Της Νάντιας – Ελπίδος Δουρίδα,
Φιλική Εταιρεία, 1814. Τρείς άνδρες. Μία απόφαση. Η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας αποτέλεσε την πρώτη και βασικότερη προσπάθεια να πραγματοποιηθεί μια συσπείρωση του υπόδουλου ελληνισμού. Ο Σκουφάς, ο Τσακάλωφ και ο Ξάνθος, ήταν οι πρωτεργάτες αυτού του εγχειρήματος, το οποίο όμως, δεν περιορίστηκε μόνο στους εν λόγω δημιουργούς του, αλλά εξαπλώθηκε σταδιακά σε όλη την Ελληνική επικράτεια, όντας εν τέλει ένας από τους κύριους λόγους της αδιαμφισβήτητης επιτυχίας της επανάστασης του 21’.
Έως το 1818, η λειτουργία της Φιλικής Εταιρείας δεν χαρακτηριζόταν από καμία συγκεκριμένη οργάνωση. Τα μέλη της δεν έφταναν παρά μόνο μερικές δεκάδες ανθρώπων, που φυσικά έφεραν χαρακτηριστικά και ασχολίες παρόμοιες με αυτές των ιδρυτών της εταιρείας. Γίνεται αναφορά κυρίως για εμπορικά και υπαλληλικά στρώματα, φοιτητές και κάποιους λόγιους. Σημαντική τελετουργική και οργανωτική αναβάθμιση παρατηρείται από το 1818 κι έπειτα, χρονιά, κατά την οποία η έδρα της Εταιρείας μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη. Από εκείνη τη χρονική στιγμή, η δράση της εταιρείας ενισχύθηκε σημαντικά, πολλαπλασιάστηκαν οι κατηχήσεις και η επιρροή της εταιρείας διαμέσου συνωμοτικών δικτύων πέρασαν σε περιοχές όπως η Πελοπόννησος, όπου δεν χαρακτηρίζονταν από πρωτοποριακές και ριζοσπαστικές ιδεολογίες και πράξεις.
Από τα κυριότερα, λοιπόν, μέρη στα οποία διείσδυσε η δράση και η επιρροή της Φιλικής Εταιρείας ήταν η Πελοπόννησος. Οι λόγοι για τους οποίους αυτή η περιοχή ξεχώρισε, όσον αφορά τη συμμετοχή της στις δράσεις της εταιρείας, είναι πολυάριθμοι. Καταρχάς, αξίζει να σημειωθεί πως υπήρχαν αρκετές ισχυρές κοινοτικές δομές. Επιπλέον, οι πληθυσμιακές ομάδες ήταν σχετικά ομοιογενείς, και έτσι, δεν υπήρχε και σημαντικός αριθμός μουσουλμάνων. Εξαιτίας αυτών, η Φιλική Εταιρεία κατάφερε να μυήσει έναν ικανοποιητικό αριθμό προυχόντων από τις περιοχές αυτές. Άλλωστε, μια τέτοια οργάνωση φαίνεται, πως ήταν ιδιαίτερα επωφελής στους αριστοκράτες και τους προεστούς της Πελοποννήσου, καθώς θα τους έδινε τη δυνατότητα να επεκτείνουν ή να ανακτήσουν την παραδοσιακή εξουσία και τα προνόμιά τους.
Με ποιόν τρόπο όμως, κατέστη δυνατή αυτή η εξάπλωση των κατηχήσεων της εταιρείας αλλά και η επιτυχημένη μύηση αξιόλογων μελών; Το σύστημα το οποίο χρησιμοποιήθηκε, επονομαζόμενο και ως «το σύστημα των Αποστόλων», προέβλεπε πως η γεωγραφική επέκταση της εταιρείας θα γινόταν μέσω ορισμένων «Αποστόλων», δηλαδή, μελών της εταιρείας, όπου θα λειτουργούσαν ως διαμεσολαβητές στις εν λόγω περιοχές, και θα επιχειρούσαν να μυήσουν όλο και περισσότερα μέλη στις ιδεολογίες και τις πρακτικές τους. Μετά όμως από το 1818, οι μυήσεις αυτές άλλαξαν περιεχόμενο. Δεν περιορίζονταν πλέον, όπως προαναφέρθηκε, μονάχα στον προσηλυτισμό εμπόρων και φοιτητών, αλλά επεκτάθηκε επιπλέον, και στις τοπικές ηγετικές ομάδες. Στην Πελοπόννησο συγκεκριμένα, σε αντίθεση μάλιστα με την Ήπειρο και τα νησιά του Αιγαίου, μυήθηκε το μεγαλύτερο μέρος των κοινοτικών και εκκλησιαστικών παραγόντων.
Η μεγάλη όμως, αύξηση του αριθμού των μελών της εταιρείας, έκανε κάποια στιγμή την κατάσταση ανεξέλεγκτη, και παρά τα θετικά που προκάλεσε, οδήγησε και σε αρκετά αδιέξοδα. Όσες περισσότερες μυήσεις λάμβαναν χώρα, τόσο περισσότερες διαφωνίες έρχονταν στο προσκήνιο, αναφορικά με τον τρόπο τόσο της οργάνωσης όσο και της διεξαγωγής της επανάστασης. Επιπλέον, οι αρχηγοί λάμβαναν διαρκώς παράπονα για αυθαιρεσίες και καταχρήσεις των εισφορών από μέρους των αποστόλων. Τα προβλήματα αυτά, τα οποία φαίνεται πως δεν έμελλαν να λυθούν πριν τις παραμονές της επανάστασης, επιχειρήθηκε από τους αρχηγούς να λυθούν με την ίδρυση Εφορειών. Τί ήταν όμως οι Εφορείες; Ουσιαστικά, ήταν ένα σύστημα που είχε ως σκοπό να χαλιναγωγήσει στο βαθμό που ήταν εφικτό, την ανεξέλεγκτη έκταση που είχε πάρει το μέγεθος της Φιλικής Εταιρείας.
