Του Νάσου Μπίρου,
Είναι γεγονός πως, τα τελευταία χρόνια, η πολυμερής προσέγγιση των παγκόσμιων υποθέσεων έχει εγκαταλειφθεί, με την ατζέντα «η Αμερική πρώτη» να αφαιρεί πολλές συνεργατικές και κοινοτικές στρατηγικές για το παγκόσμιο εμπόριο, τη διπλωματία και την πολιτική. Από την πλευρά του, ο Joe Biden θέλει να τερματίσει την πολιτική απομονωτισμού και να γκρεμίσει τα τείχη, που έχτισε ο προκάτοχός του, υπονομεύοντας έτσι κάθε πιθανότητα σφυρηλάτησης μιας κοινής διεθνούς προσέγγισης για την καταπολέμηση καίριων ζητημάτων, όπως αυτό της πανδημίας του κόστισε πάνω από 1,2 εκατομμύρια ζωές, εκ των οποίων το 20% στις Η.Π.Α.
Παρ’ όλο που οι ξένοι σύμμαχοι βλέπουν με συμπάθεια και αισιοδοξία την ανάληψη εξουσίας από τον Joe Biden, παραδέχονται ότι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης θα αποτελέσει μία μακρά και επίπονη διαδικασία, αφού, στην προσπάθειά του να κάνει την Αμερική πρώτη, ο πρώην Πρόεδρος Donald Trump την έκανε να μοιάζει περισσότερο μόνη. Φυσικά, το ρολόι δεν είναι δυνατόν να επανέλθει στις 20 Ιανουαρίου 2017, εκείνοι όμως που γνωρίζουν τον Biden για δεκαετίες περιμένουν να κινηθεί πιο προσεκτικά διαβεβαιώνοντας ότι θα διενεργήσει μία σειρά από συμβολικές πράξεις μεγάλης αξίας, ξεκινώντας με την επιστροφή στη Συμφωνία του Παρισιού από τις πρώτες κιόλας ημέρες της διοίκησής του, ενώ η ουσιαστική ανοικοδόμηση της αμερικανικής δύναμης και η πορεία προς την εξωστρέφεια και την αποκατάσταση της διπλωματίας θα προχωρήσει με πιο αργά και σταθερά βήματα. Για κάτι τέτοιο προϊδεάζουν και οι επιλογές σε κρίσιμα χαρτοφυλάκια, όπως αυτό του Υπουργείου Εξωτερικών στον Anthony Blinken, αλλά και η ανάθεση στον John Kerry της ειδικής θέσης για την κλιματική αλλαγή. Στην τελετή αποκάλυψης, μάλιστα, της εθνικής ομάδας για την ασφάλεια, τονίστηκε πως η νέα ομάδα αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η Αμερική επέστρεψε, έτοιμη να οδηγήσει τον κόσμο και όχι να υποχωρήσει από αυτόν. Ο κόσμος, άλλωστε, σύμφωνα με τον Joe Biden στηρίζεται σε διεθνείς θεσμούς, που ιδρύθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και βασίστηκαν σε κοινές δυτικές δημοκρατικές αξίες. Ένας από αυτούς είναι η παγκόσμια συμμαχία της οποίας η Αμερική προΐσταται και περιλαμβάνει το σύνολο των ελεύθερων εθνών για την καταπολέμηση των διεθνών απειλών, το ΝΑΤΟ. Ο Biden, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, έχει υποσχεθεί ότι θα αντιμετωπίσει τους συμμάχους των Η.Π.Α. με σεβασμό και εκτίμηση, μη προβαίνοντας σε απρόβλεπτες ενέργειες.
Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, ο εκλεγμένος πρόεδρος Joe Biden έχει εκφράσει τη δέσμευσή του για αναζωογόνηση των σχέσεων Η.Π.Α.-Ευρώπης. Η αποκατάσταση των διεθνών συμμαχιών, βέβαια, δεν θα έχει άμεση προτεραιότητα στην ατζέντα του 46ου Προέδρου, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται αντιμέτωπες με την οικονομική ύφεση και τη νέα έξαρση της πανδημίας, που προέκυψαν υπό τις προβληματικές πολιτικές του απερχόμενου Προέδρου Donald Trump. Έτσι, καταλαβαίνουμε πως οι πρώτες 100 ημέρες κυβέρνησης Biden θα αφιερωθούν κυρίως στην αντιμετώπιση εγχώριων προβλημάτων και την επανένταξη σε διεθνείς θεσμούς και συμφωνίες, όπως τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, αλλά όχι στην ουσιαστική εμπλοκή σε ζητήματα που αφορούν το ΝΑΤΟ. Ακόμα και όταν αρχίσουν οι διατλαντικές συνομιλίες, οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις και η κατανομή των βαρών θα παραμείνουν πιθανώς ένα σημείο διαμάχης μεταξύ των Η.Π.Α. και των Ευρωπαίων εταίρων. Η πλατφόρμα εξωτερικής πολιτικής του Biden περιλαμβάνει την υπόσχεση να ωθήσει τα μέλη του ΝΑΤΟ να αναλάβουν εκ νέου τις ευθύνες τους ως μέλη μιας δημοκρατικής Συμμαχίας. Η πίεση στους εταίρους για αύξηση των αμυντικών τους δαπανών αποτελεί μία μακροχρόνια πολιτική των ηγετών των Η.Π.Α. όχι μόνο υπό τον Trump, αλλά και υπό τους Obama και Bush, και δεν υπάρχει ένδειξη ότι ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος θα σταματήσει αυτήν την πάγια τακτική για ίση κατανομή των βαρών.
Καθώς όμως οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο προσπαθούν να αναχαιτίσουν το δεύτερο κύμα της πανδημίας και να ανασυνταχθούν οικονομικά παρέχοντας βοήθεια σε επιχειρήσεις και πολίτες, που πλήττονται από την πρωτοφανή κρίση, η προσπάθεια των Η.Π.Α. για αύξηση των αμυντικών δαπανών ενδεχομένως να πέσει στο κενό. Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι διακριτικές δαπάνες, συμπεριλαμβανομένης και της άμυνας, μειώθηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη και πολύ λίγοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ πληρούσαν την τυπική δέσμευση στη Συμμαχία για το 2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τους. Αναγνωρίζοντας τη δημοσιονομική πίεση των συνεταίρων του, ο Πρόεδρος Ομπάμα δεν έκανε καμία δημόσια αναφορά στις αμυντικές δεσμεύσεις του ΝΑΤΟ από το 2009 έως και το 2014, όταν και οι αμερικανικές και οι ευρωπαϊκές οικονομίες άρχισαν να δείχνουν σημάδια ανάκαμψης. Τότε μόνο ο Λευκός Οίκος επανήλθε στις εκκλήσεις για ίση κατανομή των βαρών. Αν και τη δεδομένη στιγμή είναι δύσκολο να γίνει μία πρόβλεψη για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις από τον κορωνοϊό, οι βραχυπρόθεσμες συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία φαίνεται να είναι ακόμη πιο σοβαρές από τη συντριβή του χρηματιστηρίου το 2008. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τη μεταστροφή της αμερικανικής πολιτικής στη διπλωματία και την πολιτική ορθότητα, οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ ίσως να είναι αδύνατον να ανταποκριθούν στις αμερικανικές απαιτήσεις για το μακροχρόνιο ζήτημα των αμυντικών δαπανών. Παράλληλα, το επιτελείο της νέας κυβέρνησης θα επανεξετάσει μία σειρά από ζητήματα σε χώρες με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία που επηρεάζουν τους διεθνείς συσχετισμούς.
