13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΔιατροφή μεταξύ ανιόντων και κατιόντων: Προϋποθέσεις και παραβίαση

Διατροφή μεταξύ ανιόντων και κατιόντων: Προϋποθέσεις και παραβίαση


Της Θένιας Λαμπρινουδάκη,

Ένας σημαντικός κλάδος του αστικού δικαίου αποτελεί το δίκαιο που ρυθμίζει τις οικογενειακές σχέσεις των ατόμων και το οποίο μεταξύ άλλων προβλέπει τη δυνατότητα αξίωσης διατροφής του τέκνου από τον γονέα του σε περίπτωση διαζυγίου ή διακοπής της συμβίωσης. Ανεξάρτητα από το αν η λύση του γάμου επήλθε συναινετικά ή δικαστικά ή αν οι γονείς βρίσκονταν απλώς σε σχέση συμβίωσης, το τέκνο δικαιούται ως κατιόν (το παιδί ή το εγγόνι σε σχέση με τους γονείς ή τους παππούδες από τους οποίους κατάγεται καλείται κατιόν) να επιδιώξει την καταβολή διατροφής από έναν ανιόντα (οι γονείς ή οι παππούδες από τους οποίους κατάγεται το παιδί καλούνται ανιόντες), ο οποίος στη συνήθη πρακτική είναι ο πατέρας.

Στα άρθρα 1486 και 1487, ο νομοθέτης καθιερώνει μια σειρά από προϋποθέσεις που απαιτείται να συντρέχουν, ώστε να θεμελιωθεί το δικαίωμα της διατροφής και να μπορεί να διεκδικηθεί με δικαστικό τρόπο. Αρχική προϋπόθεση είναι ο δικαιούχος –εν προκειμένω το τέκνο– να μην είναι σε θέση να διατρέφει μόνο του τον εαυτό του ή να εργαστεί, ώστε να εξασφαλίζει ένα μηνιαίο εισόδημα. Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνεται υπόψη και τυχόν ακίνητη περιουσία που διαθέτει το ενήλικο τέκνο. Απαραίτητη προϋπόθεση για να κρίνει το δικαστήριο επί της διατροφής είναι η ευπορία του υπόχρεου προς καταβολή της. Αξίζει να σημειωθεί στην περίπτωση που το τέκνο που ζητά διατροφή από τον γονέα του είναι ανήλικο, επιδικάζεται η αξίωσή του για διατροφή ανεξάρτήτα από την ακίνητη περιουσία που διαθέτει, μιας και το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του μόνο εισοδήματα που προέρχονται από τυχόν εργασία του ανηλίκου.

Εάν ο υπόχρεος της διατροφής δεν είναι σε θέση λόγω απορίας να καταβάλλει τη διατροφή στο τέκνο, η υποχρέωση βαραίνει τον επόμενο κατά σειρά ανιόντα (π.χ. τον παππού). Η έκταση της διατροφής περιλαμβάνει τις βασικές ανάγκες του τέκνου και κρίνεται με βάση τα κριτήρια που συνθέτουν το επίπεδο και το χαρακτήρα της ζωής του κατά το χρόνο της εκδίκασης ή στοιχεία που μπορεί να προβλεφθούν μελλοντικά. Κύρια επιδίωξη της διατροφής είναι η κάλυψη των εξής: τροφή, στέγη, ένδυση, θέρμανση, ψυχαγωγία, μόρφωση, νοσηλεία, δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, παραθέριση, συγκοινωνία και επικοινωνία. Επιπλέον, περιλαμβάνονται έξοδα θεωρητικής, επαγγελματικής ή τεχνικής μόρφωσης ακόμα και μεταπτυχιακής. Η διατροφή ωστόσο, εάν δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά, καταβάλλεται σε χρήμα κάθε μήνα εντός του χρονικού σημείου που οριοθετεί το δικαστήριο (συνήθως το πρώτο πενθήμερο).

Παρά την υποχρέωση καταβολής διατροφής στο τέκνο και την έκδοση δικαστικής απόφασης επ’ αυτής, είναι αρκετά σύνηθες στην πράξη ο υπόχρεος να καθυστερεί ή να μην καταβάλλει καθόλου τη διατροφή που έχει οριστεί δικαστικώς. Στις περιπτώσεις αυτές, το ενήλικο τέκνο που δικαιούται διατροφή ή, αν τυγχάνει να είναι ανήλικο, το πρόσωπο που έχει την επιμέλειά του (συνήθως η μητέρα) μπορεί να προστατευθεί με ποικίλους τρόπους. Πρωτίστως μπορεί να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας του υπόχρεου, μέσω κατάσχεσης κινητής και ακίνητης περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζικών καταθέσεων. Σε δεύτερη φάση μπορεί να υποβληθεί μήνυση για το αδίκημα της μη καταβολής διατροφής μιας και το δικαίωμα αυτό προστατεύεται και από το ποινικό δίκαιο (άρθρο 358 ΠΚ). Η ποινική δίωξη αποτελεί πρακτικά ένα ισχυρό και αποτελεσματικό μέσο που θορυβεί τους μη συμμορφωμένους με το νόμο υπόχρεους, οι οποίοι φοβούμενοι την ποινική καταδίκη, εκτελούν τις υποχρεώσεις τους. Η ποινή που προβλέπεται για τη μη καταβολή διατροφής ανέρχεται σε φυλάκιση έως ένα έτος, ενώ είναι δυνατή και η επιβολή χρηματικής ποινής. Η διαφορά των δύο μέσων είναι πως με την αναγκαστική εκτέλεση ζητείται περιουσία, ενώ με τη μήνυση ζητείται καταδίκη του δράστη.

Εν κατακλείδι, το δικαίωμα διατροφής είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα δικαστικώς αξιώσιμα δικαιώματα, με το οποίο ο νόμος προστατεύει το τέκνο (ανήλικο ή ενήλικο), το οποίο δε μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του. Γνώμονας της ρύθμισης αυτής είναι το συμφέρον του τέκνου και η κάλυψη των βιοτικών του αναγκών, με σκοπό τη συνέχιση του βίου σε κλίμακα ανάλογη με εκείνη που επικρατούσε κατά τη διάρκεια του γάμου ή της συμβίωσης των γονέων.


Πηγές
  • «ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», Απόστολος Σ.Γεωργιάδης, Β’ Έκδοση, 2017, σελ.465-489
  • «ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ», Νικόλαος Θ.Νίκας , 2012, σελ.529-582

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θένια Λαμπρινουδάκη
Θένια Λαμπρινουδάκη
Γεννήθηκε το 1999 στο Ηράκλειο της Κρήτης και βρίσκεται στο 4ο έτος των σπουδών της στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Διαθέτει πτυχίο αγγλικών και ηλεκτρονικών υπολογιστών και συμμετείχε σε φοιτητικό διαγωνισμό μέσω εκπόνησης εργασίας με θέμα την ισότητα των φύλων στην αγορά εργασίας. Έχει παρακολουθήσει μια σειρά από σεμινάρια πολιτικού και νομικού περιεχομένου καθώς και κάποια που στηρίζονται στα δεδομένα της διεθνούς πραγματικότητας, ενώ αποτελεί και μέλος της ELSA Thessaloniki. Τον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται σε ερασιτεχνικό επίπεδο με το χορό και τη ζωγραφική.