Αυτό που συνέβη ήταν πως η Αρχή, ενοποίησε τους συνωμοτικούς κύκλους που είχαν δημιουργηθεί υπό την αιγίδα μιας ιεραρχημένης και συγκροτημένης δομής, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί και να διευθετηθεί καλύτερα η λειτουργία τους. Οι Εφορείες ως μια πρώτη ιδέα έκαναν την εμφάνιση τους στις Ηγεμονίες το 1819, ενώ ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τις εξέλιξε πολύ περισσότερο το 1820. Οι έφοροι ήταν μέλη από τα τοπικά σωματεία, τα οποία όμως επιλέγονταν από τους αρχηγούς. Συνεδρίαζαν τακτικά, και έπαιρναν καίριες αποφάσεις για τα τοπικά ζητήματα, αποτελούσαν μέσο επικοινωνίας με την Αρχή, διαχειρίζονταν τον οικονομικό τομέα, αλλά και την αλληλογραφία με άλλες εφορείες για κάποια ζητήματα που απαιτούσαν συνεργασία.
Όσον αφορά τα κριτήρια επιλογής των Εφόρων, φαίνεται πως δεν συνάδουν με αυτά που χρησιμοποιήθηκαν για την επιλογή των αποστόλων. Συνήθως λοιπόν, επιλέγονταν σημαίνοντα πρόσωπα μιας περιοχής, με όρους πλούτου, επιρροής και πρόσβασης στους μηχανισμούς διοίκησης. Έτσι, επιστρέφοντας και πάλι στην Πελοπόννησο, δεν πρέπει να προξενεί εντύπωση, το γεγονός, πως τις θέσεις των Εφόρων τις είχαν καταλάβει ιεράρχες και κοτζαμπάσηδες, αφού είναι εμφανές πως το ζητούμενο ήταν να αναδειχθούν άτομα με διασυνδέσεις και οικονομική επιφάνεια.
Η εφορεία της Πελοποννήσου συγκεκριμένα, δημιουργήθηκε το 1820, για λόγους παρόμοιους με τους προαναφερόμενους. Διαφέρει όμως, σε ένα βασικό τομέα: Δεν δημιουργήθηκε, όπως οι υπόλοιπες, με εντολή της Αρχής για καλύτερη διαχείριση, αλλά με ενυπόγραφο αίτημα των επιφανών τοπικών μελών, δηλαδή, των ισχυρών κοτζαμπάσηδων και ιεραρχών. Το αίτημα ήταν ένα και ξεκάθαρο. Να δοθούν τα ηνία του ελέγχου των τοπικών επαναστατικών πυρήνων σε εκκλησιαστικούς και κοινοτικούς παράγοντες. Ο Υψηλάντης ενέκρινε το αίτημα αυτό, και όρισε ως έφορους στην Πελοπόννησο τρείς κοτζαμπάσηδες και τρείς ιεράρχες.
Είναι βέβαια άξιο αναφοράς, πως η κίνηση αυτή των Πελοποννήσιων να αναλάβουν οι ίδιοι την οργάνωση των τοπικών σωματείων μαρτυρούσε μια αναξιοπιστία προς την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας. Πολλές θεωρίες αναφέρουν, πως αυτό οφειλόταν στην παραδοσιακή ιδεολογία και στον τοπικισμό που χαρακτήριζε τους κοτζαμπάσηδες, και εμπόδιζε τη λαϊκή μάζα από το να εμπιστευτεί μία νεωτερικού τύπου εθνική οργάνωση, όπως η Φιλική Εταιρεία. Μάλιστα, η συγκρότηση της Εφορείας της Πελοποννήσου δεν αναφέρεται πουθενά στο πλαίσιο της συνολικότερης οργανωτικής αναβάθμισης της Εταιρείας την περίοδο 1819-1820.
Ανεξάρτητα όμως, από αυτή την ανάγκη ανεξαρτητοποίησης της Πελοποννήσου, φαίνεται πως τα περισσότερα μέλη της Φιλικής εταιρείας είχαν καταγωγή από την εν λόγω περιοχή. Ο Μοριάς αποτέλεσε καίρια θέση στο σχέδιο έναρξης της επανάστασης, που εκπονήθηκε από την ηγεσία της εταιρείας στο τέλος του 1820. Παρόλο που ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, για λόγους που δεν μας είναι ξεκάθαροι, άλλαξε την απόφαση του και αποφάσισε να αποτελέσουν αφετηρία για την επανάσταση οι Ηγεμονίες, δεν μειώνει καθόλου τον ρόλο της Πελοποννήσου ως πρωταρχική Επιλογή της Φιλικής Εταιρείας για την έναρξη της σχεδιαζόμενης απελευθέρωσης.
Βιβλιογραφία
- Γ. Κορδάτος (1957), Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. Τόμος 2. Αθήνα: Εκδ. 20ος αιώνας.
- Α. Βακαλόπουλος (1980), Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ Τόμος Ε΄. Θεσσαλονίκη: Τυπογρ. Ιων. Σφακιανάκη.
- Μ. Ανεμοδουρά, (2008) «Φιλική Εταιρεία», Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη. Διαθέσιμο εδώ