Αποστρατιωτικοποίηση του Αφγανιστάν (;)
Με τις ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ της αφγανικής κυβέρνησης και των Ταλιμπάν να βρίσκονται σε εξέλιξη, αλλά να σημειώνουν πολύ αργή πρόοδο, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Jens Stoltenberg, έχει προαναγγείλει ότι τον Φεβρουάριο τα μέλη της βορειοατλαντικής Συμμαχίας θα αποφασίσουν, εάν θα συνεχιστεί η ειρηνευτική αποστολή μετά από πλέον δύο δεκαετίες. Το NATO είχε δεσμευτεί να παραμείνει στη χώρα έως ότου οι συνθήκες είναι τέτοιες, ώστε οι τοπικές δυνάμεις να μπορούν να διατηρήσουν τη σταθερότητα. Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος Biden και το επιτελείο του θα πρέπει να επανεξετάσουν την κατάσταση στο αφγανικό μέτωπο και το εάν αυτή τη στιγμή πληρούνται οι προϋποθέσεις για μία ειρηνική συνύπαρξη και πλήρη αυτονομία. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε και καθολική αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων, θέση που πάγια υποστήριζε ο απερχόμενος Πρόεδρος Donald Trump.
Το μέλλον των σινο-αμερικανικών σχέσεων
Ο Joe Biden θα γίνει Πρόεδρος σε μία εποχή που Κίνα και Η.Π.Α. βρίσκονται στα πρόθυρα ενός νέου ψυχρού πολέμου. Πολλοί σύμβουλοι έχουν δηλώσει ότι, εφόσον τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία, η Κίνα θα πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα του Biden. Ως μέρος της ατζέντας του, «η Αμερική πρώτη», ο Trump αφιέρωσε μεγάλο μέρος της θητείας του κατηγορώντας την Κίνα ότι εμπλέκεται σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ξεκινώντας έναν διχαστικό εμπορικό πόλεμο, που, αντί να αντιμετωπίζει τις ανισορροπίες, τις έκανε να φαίνονται πιο διογκωμένες από ποτέ. Έκανε λόγο, μάλιστα, και για τη βιομηχανία τεχνολογίας της Κίνας, που, σε πολλές περιπτώσεις, χρησιμοποιήθηκε από την κυβέρνησή της για κατασκοπεία, ενώ κατηγόρησε το Πεκίνο για την εξάπλωση του κορωνοϊού και την απόκρυψη στοιχείων, που θα βοηθούσαν τη διεθνή κοινότητα για την έγκαιρη αντιμετώπιση του. Από την πλευρά του, ο ανερχόμενος Πρόεδρος Joe Biden, παρ’ όλο που θα είναι λιγότερο απρόβλεπτος και περισσότερο διπλωματικός και συνεπής στις δεσμεύσεις του, δεν πρόκειται να προβεί σε ριζικές αλλαγές στις σινο-αμερικανικές σχέσεις, εφόσον δεν λάβει τα απαραίτητα εχέγγυα για τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και τη διαχείριση τεχνολογικών εξελίξεων από εταιρείες όπως η Huawei και η TikTok.
New Iran Nuclear Deal
Επίσης, ο Biden δηλώνει διατεθειμένος να επανέλθει σε μία άλλη διεθνή συμφωνία, που εγκατέλειψε ο Πρόεδρος Trump: τη συμφωνία που έδωσε στο Ιράν ανακούφιση από τις κυρώσεις, σε αντάλλαγμα με τη χαλάρωση του πυρηνικού του προγράμματος. Η κυβέρνηση Trump αποσύρθηκε το 2018 από την πυρηνική συμφωνία λέγοντας ότι ο έλεγχος των πυρηνικών όπλων ήταν πολύ περιορισμένος, για να αντιμετωπίσει τις απειλές, που θέτει το Ιράν και πολύ αδύναμος για τα όρια της πυρηνικής δραστηριότητας, που λήγουν με την πάροδο του χρόνου. Ως αποτέλεσμα επέβαλε εκ νέου κυρώσεις και συνέχισε να συσσωρεύει την οικονομική πίεση φτάνοντας τον ιρανικό χρηματοπιστωτικό τομέα στα όριά του. Σε απάντηση, το Ιράν σταμάτησε να τηρεί ορισμένους από τους περιορισμούς, που είχαν επιβληθεί παλιότερα για την πυρηνική του δραστηριότητα. Ο Biden έχει επανειλημμένα εξηγήσει ότι οι πολιτικές μεγάλης πίεσης έχουν αποτύχει, τονίζοντας ότι οδήγησαν σε σημαντική κλιμάκωση των εντάσεων και ότι οι σύμμαχοι τις έχουν απορρίψει, την ίδια ώρα που επέτρεψαν στο Ιράν να βρίσκεται ολοένα και πιο κοντά στην κατασκευή πυρηνικού όπλου απ’ ότι ήταν, όταν ο Trump ανέλαβε τα καθήκοντά του. Είναι κατανοητό, λοιπόν, ότι η νέα κυβέρνηση θα επανέλθει στην πυρηνική συμφωνία, εάν το Ιράν επιστρέψει στην αυστηρή συμμόρφωση, διαφορετικά δεν θα άρει τις προηγούμενες κυρώσεις.
