα ταξίδια και την περιπέτεια, τη μουσική και τις θεατρικές παραστάσεις. Μιλάει αγγλικά και γερμανικά. Στον ελεύθερο της χρόνο, ασχολείται με τον χορό και ειδικά με το λάτιν, που είναι το χόμπι της από τα 14 της.