Ο ρωσικός κίνδυνος
Στον ψυχρό πόλεμο, οι Δημοκρατικοί συχνά απεικονίζονταν ως κόμμα κατευνασμού από τη Μόσχα. Αντιθέτως, ο νέος Πρόεδρος φαίνεται να είναι ο πρώτος που θα αλλάξει τακτική. Δεν θα αμφισβητήσει τη ρωσική απειλή, όπως έκανε, για παράδειγμα, ο Obama, ούτε είναι πρόθυμος να πατήσει το restart, όπως έκανε η Hillary Clinton στις πρώτες ημέρες της ως Υπουργός Εξωτερικών. Στο μεγαλύτερο μέρος της εκστρατείας του, επιτέθηκε στον Trump για τη συνεργασία του με δικτάτορες, λέγοντας πως, αν εκλεγεί, είναι διατεθειμένος να τιμωρήσει τη Ρωσία για την παρέμβασή της στις εκλογές του 2016. Ως Πρόεδρος, ο Biden θα πρέπει να ασχοληθεί με μία Ρωσία της οποίας το οπλοστάσιο περιλαμβάνει 1.550 πυρηνικά όπλα και μία σειρά τακτικών πυρηνικών όπλων, που έχει αναπτυχθεί ανενόχλητα, ακόμα και πριν ο Trump αποχωρήσει από τη συνθήκη για τις πυρηνικές δυνάμεις ενδιάμεσης εμβέλειας. Για να πετύχει έναν μεγαλύτερο έλεγχο, θα πρέπει να ξεκινήσει με την πενταετή παράταση του “New Start”, καθώς η συνθήκη λήγει 16 ημέρες μετά την ορκωμοσία. Τότε θα προσπαθούσε να επεκτείνει και τη συνθήκη σε άλλους τύπους όπλων, και ίσως σε περισσότερες χώρες.
Ο Biden έχει υποβάλει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εξωτερικής πολιτικής, που βασίζεται στην αποκατάσταση των διατλαντικών δεσμών, καθώς η ανοικοδόμηση των σχέσεων με τους συμμάχους των Η.Π.Α. δεν μπορεί να επιτευχθεί εν μία νυκτί. Η πίεση, που ασκήθηκε στη Συμμαχία κατά τη διάρκεια της προεδρίας Trump, η πανδημία του νέου κορωνοϊού, που εμποδίζει, επίσης, την πρόοδο αναγκάζοντας τα κράτη του ΝΑΤΟ να δώσουν προτεραιότητα σε δικά τους οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, καθώς και η πύρρειος νίκη Biden, που προϊδεάζει για την ακραία πόλωση και των επόμενων εκλογών, δείχνουν τον δρόμο για τη σκληρή δουλειά, που απαιτείται, για την ανασυγκρότηση των διεθνών συσχετισμών. Το σίγουρο είναι ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα κλείσει το μάτι σε αντιδημοκρατικά και αυταρχικά καθεστώτα, που απολάμβαναν της εκτίμησης Trump, και θα επαναφέρει στο προσκήνιο αξίες, όπως η διπλωματία, η ασφάλεια και οι σταθερές συμμαχίες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